Κατηγορίες άρθρων

 Δόξης εξανθήματα

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!
 

 

Δόξης εξανθήματα

Στεφάνος Γοντικάκης
διδάκτωρ φιλοσοφίας

 

Οι ολυμπιακοί αγώνες εξυψώθηκαν και υμνήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλον και οποιασδήποτε φύσεως αγώνα. Αν, ξεκινώντας από τον Πίνδαρο, θελήσει κανείς να συλλέξει όσα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα γι’ αυτούς, θα βρεθεί μπροστά σε ένα άλλο αγώνισμα: ποιος θα επινοήσει τις ομορφότερες εικόνες και τους εκφραστικότερα υμνητικούς λόγους. Όπως στα ολυμπιακά, και στο αγώνισμα αυτό επιδίδονται πολλοί και στις ημέρες μας. Εμείς ωστόσο, ούτε στο αγώνισμα θα μετάσχομε ούτε συλλογή από τα προϊόντα του θα εκθέσομε, από τα οποία άλλωστε έχει κορεσθεί η αγορά. Θα προσπαθήσομε να ακροασθούμε κάποιες άλλες φωνές, όσων δηλαδή δεν μαγεύτηκαν και δεν εκστασιάστηκαν από τη λαμπρότητα των πανελλήνιων αγώνων (όχι μόνο των ολυμπιακών), αλλά τους είδαν με περισσότερο κριτικό μάτι.

Ένας από αυτούς ο Διογένης. Πήγε στα Ίσμια και φόρεσε μόνος του στεφάνι «πίτυος», πεύκου δηλαδή από κείνο με το οποίο στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων. Οι Κορίνθιοι έστειλαν υπηρέτες διατάσσοντάς τον να το αποθέσει και να μην κάνει τίποτε παράνομο. Γιατί είναι παράνομο, τους ρώτησε, να στεφανώνεται αυτός και δεν είναι να στεφανώνονται άλλοι; Επειδή δεν νίκησες, Διογένη, του απαντούν. Μα εγώ, είπε, νίκησα πολλούς ανταγωνιστές και μεγάλους, όχι τέτοιους σαν τα ανδράποδα που παλεύουν τώρα εδώ και δισκοβολούν και τρέχουν, αλλά πολύ χαλεπότερους: την πενία και την αδοξία, την οργή και τη λύπη, την επιθυμία και τον φόβο και «το πάντων αμαχώτατον θηρίον», την ηδονή. Είναι άτοπο, λοιπόν, να πάρουν το στεφάνι και να το δώσουν στον γεμάτο με περισσότερο κρέας (εννοεί από τους σωματώδεις αθλητές τής παλαίστρας), ενώ φέροντάς το ο ίδιος καθιστά ενδοξότερα τα Ίσθμια.

Είδε στη συνέχεια κάποιον να βγαίνει από το στάδιο υψωμένος στα χέρια του πλήθους και να τον ακολουθούν άλλοι που βοούσαν, πηδούσαν από χαρά και ύψωναν τα χέρια στον ουρανό, ενώ άλλοι του έβαζαν στεφάνια και ταινίες. Κατόρθωσε να πλησιάσει και τον ρώτησε τι είναι ο θόρυβος και τι συνέβη. Νίκησα στο στάδιο, Διογένη, απάντησε εκείνος. Και τι μ’ αυτό; ήταν η αντίδραση του φιλοσόφου. Ούτε φρονιμότερος έγινες, ούτε σωφρονέστερος τώρα από όσο πριν, ούτε λιγότερο δειλός, ούτε λιγότερων πραγμάτων θα έχεις ανάγκη του λοιπού, ούτε με λιγότερη λύπη θα ζήσεις στο μέλλον. Σύμφωνοι, απάντησε ο αθλητής, αλλά είμαι ο ταχύτερος όλων των Ελλήνων. Και δεν ξέρεις, του λέει, ότι η ταχύτητα είναι σημείο δειλίας; Ο Ηρακλής ήταν βραδύτερος από πολλούς, είχε όμως τόξα εναντίον όσων έφευγαν. Η συζήτηση τράβηξε σε μάκρος κι έκανε πολλούς από τους παρόντες να προβληματιστούν για την αξία τής νίκης και τον αθλητή να φύγει λυπημένος και πιο ταπεινός.

