Κατηγορίες

Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές

Αρχική σελίδα
Εξωτ. πολιτική/ Διπλωματία
Εθνικά θέματα
Κοινωνία
Πολιτισμός
Θρησκεία
Διεθνή
Βιβλιογραφία/ Συνδέσεις
Εκδηλώσεις
Οπτικοακουστικό
υλικό
Δελτία
Ενημέρωσης
Ιστολόγιο
Αντίβαρου
ʼγρα γραπτών
Πρόσφατα κείμενα
Με χρονολογική σειρά.
Δελτίο ενημέρωσης!
Εγγραφή Διαγραφή
Συγγραφείς

Αθανάσιος Γιουσμάς
ʼθως Γ. Τσούτσος
ʼκης Καλαιτζίδης
Αλέξανδρος Γερμανός
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Αλέξανδρος Κούτσης
Αμαλία Ηλιάδη
Ανδρέας Σταλίδης
Ανδρέας Φαρμάκης
Ανδρέας Φιλίππου
Αντώνης Κ. Ανδρουλιδάκης
Αντώνης Λαμπίδης
Αντώνης Παυλίδης
Απόστολος Αλεξάνδρου
Απόστολος Αναγνώστου
Αριστείδης Καρατζάς
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης
Βάιος Φασούλας
Βαν Κουφαδάκης
Βασίλης Γκατζούλης
Βασίλης Ζούκος
Βασίλης Κυρατζόπουλος
Βασίλης Πάνος
Βασίλης Στοιλόπουλος
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)
Βασίλης Φτωχόπουλος
Βένιος Αγελόπουλος
Βίας Λειβαδάς
Βλάσης Αγτζίδης
Γεράσιμος Παναγιωτάτος-Τζάκης
Γιάννης Διακογιάννης
Γιάννης Θεοφύλακτος
Γιάννης Παπαθανασόπουλος
Γιάννης Τζιουράς
Γιώργος Αλεξάνδρου
Γιώργος Βλαχόπουλος
Γιώργος Βοσκόπουλος
Γιώργος Βότσης
Γιώργος Κακαρελίδης
Γιώργος Καστρινάκης
Γιώργος Κεκαυμένος
Γιώργος Κεντάς
Γιώργος Κολοκοτρώνης
Γιώργος Κουτσογιάννης
Γιώργος Νεκτάριος Λόης
Γιώργος Μαρκάκης
Γιώργος Μάτσος
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Γιώργος Σκουταρίδης
Γιώργος Τασιόπουλος
Γλαύκος Χρίστης
Δημήτρης Αλευρομάγειρος
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Δημήτριος Δήμου
Δημήτρης Μηλιάδης
Δημήτριος Γερούκαλης
Δημήτριος Α. Μάος
Δημήτριος Νατσιός
Διαμαντής Μπασάντης
Διονύσης Κονταρίνης
Διονύσιος Καραχάλιος
Ειρήνη Στασινοπούλου
Ελένη Lang - Γρυπάρη
Ελευθερία Μαντζούκου
Ελευθέριος Λάριος
Ελλη Γρατσία Ιερομνήμων
Ηλίας Ηλιόπουλος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Θεόδωρος Ορέστης Γ. Σκαπινάκης
Θεοφάνης Μαλκίδης
Θύμιος Παπανικολάου
Θωμάς Δρίτσας
Ιωάννης Μιχαλόπουλος
Ιωάννης Χαραλαμπίδης
Ιωάννης Γερμανός
Κρίτων Σαλπιγκτής
Κυριάκος Κατσιμάνης
Κυριάκος Σ. Κολοβός
Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Σταμπουλής
Κωνσταντίνος Ναλμπάντης
Κωνσταντίνος Ρωμανός
Κωνσταντίνος Χολέβας
Λαμπρινή Θωμά
Μαίρη Σακελλαροπούλου
Μανώλης Βασιλάκης
Μανώλης Εγγλέζος - Δεληγιαννάκης
Μάρκος Παπαευαγγέλου
Μάρω Σιδέρη
Μιλτιάδης Σ.
Μιχάλης Χαραλαμπίδης
Μιχάλης Κ. Γκιόκας
Νέστωρ Παταλιάκας
Νικόλαος Μάρτης
Νίκος Ζυγογιάννης
Νίκος Καλογερόπουλος Kaloy
Νίκος Λυγερός
Νίκος Παπανικολάου
Νίκος Σαραντάκης
Νίνα Γκατζούλη
Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας
Παναγιώτης Ανανιάδης
Παναγιώτης Ήφαιστος
Παναγιώτης Α. Καράμπελας
Παναγιώτης Καρτσωνάκης
Παναγιώτης Φαραντάκης
Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
Πανίκος Ελευθερίου
Πάνος Ιωαννίδης
Πασχάλης Χριστοδούλου
Παύλος Βαταβάλης
Σοφία Οικονομίδου
Σπυριδούλα Γρ. Γκουβέρη
Σταύρος Σταυρίδης
Σταύρος Καρκαλέτσης
Στέλιος Θεοδούλου
Στέλιος Μυστακίδης
Στέλιος Πέτρου
Στέφανος Γοντικάκης
Σωτήριος Γεωργιάδης
Τάσος Κάρτας
Φαήλος Κρανιδιώτης
Φειδίας Μπουρλάς
Χρήστος Ανδρέου
Χρήστος Δημητριάδης
Χρήστος Κηπουρός
Χρήστος Κορκόβελος
Χρήστος Μυστιλιάδης
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χριστιάνα Λούπα
Χρίστος Δαγρές
Χρίστος Δ. Κατσέτος
Χρύσανθος Λαζαρίδης
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
Gene Rossides
Marcus A. Templar

