Φόβος μπροστά στην Αφύπνιση των Συνειδήσεων.

 

Διονύσιος Κ. Καραχάλιος

Δικηγόρος

Αντιπρόεδρος του Δικτύου 21

 

 Τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, στην χώρα μας, διαμορφώθηκε υπό την επιρροή τριών, κυρίως, παραγόντων :

1.     της αγωνιώδους προσπάθειας των επιγόνων του παπανδρεϊκού λαϊκισμού να διαμορφώσουν ένα κομματικά ελεγχόμενο σύστημα εξουσίας, που, υπό τον γενικό, ασαφή και απλουστευτικό όρο του «εκσυγχρονισμού», περικλείει πλήθος ετεροκλήτων στοιχείων, με περισσότερο χαρακτηριστικά, αφ ενός μεν την συνειδητή συμπόρευση με την ιδεολογικά υποταγμένη στην αμερικανική υπερδύναμη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αφ ετέρου δε, την, για λόγους ευνοήτους, διατήρηση κραυγαλέων δημαγωγικών στοιχείων της ρητορικής του παρελθόντος.

2.     της διαρκούς τάσεως ενός ευρέως φάσματος επιχειρηματιών, εκδοτών και μεγαλοεργολάβων να εδραιώσουν την επιβολή τους στους κυβερνητικούς μηχανισμούς λήψεως των αποφάσεων και,  να εξασφαλίσουν, την ευνοϊκή ή έστω «ανεκτική», υπέρ αυτών άσκηση της εξουσίας,  με γνώμονα, βέβαια, την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων τους και με (αυτονόητο) αντάλλαγμα την παντοιοτρόπως  παρεχομένη στήριξη του νεοπασοκικού κατεστημένου.

3.     της απελπισμένης αναζητήσεως λόγου υπάρξεως εκ μέρους της αποχαυνωμένης, από την κατάρρευση των κομμουνιστικών μύθων αριστεράς, που, εκμεταλλευομένη πλήρως την υπαρξιακή αγωνία του ΠαΣοΚ, παρέχει τροφή στις σε βάρος της ψηφοθηρικές ορέξεις των κυβερνώντων, με πλουσιοπάροχο αντάλλαγμα, την άκοπη και αδάπανη περιφορά του απονευρωμένου πολιτικού της λόγου στα τηλεοπτικά παράθυρα και τις πάσης μορφής πολιτιστικές συνευρέσεις.

 Είναι προφανές ότι η επιρροή ενός εκάστου των ανωτέρω παραγόντων ενισχύεται από την ύπαρξη και την δράση των υπολοίπων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την  σύμπτυξη ενός ενιαίου μετώπου (μπλοκ εξουσίας), που, προκειμένου να επιβάλλει και να εδραιώσει την πολιτικοοικονομική κυριαρχία του, έχει απόλυτη ανάγκη την ιδεολογική χειραγώγηση της ελληνικής κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η πρόταξη του διαρκώς επιδιωκομένου οικονομικού ευδαιμονισμού, ο διάχυτος υποχωρητισμός έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής, η εξύφανση μεθοδεύσεων εύκολης τακτοποιήσεως χρονιζόντων εθνικών ζητημάτων, η διαμόρφωση «υποτακτικής» συνειδήσεως, ευπροσήγορης στις αξιώσεις και υποδείξεις ισχυρών «φίλων» ή συμμάχων και η διαρκής θωπεία των αριστερών μαζών μέσω νεφελωδών οραμάτων και ψυχοδιεγερτικών βερμπαλισμών, συνθέτουν το ιδεολογικό πολιτικό πλέγμα, με το οποίο επιδιώκεται ο εγκλωβισμός της ελληνικής κοινωνίας στις επιδιώξεις του σημιτικού συστήματος εξουσίας.