Στο μεταξύ, είδε δύο άλογα δεμένα κοντά να αντιμάχονται αλληλολακτιζόμενα και πολύν όχλο συγκεντρωμένο να βλέπει το θέαμα, ωσότου το ένα από αυτά απέκαμε, έσπασε το σκοινί και έφυγε. Πλησίασε τότε και στεφάνωσε αυτό που έμεινε, ανακηρύσσοντάς το Ισθμιονίκη, οπότε ξέσπασαν σε γέλιο και θορυβούσαν οι πάντες εντυπωσιασμένοι από τον φιλόσοφο, ενώ πολλοί εκδήλωναν κάποια καταφρόνηση προς τους αθλητές.

Αυτά περίπου αφηγείται ο Δίων Χρυσόστομος. Πέρα όμως από τον ιδιάζοντα τρόπο τού Διογένη (μαινόμενο Σωκράτη τον αποκαλούσε ο Πλάτωνας) και πολλοί άλλοι σοφοί αμφισβήτησαν την αξία των γυμνικών αγώνων (του πρωταθλητισμού, θα λέγαμε σήμερα), όπως και εξέφρασαν τη δυσφορία τους, γιατί να απολαμβάνουν τόσης τιμής οι νικητές των σωματικών αθλημάτων και όχι οι άνθρωποι του πνεύματος.

Πρώτος ο Ισοκράτης κάνει φανερή την έκπληξή του. Οι αθλητές, λέει, και διπλάσια δύναμη να αποκτήσουν, παραμένουν ανωφελείς για τους άλλους, ενώ από ένα μόνο «ευ φρονήσαντα» μπορούν οι πάντες να ωφεληθούν, όσοι θελήσουν να γίνουν κοινωνοί της διάνοιάς του. Συναφείς πικρίες εκφράστηκαν και από άλλους και εκφράζονται άλλωστε μέχρι σήμερα. Κι αυτό όχι μόνο από όσους πνευματικούς ανθρώπους αισθάνονται να αδοξούν έναντι ενός ποδοσφαιριστή για παράδειγμα, αλλά και από παιδαγωγούς και γονείς για τα προβαλλόμενα ινδάλματα.

Ο Αριστοτέλης έχει διαφορετική γνώμη. Το έπαθλο, λέει, είναι και πρέπει να είναι ανώτερο από το αγώνισμα. Για τη σοφία όμως, ποιο έπαθλο θα μπορούσε να βρεθεί ανώτερο από την ίδια τη σοφία; Γενικώς, οι πνευματικές κατακτήσεις, όπως η σοφία και η αρετή, είναι επιδιωκτέες γι’ αυτές τις ίδιες και όχι σαν μέσα για την κατάκτηση άλλου πράγματος, όπως ενός βραβείου (βραβεύς είναι ο κριτής). Εσύ, λέει ο Επίκτητος, ζητάς έπαθλο για άνδρα αγαθό μεγαλύτερο από του να πράττει τα καλά και δίκαια; Στην Ολυμπία, συμπληρώνει, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο από το να στεφανωθεί. Τόσο μικρό και ανάξιο σου φαίνεται να είναι κάποιος καλός και αγαθός και ευδαίμων;

Μια άλλη πτυχή αμφισβήτησης των αγώνων είναι η βλάβη που υφίστανται οι ίδιοι οι αθλητές στην άσκηση για μέγιστη απόδοση. Η προετοιμασία είναι υπνώδης και επισφαλής για την υγεία, λέει ο Πλάτωνας. Κοιμούνται πολύ οι αθλητές και αν ξεφύγουν λίγο από την τεταγμένη δίαιτα (εννοεί όχι μόνο την «αναγκοτροφία», αλλά και τον τρόπο ζωής που όρισε ο προπονητής), αρρωσταίνουν «μεγάλα και σφόδρα».

