Ατόπημα!

Άψογη υπήρξε από πλευράς αυστηρής προσηλώσεως στο γράμμα του Συντάγματος, η άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου να αποδεχθεί τις συλλεγείσες από την Εκκλησία υπογραφές, ως βάση για την διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων. Η διατύπωση του άρθρου 44 παρ. 2 του Συνταγματικού μας Χάρτη απαιτεί προηγουμένη κυβερνητική ή βουλευτική πρωτοβουλία και απόφαση του Κοινοβουλίου, για να έχει ο Ανώτατος Άρχων της χώρας την δυνατότητα να προκηρύξει δημοψήφισμα..

Αλλά η Εκκλησία μας, δια του προκαθήμενου της Αρχιεπισκόπου κ. Χιστόδουλου, δεν ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραβιάσει το Σύνταγμα. Η Εκκλησία, φορέας της ελευθέρως διατυπωθείσης βουλήσεως τριών εκατομμυρίων και πλέον Ελλήνων πολιτών, που ασφαλώς δεν φιλοδόξησαν να ανατρέψουν την συνταγματική τάξη της Πολιτείας, δεν θέλησε να σύρει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην άποψή της. Άλλοι επιχείρησαν να το πράξουν υπαγορεύοντες, δια των στηλών τους, «Το χρέος ενός Προέδρου» (Ελευθεροτυπία 29.8.2001). Ούτε επεδίωξε να βάλει «μπουρλότο» στο Πολίτευμα, όπως, αναιδέστατα, υποστηρίζουν οι ποικιλώνυμοι εχθροί της.  Η Εκκλησία, απλά και μόνο, ζήτησε από τον κ. Στεφανόπουλο να αναδεχθεί το ηθικό και πολιτικό βάρος μιας, ως προς το μέγεθός της, πρωτοφανούς, για την ιστορία της χώρας μας, συλλογικής επιθυμίας και να το αξιολογήσει πολιτικά στο βαθμό που το κύρος του αξιώματός του, αλλά και η προσωπική του αξιοπιστία επιβάλλουν. Η Εκκλησία ζήτησε από την πολιτειακή ηγεσία της χώρας να διαγνώσει την ουσία του διαβήματός της και, χωρίς να παραβλέψει τον τύπο, να αναδείξει το εύρος των επιλογών που, ως εκ της θέσεώς του, ο Ανώτατος Άρχων της χώρας διαθέτει, ανεξάρτητα από τις ρητώς προβλεπόμενες, από το Σύνταγμα, αρμοδιότητές του. 

Ο κ. Στεφανόπουλος έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι στερείται αποφασιστικών αρμοδιοτήτων. Ορθότατα. Ουδείς, όμως, πολίτης αυτής της χώρας έχει, ποτέ, διανοηθεί ότι στερείται και φωνής. Όλοι οι Έλληνες τον καμαρώσαμε, με υπερηφάνεια, όταν, υπερασπιζόμενος τα εθνικά μας δίκαια, σφυροκόπησε τον αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, με την μνημειώδη, από πλευράς ουσιαστικού περιεχομένου, ομιλία του. Όλοι οι εργαζόμενοι δέχθηκαν, με αίσθημα ανακουφίσεως, τις υποδείξεις του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, σε σχετική ομιλία του, για την κατοχύρωση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, όταν φάνηκε να απειλούνται από τα κυβερνητικά σχέδια. Και όλοι μας προσυπογράψαμε την υποδειγματική κριτική του κ. Στεφανόπουλου για τους κινδύνους που εμπεριέχει η παγκοσμιοποίηση για την ανθρωπότητα, αν παραμείνει εγκλωβισμένη στην επιδίωξη οικονομικών και μόνο στόχων.

Ο κ. Στεφανόπουλος, σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπερέβη τις  καθορισμένες από το Σύνταγμα αρμοδιότητές του. Αξιοποίησε, απλά και μόνο, την πολιτική οντότητα, που, εκ των πραγμάτων, του προσδίδει ο πολιτειακός του ρόλος και το αυξημένο κύρος, που η αγάπη και η εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού επιδαψιλεύει στο πρόσωπό του. Μας δίδαξε ο κ. Στεφανόπουλος την καθ’ όλα άμεμπτη ευχέρεια υπερβάσεως μιας άβουλης περιχαρακώσεως στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο «ανεύθυνο» του αξιώματός του και την υποδειγματική αξιοποίηση της θεσμικής του παρουσίας, χάριν της προστασίας των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων. Με την στάση του αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέστησε σαφές και αδιαμφισβήτητο, προς πάσα κατεύθυνση το, εν τούτοις, αυτονόητο: ότι, δηλαδή, ο Ανώτατος Άρχων  δικαιούται, αλλά και υποχρεούται, να προσδίδει  ουσία και ψυχή στο αξίωμά του.

Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, στο θέμα της εκκλησιαστικής πρωτοβουλίας για τις ταυτότητες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας απογοήτευσε. Από τον έντιμο Κωστή Στεφανόπουλο περιμέναμε την δίκαιη αξιολόγηση της πολιτικής σημασίας, που εκπέμπουν τα τρία εκατομμύρια και πλέον των συλλεγεισών υπογραφών. Από τον υπεύθυνο Κωστή Στεφανόπουλο περιμέναμε την ανάδειξη της ουσιαστικής διαστάσεως του προβλήματος, που προκάλεσε η, παιδιάστικου χαρακτήρα, πεισματική άρνηση του πρωθυπουργού να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο και να δεχθεί τον διάλογο με την Εκκλησία. Από τον οξυδερκή Κωστή Στεφανόπουλο περιμέναμε να αποκρούσει την επιδιωκόμενη χειραγώγηση του ανωτάτου Άρχοντα από τα κελεύσματα μιας μόνιμα ζαλισμένης, από την κατάρρευση των κομμουνιστικών μύθων, αριστεράς, που περιφέρει την ακατάπαυστη απόγνωση και την αγιάτρευτη ανία της μεταξύ Κολωνακίου, Μυκόνου και τηλεοπτικών παραθύρων. Περιμέναμε να ακούσουμε, όπως, χρόνια τώρα, μας έχει συνηθίσει, την θαρραλέα φωνή του. Και πληγωθήκαμε βάναυσα από τον πάταγο της σιωπής του.

Οι σταλινοτραφείς ψευτοδιανοούμενοι και οι μαρξιστοθρεμμένοι κονδυλοφόροι, που εδώ και ένα χρόνο, περίπου, επιχειρούν να μας πείσουν ότι μεριμνούν «για το καλό της Εκκλησίας», την οποία στην πραγματικότητα βαθύτατα μισούν, πανηγύρισαν δεόντως την «νίκη» τους. Οι βυθισμένοι στο πένθος, εξ αιτίας του θανάτου των ιδεολογημάτων τους, «προοδευτικοί» βρήκαν νόημα στη ζωή τους, λοιδορούντες και χλευάζοντες τον Αρχιεπίσκοπο, όπως έπραξε, κατά τρόπο αποκαλυπτικό του ήθους του, κάποιος Σιφουνάκης.  Λιποθύμησαν από ενθουσιασμό γιατί «ο Πρόεδρος έβαλε στη θέση του τον Χριστόδουλο», όπως έγραψε η «Ελευθεροτυπία» (30.8.2001). Ζητωκραύγασαν με πηχιαίους τίτλους για το «κατάμουτρα όχι Στεφανόπουλου σε Χριστόδουλο», όπως υπογράμμισαν τα «Νέα» (30.8.2001). Όλοι αυτοί, που, πρόσφατα, πλημμύρισαν από ιερή συγκίνηση, επειδή 100.000 άνθρωποι συγκρότησαν, κατά τα λεγόμενά τους, «ένα νέο παγκόσμιο κίνημα»  στην Γένοβα, πανηγύρισαν γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε να αξιολογήσει, στον επιβαλλόμενο βαθμό, την πολιτική σημασία του διαβήματος τριών εκατομμυρίων και πλέον Ελλήνων. Έτσι απλά και, προ παντός, «δημοκρατικά»!….. Όπως «δημοκρατικά», καλούσε τα ΜΜΕ «να τεθεί εκτός ειδήσεων ο Χριστόδουλος», γνωστός στιχουργός που αρθρογραφεί επί παντός επιστητού……

Να υποθέσουμε ότι ο κ. Κωστής Στεφανόπουλος μένει ικανοποιημένος από αυτή την «ψυχροπολεμική» εκμετάλλευση που ο «προοδευτικός» τύπος επεφύλαξε στην στάση του ; Η προσωπική του πολιτική διαδρομή δεν συμβαδίζει με αυτού του είδους τον απίστευτο πολιτικό κυνισμό. Να αποδεχθούμε την ακραία και ηθικώς απαράδεκτη εκτίμηση ότι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «εξόφλησε», με αυτό τον τρόπο, την, δήθεν, υποχρέωσή του προς τον ΠαΣοΚ, που, άλλωστε, δεν έφθανε από μόνο του για να αναδείξει τον Ανώτατο Άρχοντα; Μόνον στυγνή πολιτική ιδιοτέλεια θα υπαγόρευε αυτού του είδους τον επαίσχυντο «συμψηφισμό». Να αναλογισθούμε ότι ο Ανώτατος Άρχων της χώρας φοβήθηκε «να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά»; Θα  αδικούσε κατάφορα τον εαυτόν του, θα υπονόμευε το κύρος του αξιώματός του και θα πρόδιδε την  πανθομολογούμενη εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού προς το πρόσωπό του μια τέτοια  περιδεής αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Από την σχετική ανακοίνωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας αδυνατούμε να αντλήσουμε τους λόγους που ώθησαν τον κ. Κωστή Στεφανόπουλο στην στάση του έναντι της πρωτοβουλίας της Εκκλησίας. Το μόνο που η ανάγνωσή της αναδεικνύει είναι, δυστυχώς, η φραστική ταύτισή της με την ουσία των κατά καιρούς σχετικών  κομματικών ανακοινώσεων του κυβερνητικού στρατοπέδου. Σύμπτωση που, μοιραία, οδηγεί σε επικίνδυνα συμπεράσματα, για την αποτροπή των οποίων θα έπρεπε να ληφθεί στοιχειώδης μέριμνα, ιδίως όταν είναι πασίγνωστος ο άψογος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ακόμη όμως και έτσι, η οποιαδήποτε υπόθεση περί τις μύχιες σκέψεις του κ. Κωστή Στεφανόπουλου είναι παρακινδυνευμένη. Αλλά, επί της ουσίας, δεν ενδιαφέρουν τα κίνητρα και οι επί μέρους εκτιμήσεις του, όσο αυτό τούτο το αποτέλεσμα  της προεδρικής απαντήσεως στο διάβημα της Εκκλησίας.