 Είναι αυτονόητο ότι, η προστασία αυτού του, αναγκαίου για την διαιώνιση της κατεστημένης εξουσίας, ιδεολογικού πλέγματος επιβάλλει την εμπέδωση της απάθειας και της αδιαφορίας, σε συλλογικό επίπεδο και την αδρανοποίηση των αντανακλαστικών της κοινής γνώμης,  μπροστά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να κλονίσει την τεχνητή ευμάρεια, περί της οποίας μονίμως κομπάζει ο πρωθυπουργός. Προκειμένου δε να αποτραπεί ο οποιοσδήποτε, λίαν επίφοβος για τους κρατούντες, κλονισμός αυτού του τόσο επιθυμητού «κλίματος», απαιτείται η εξουδετέρωση παραδοσιακών αξιών, που θα μπορούσαν να αφυπνίσουν συνειδήσεις και  να καλλιεργήσουν πνεύμα αντιστάσεως και αντιδράσεως σε πλήθος κυβερνητικών επιλογών και αποφάσεων.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι παράξενο που, στην σύγχρονη Ελλάδα, έννοιες όπως: «Έθνος», «Πατρίδα» και «Ορθοδοξία» έχουν εξαφανισθεί από το λεξιλόγιο της, κατά τα άλλα, λαλίστατης εξουσίας και των προθύμων απολογητών της. Και όχι μόνον αυτό. Όποιος τολμήσει να μιλήσει περί του «Έθνους» ή των «εθνικών θεμάτων» διαπομπεύεται ως «φασίστας» από τους  ευφυείς κονδυλοφόρους της δήθεν προοδευτικής ιντελλιγκέντσιας.  Όποιος αποπειραθεί να υπενθυμίσει την αυτονόητη, όπου γης και πέρα από την Ελλάδα, διαχρονική αξία της «Πατρίδας», λοιδωρείται ως αντιδραστικός από τους ιεροφάντεις του καθηγητικού και δημοσιογραφικού κατεστημένου. Και όποιος κάνει το λάθος να διατρανώσει την πίστη του στην «Ορθοδοξία» και την προσήλωσή του στις παραδόσεις της, χλευάζεται ως σκοταδιστής από τους, έμπλεους ιεροεξεταστικού μένους,  υπηρέτες του εκσυγχρονισμού.

Ιδού λοιπόν οι λόγοι για τους οποίους ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συγκεντρώνει, από της ανόδου του στο ύπατο εκκλησιαστικό μας αξίωμα, την οργή, το υβρεολόγιο και την μανία των παραληρούντων «προοδευτικών». Ο λόγος του είναι λόγος αφυπνιστικός των ναρκωμένων εθνικών αντανακλαστικών, σάλπισμα  διεγερτικό των υψηλών ιδανικών που γαλούχησαν γενεές και γενεές Ελλήνων, μήνυμα αυτογνωσίας και περισυλλογής, για ότι περικλείει και επιτάσσει η  συναίσθηση της Ελληνικότητας. 

Αν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ευλογούσε «μετ' ευτελείας» τους κρατούντες, αν συνευωχείτο επιμελώς και ασμένως μετ αυτών, αν σιωπηλώς περιέφερε το αξίωμά του στα  πεδία  της νεόπλουτης ματαιοδοξίας των πάλαι ποτέ «λαϊκών αγωνιστών», που σήμερα, ρουφούν με απληστία το νεοκαπιταλιστικό οξυγόνο, που κάποτε τους έπνιγε, τότε θα ήταν «δικός» τους. Θα τον καμάρωναν και θα τον τιμούσαν. Γιατί, απλούστατα, δεν θα κινδύνευε το οικοδόμημα, που έχτισαν και στο οποίο στηρίζουν την διαιώνιση της καθεστωτικής ισχύος τους και των απρόσκοπτη απόλαυση των ποικιλώνυμων συμφερόντων τους.  