Ο Αριστοτέλης επισημαίνει την αχρήστευση της ομορφιάς και την παρεμπόδιση στην αύξηση των σωμάτων, όσων επιδίδονται στον αθλητισμό από νεαρή ηλικία. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να βρει κανείς παρά δύο ή τρεις το πολύ που να έχουν νικήσει στην Ολυμπία και ως παίδες και ως άνδρες.

Συναφώς με τα προβλήματα σωματικής υγείας, προσάπτουν στους αθλητές και διανοητική καθυστέρηση. Ο γιατρός Ορειβάσιος αναλύει γιατί τα γυμνάσια συστέλλουν, πυκνώνουν και συστρέφουν τις σάρκες, τις κάνουν σκληρές και δυσαίσθητες γι’ αυτό, καταλήγει, «και την γνώμην ηλιθιώτεροι γίνονται οι πολλοί των αθλητών». Υπήρχε και ανάλογη παροιμία: «Βούθος περιφοιτά», που λεγόταν «επί των ευήθων και παχυφρόνων». Ο Βούθος ήταν Πυθιονίκης. Σκώπτονται επίσης οι αθλητές ότι έχουν ανοικοδομηθεί με κρέατα και ότι γυμνάζονται «εις ευσαρκίαν», δηλαδή δεν είναι λεπτοί και οξείς στο νου. Και ο Διογένης, όταν τον ρώτησαν «διατί οι αθληταί αναίσθητοί εισιν», απάντησε: επειδή έχουν ανοικοδομηθεί με χοιρινά και βοδινά κρέατα («κρέασιν υείοις και βοείοις ανωνοδόμηνται»).

Ο γιατρός Γαληνός προβαίνει σε ενδελεχή ιατρική και, θα λέγαμε, κοινωνιολογική και ιστορικοφιλολογική ανάλυση του αθλητικού φαινομένου. Μερικά δείγματα μόνο, γεύσεως χάριν.

Αρχικά, στο πρώτο βιβλίο των απάντων του, αναφέρεται στη φύση τού ανθρώπινου γένους και ότι αυτό επικοινωνεί και με τους θεούς, καθόσον λογικό, και με τα άλογα ζώα, καθόσον θνητό. Η αναφορά του λοιπόν πρέπει να είναι προς το ανώτερο και όχι προς το κατώτερο. Επαναμβάνει δηλαδή το αριστοτέλειο, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει καθόσον είναι άνθρωπος, αλλά καθόσον υπάρχει κάτι θεϊκό μέσα του, και να μη φρονεί ανθρώπινα ως άνθρωπος, ούτε θνητά ως θνητός, αλλά «εφόσον ενδέχεται αθανατίζειν».

Αυτόν τον ανώτερο στόχο, λέει ο Γαληνός, οφείλει να επιδιώκει διά της παιδείας ο άνθρωπος, και εάν επιτύχει θα κατακτήσει το μέγιστο αγαθό, ενώ εάν αποτύχει δεν θα αισχυνθεί ότι ξέπεσε χαμηλότερα από τα ανόητα ζώα. Η αθλητική άσκηση όμως, εάν αποτύχει είναι αίσχιστη, ενώ εάν επιτύχει δεν αποδίδει κάτι καλύτερο από τα άλογα ζώα, γιατί ποιος μπορεί να γίνει αλκιμότερος από το λιοντάρι ή ταχύτερος από τον λαγό;

Την κεντρική αυτή φιλοσοφική θέση αναλύει με γνώση όλης της προ αυτού φιλολογίας. Μνημονεύω μια μόνο από τις αναφορές του, στον τραγικό Ευριπίδη, που γράφει ότι: μύρια κακά υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά τίποτε δεν είναι χειρότερο από το γένος των αθλητών. Και δεν είναι βεβαίως μόνο ο Ευριπίδης. Όλοι, λέει ο Γαληνός, σαν από ένα στόμα έχουν ομολογήσει ότι είναι «φαύλον το επιτήδευμα». Πολύ περισσότερο, από τους γιατρούς κανείς δεν το έχει επαινέσει.