Ο κ. Κωστής Στεφανόπουλος ασφαλώς δεν αγνοεί ότι, κατά το Σύνταγμά μας, «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας…» (άρθρο 5 παρ. 1). Ότι, ακόμη, «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές……» (άρθρο 10 παρ. 1). Και, τέλος, ότι, «Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη» (άρθρο 25 παρ. 2). Στην προκειμένη περίπτωση, για πρώτη φορά στα χρονικά του Ελληνικού Κράτους, ένας τόσο μεγάλος αριθμός πολιτών, χωρίς να παραβιάσει τους νόμους, διατύπωσε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα να πράξει, την άποψή του και είχε την νόμιμη αξίωση, απευθυνόμενος στον πολιτειακό του ηγέτη, να εκληφθεί το διάβημά του ως εκδήλωση της συμμετοχής του στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας και να προστατευθεί δεόντως από την Πολιτεία.  Η περιφρόνηση της απόψεώς του και η καταφυγή σε τυποκρατικές δοξασίες, σαφέστατα προσκρούει στο πνεύμα του Συντάγματος, που, ρητώς άλλωστε, υπαγορεύει (άρθρο 2 παρ. 1) τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε ανθρώπου, αφού, βέβαια, άνθρωποι, δικαιούμενοι της κατά το Σύνταγμα προστασίας, δεν είναι μόνο οι πάσης φύσεως «προοδευτικοί», που, με πλήθος απίστευτων αθλιοτήτων, μάχονται την Εκκλησία, αλλά και τα τρία και κάτι εκατομμύρια των Ελλήνων πολιτών, που, μέσω της Εκκλησίας, απευθύνθηκαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και περίμεναν κάτι περισσότερο από την παγερή άρνηση που εισέπραξαν. Όχι διότι θέλησαν να επιβάλουν, αυθαίρετα και δυναμικά, την άποψή τους, αλλά  επειδή, με περισσή ευπρέπεια και απόλυτο σεβασμό προς την συνταγματική τάξη της χώρας, έκριναν ότι, για ένα ζήτημα, που  απασχολεί ένα τόσο σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της, η προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, αποτελεί υψίστη έκφραση δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας. Επιδίωξη δημοκρατικά άψογη, που, εν τούτοις, κατά τρόπο ανεξήγητο, δεν εξέλαβε στις προφανείς της διαστάσεις ο Ανώτατος Άρχων της χώρας. Πολλώ δε μάλλον όταν το κυβερνών κόμμα εξαπάτησε τον λαό, όπως σαφώς υπαινίχθηκε σημαίνον στέλεχός του και απέκρυψε, προεκλογικά, την σχετική πρόθεσή του, την οποία  και έσπευσε να υλοποιήσει αμέσως μετά τις εκλογές, λες και είχε λύσει όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας…… Πρακτική, που προδήλως διέλαθε της προσοχής του Πρόεδρου της Δημοκρατίας και αντιτίθεται σαφώς στον συνταγματικώς επιβαλλόμενο σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, την οποία, εν τούτοις, αναιδέστατα επικαλούνται οι διαπρύσιοι απολογητές της κυβερνητικής αυθαιρεσίας…..

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με την μέχρι τώρα στάση του, είχε, δικαίως, διαμορφώσει υψηλές προσδοκίες στην συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού. Χωρίς υπερβολή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, δεν υπήρχε Έλληνας που να μην «πίνει νερό στο όνομά του», ακριβώς διότι ο τρόπος ασκήσεως των καθηκόντων του ικανοποιούσε απόλυτα  το κοινό αίσθημα. Η έκπληξη που προκάλεσε, σε σημαντικότατη μερίδα της κοινής γνώμης η θέση που έλαβε στο θέμα των ταυτοτήτων, κάθε άλλο παρά ενισχύει αυτό το αίσθημα. Όχι διότι αναιρεί την μέχρι σήμερα πορεία του, αλλά απλώς διότι δεν την επιβεβαιώνει. Για κάποιον άλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτή η λεπτή ειδοποιός διαφορά, ίσως να μην είχε ιδιαίτερη αξία. Για τον Κωστή Στεφανόπουλο, παρά τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα της "προοδευτικής ιντελιγκέντσιας", αποτελεί ατόπημα.  

Διονύσιος Κ.Καραχάλιος

Δικηγόρος

Αντιπρόεδρος του "Δικτύου 21"

              


www.antibaro.gr