Δυστυχώς, για το κατεστημένο σύστημα εξουσίας, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διάλεξε άλλον δρόμο. Έντρομοι οι λασπολόγοι επικριτές του διαπιστώνουν ότι, συσπειρώνει γύρω του μια τεράστια κοινωνική μερίδα, που, υπό τις σημερινές συνθήκες, αισθάνεται να μην την εκφράζει ο ιδεολογικά άνυδρος λόγος των κομμάτων, νοιώθει να πληγώνεται από την έλλειψη εθνικού και κοινωνικού οράματος για το μέλλον και αναζητεί απεγνωσμένα κίνητρα συμμετοχής στον δημόσιο βίο.  Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου φαντάζει πολιτικός στα μάτια των περιδεών υβριστών του ακριβώς διότι, οι ίδιοι πολύ καλά αντιλαμβάνονται πως, η απουσία «πολιτικής», την οποία ενσυνείδητα καλλιεργούν, δεν ανταποκρίνεται στην ιδιοπροσωπία του Έλληνα, ούτε, φυσικά, στις σύγχρονες απαιτήσεις του Ελληνισμού.

Είτε το θέλουν, είτε όχι, οι διαπρύσιοι διαβολείς του Αρχιεπισκόπου, είναι μεγάλος ο αριθμός εκείνων των πολιτών, που επιμένουν στην ύπαρξη πατριωτικού φρονήματος, που αγωνιούν για την επιβίωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας στο σύγχρονο περιβάλλον, που επιζητούν τον απόλυτο σεβασμό της εθνικής μας αξιοπρέπειας, που καταδικάζουν, χωρίς περιστροφές, υπολογισμούς και συμψηφισμούς, την καταλήστευση του δημοσίου πλούτου, που αρνούνται την δουλική υποταγή στις παράλογες αξιώσεις γειτόνων και φίλων, που εξακολουθούν να τιμούν τα ιερά και τα όσια της φυλής, τους ήρωες και τους νεκρούς των εθνικών μας αγώνων, που διψούν για δικαιοσύνη, αξιοκρατία και διαφάνεια και που επιθυμούν καλύτερη παιδεία, καλύτερη δημόσια διοίκηση, καλύτερες υπηρεσίες υγείας. Σε μια εποχή, που το σύνολο, σχεδόν, του πολιτικού κόσμου της χώρας αρνείται να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να τοποθετηθεί με παρρησία και απόλυτη σαφήνεια υπέρ των παραπάνω αξιών, είναι εύλογες οι προσδοκίες και οι ελπίδες που καλλιεργεί, στην συνείδηση της κοινής γνώμης, η θαρραλέα στάση του Αρχιεπισκόπου μας. Όχι γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είναι πολιτικός, όπως αμήχανα ισχυρίζονται οι κακόβουλοι επικριτές του, αλλά διότι ο θερμουργός λόγος του θίγει καίρια την απουσία πολιτικής, που διακρίνει την πλειοψηφία των εντεταλμένων για την διακονία της.                

Ο κυβερνητικός εξωραϊσμός μιας ηττοπαθούς Ελλάδας, που μοιάζει να άγεται και να φέρεται μεταξύ των «αετονύχηδων» του Χρηματιστηρίου και των «πλιατσικολόγων» των ευρωπαϊκών κονδυλίων, μπορεί να ικανοποιεί την εξουσιαστική δίψα της σημερινής ηγετικής ομάδας του ΠαΣοΚ και των απελπισμένων αριστερών συνοδοιπόρων της. Σε καμιά, όμως, περίπτωση, δεν μπορεί να αποτελέσει τρόπο ζωής ενός λαού με την ιστορική οντότητα των Ελλήνων. Έστω και αν η «εκσυγχρονιστική» πλημμυρίδα προσπάθησε, φιλοτίμως και επιμελώς, να αδρανοποιήσει τις αντιστάσεις μας, το εγερτήριο του Αρχιεπισκόπου ηχεί επώδυνα στα ώτα  της εξουσίας. Μεγαλύτερο και από το ηθικό βάρος των τριών εκατομμυρίων και πλέον υπογραφών, είναι το ηθικό μέγεθος αυτής ακριβώς της πρωτοβουλίας : Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αφυπνίζει τις εθνικές συνειδήσεις. Γι αυτό και τον τρέμουν.         

8.12.2001


www.antibaro.gr