Προχωρεί σε καθαρώς ιατρικές παρατηρήσεις περί των αθλητών, στους οποίους αναφέρεται ευκαιριακά και σε όλο το υπόλοιπο έργο του, ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται κάθε φορά (διατροφή, αντοχή, αντίδραση σε φάρμακα κ.λπ.). Δεν είμαι ειδικός να ελέγξω την ορθότητα στην επιστημονική τεκμηρίωση των απόψεών του. Σημειώνω μόνο μερικά από τα δικά του συμπεράσματα.

Τα αγωνίσματα της παλαίστρας φέρουν μάλλον πολυσαρκία, παρά άσκηση αρετής (η οποία, εννοείται, είναι προϋποτιθέμενη σε κάθε αγώνισμα). Πολλοί μάλιστα παχύνθηκαν τόσο που αναπνέουν δυσχερώς. Αδυνατούν συνεπώς να γίνουν αγαθοί στρατηγοί ή βασιλικών ή πολιτικών πραγμάτων επίτροποι. Προτιμότερο, λέει, να αναθέσεις στους χοίρους παρά σε αυτούς οτιδήποτε. Αλλά ούτε τους αγώνες δρόμου επαινεί ούτε όσους άλλους λεπταίνουν το σώμα, γιατί ψέγει παντού την αμετρία.

Τα σώματα των αθλητών είναι «σαθρά και ασθενή». Μοιάζουν με τείχη που έχουν διασεισθεί από μηχανήματα και είναι έτοιμα να καταρρεύσουν από την τυχούσα βλάβη. Ούτε σεισμό ούτε άλλη ελαφρότερη περίσταση μπορούν να αντέξουν.

Οι προπονητές κάνουν τα πάντα αντίθετα προς τα παραγγέλματα του Ιπποκράτη. Η γυμναστική που γυμνάζονται οι αθλητές έχει ντυθεί με σεμνό όνομα, στην πραγματικότητα όμως είναι μια κακοτεχνία, που δεν είναι υγείας, αλλά νόσου επιτήδευμα. Δεν θα μπορούσες να βρεις άλλους από τους αθλητές με πιο σφαλερή διάθεση σώματος. Μερικοί «ανάπηροι τα πλείστα μέρη του σώματος γίγνονται» και πεθαίνουν πρόωρα. Ακόμη, οι αθλητές γίνονται αργοί και υπνηλοί, αλλά και «βραδείς την γνώμην».

Τελικά, λέει ο Γαληνός, από την άποψη της υγείας, δεν υπάρχει άλλο γένος αθλιότερο των αθλητών, ώστε είναι φυσικό να ονομάζονται με συγγενικό όνομα. Ή οι αθλητές ονομάστηκαν έτσι από τους αθλίους ή οι άθλιοι από τους αθλητές ή και οι δύο πήραν το όνομά τους από μια κοινή πηγή, την αθλιότητα.

Η γλωσσολογική αυτή παρατήρηση είναι σωστή. Οι λέξεις αθλητής, άθλα, έπαθλο κ.λπ. προέρχονται από τη λ. άθλιος. Αποδίδουν την κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο αθλητής προπονούμενος, αλλά και μετά την έκβαση της αγωνίας του. Και έτσι ονομαζόταν επίσης ο αγώνας. Πρωταρχική σημαντική τής αγωνίας είναι η δυσκαρτέρητη και ταραχώδης προσμονή τής εκβάσεως αγώνος. Από τους αγώνες επίσης προέρχονται και οι λέξεις: γύμναση, γυμναστήριο, γυμνάσιο, γυμνασιάρχης κ.λπ. Οι αγώνες ήταν γυμνικοί και τα γυμναστήρια ονομάστηκαν έτσι επειδή σε αυτά οι νέοι αθλούντο γυμνοί. Γυμνασιάρχης ήταν ο άρχων των γυμνών νέων. Ίσως μερικοί σύγχρονοι θα ονειρεύονταν αναβίωση του ενδόξου παρελθόντος.

Όσα επικριτικά μνημονεύσαμε, είπαμε ότι ανάγονται στον πρωταθλητισμό. Η γυμναστική τού σώματος, η υγείας και ευεξίας ποιητική, είναι γνωστό ότι συνιστούσε τον ένα από τους δύο ουσιώδεις όρους παιδείας. Ο άλλος ήταν η μουσική. Κι αυτά δεν ήταν αποσπασματικά, το ένα για το σώμα και το άλλο για την ψυχή, αλλά και τα δυο για τον ενιαίο άνθρωπο. Αυτός, λέει ο Πλάτωνας, γίνεται αγριότερος του δέοντος αν επιδοθεί μόνο στη γυμναστική και «μαλακότερος» αν μόνο στη μουσική. Και τον Αχιλλέα, σύμφωνα με τον μύθο, τον ανέθρεψε ο Κένταυρος Χείρων με γυμναστική και μουσική. Έτσι έγινε άριστος πολεμιστής. Και οι Έλληνες, λέει ο σχολιαστής του Ομήρου Ευστάθιος, δεν ήταν «αυτό τούτο» αθλητές, αλλά άριστοι μαχητές και επιδέξιοι στην άθληση, όταν υπήρχε καιρός. Και οι Ολυμπιακοί από αγώνες θεών και ηρώων έλκουν την καταγωγή, σε ιερό χώρο διεξάγονταν και ιερό χαρακτήρα είχαν: την ομοίωση του ανθρώπου με τους θεούς και ήρωες, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, που δεν γίνεται να αναλυθεί εδώ. Με τέτοιο χαρακτήρα απέκτησαν επαξίως μέγα όνομα, το οποίο μόνο διατηρείται, διαχεόμενο μάλιστα και σε πλήθος άλλο αναμετρήσεων. Και ο χαρακτήρας αυτός δεν ήταν «στιγμιαίος». Κρατήθηκε κάποιες εκατονταετίες. Η πολυμερής έκπτωση όμως ξεκίνησε ήδη από την αρχαιότητα.

Μια από τις εκφάνσεις της εκπτώσεως είναι και η ακρότητα όσων επιδίωκαν αποκλειστικά και μόνο το στεφάνι. Η άσκησή τους, λέει ο Γαληνός, δεν πρέπει να ονομάζεται γυμναστική, αλλά καταβλητική, γιατί έχει στόχο την καταβολή τού αντιπάλου. Ένα στόχο που φέρνει δόξα, διασαλεύει όμως «και σώματος υγείαν και μερών ευαρμοστίαν και ψυχής αρετήν». Γι’ αυτό και ο Διογένης χαρακτήριζε τα στεφάνια της νίκης «δόξης εξανθήματα», ενώ τους Διονυσιακούς αγώνες ως «μεγάλα θαύματα μωροίς».

Πολλά από τα «μεγάλα θαύματα» είναι η ποιότητα του πολλού κόσμου που τα έχει αναδείξει σαν τέτοια. Στο συμπόσιο του Ξενοφώντα διασκέδασε τους δαιτυμόνες με κάποιο «συγκρότημα» ένας Συρακόσιος. Όταν τον ρώτησαν για ποιο πράγμα μέγα φρονεί, απάντησε: για τους άφρονες. Αυτοί βλέπουν τα νευρόσπαστά μου και με τρέφουν. Α, γι’ αυτό, παρατήρησε κάποιος, σε άκουσα πριν να εύχεσαι στους θεούς, να δίνουν στους ανθρώπους «καρπού μεν αφθονίαν, φρενών δε αφορίαν».

Την ευχή του Συρακοσίου φαίνεται ότι επαναλαμβάνουν όλοι οι ανά τους αιώνες διοργανωτές ποικίλων θεαμάτων και πάντοτε γίνεται ακουστή.

 

Πρωτότυπη δημοσίευση: Πατρίς 16-9-00

 

http://antibaro.gr