Επικοινωνία
Οι απόψεις σας είναι ευπρόσδεκτες!
 


 

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας  Απ ΄ το Α.Π.Θ.)

E-mail: ailiadi@sch.gr

  

«Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές»

 

Αντίβαρο, Ιούνιος 2007
αναδημοσίευση του βιβλίου μετά από άδεια της συγγραφέως

 

 

 Copyright: Aμαλία Κ. Ηλιάδη

                   Τρίκαλα 2005

 

Διορθώσεις-δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη

  Τα συγγραφικά δικαιώματα του βιβλίου ανήκουν στην κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη(συγγραφέα). Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική,

περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης

με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο,

χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση

της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).

Copyright: Αμαλία Κ. Ηλιάδη-2005.

 

 

 

Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην αδερφή μου Βάσω Κ. Ηλιάδη

 

Περιεχόμενα:

Α) Τα αγιολογικά έργα της Βυζαντινής Περιόδου: Διηγήσεις και Βίοι Αγίων

γυναικών.

- Αγριππίνα. ʼθληση της Αγίας μάρτυρος Αγριππίνας.

- Ανώνυμη Α΄

- Ανώνυμη Β΄

- Ανώνυμη Γ΄

- Ανώνυμη Δ΄

- Ανώνυμη Ε΄

- Ιουλίττα. Μαρτύριο της Αγίας μάρτυρος Ιουλίττας.

- Καλή, Επίχαρις και Θεοδότη Παλαμά. (Φιλόθεου Κόκκινου Πατριάρχη Κων/πολης.

Λόγος για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά Αρχιεπίσκοπο Θεσ/νίκης).

- Φεβρωνία. Βίος και μαρτύριο της Αγίας οσιομάρτυρος Φεβρωνίας.

- Ματρώνα Περγηνή. Συμεών του μεταφραστή. Η ζωή, η δράση και η άσκηση της οσίας

Ματρώνας.

- Ματρώνα η Χιοπολίτισσα. Νείλου Μητροπολίτη Ρόδου. Εγκώμιο στην οσία και

θαυματουργή Ματρώνα τη Χιοπολίτισσα (αποσπάσματα).

- Μελάνη. Ο βίος της οσίας Μελάνης.

- Μόνικα. Αυρηλίου Αυγουστίνου Επισκόπου Ιππώνος εξομολογήσεις (αποσπάσματα).

- Νικαρέτη

- Νίνο Α΄

- Νίνο Β΄. Η διήγηση του Ιακώβου για τον τίμιο Σταυρό.

- Νόννα Α΄. Γρηγορίου Θεολόγου λόγος ΙΗ΄. Επιτάφιος στον πατέρα του παρουσία του

Μ. Βασιλείου (αποσπάσματα).

- Νόννα Β΄. Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Ζ΄. Επιτάφιος στον αδελφό του Καισάριο ενώ

ζούσαν ακόμα οι γονείς του (αποσπάσματα).

- Νόννα Γ΄. Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Β΄. Απολογητικός της φυγής στον Πόντο και

της επιστροφής μετά τη χειροτονία σε πρεσβύτερο, στον οποίο γίνεται λόγος για

την αποστολή της ιεροσύνης (αποσπάσματα).

- Νόννα Δ΄. Γρηγορίου Θεολόγου επιτάφια επιγράμματα στη μητέρα του.

- Ξανθίππη και Πολυξένη

- Ολυμπιάδα Α΄. Συναξάρι  24ης Ιουλίου.

- Ολυμπιάδα Β΄. Διήγηση της οσίας και θεοφιλέστατης ηγουμένης Σεργίας για την

οσία Ολυμπιάδα.

- Πανσέμνη: Η ζωή και η δράση του Θεοφάνη και της Πανσέμνης.

Παράρτημα-Διάγραμμα Διδακτικής παρέμβασης

Ενδεικτική βιβλιογραφία.

 

 

 

 

 

 «Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές»

 

 Α ) Τα αγιολογικά έργα της Βυζαντινής περιόδου εμπεριέχουν το στοιχείο της

υπερβολής. Ιδιαίτερα στις διηγήσεις θαυμάτων αρκετοί βίοι αγίων γυναικών, όπως

π.χ. της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου και της αγίας Μάρθας, μητέρας του αγίου

Συμεών του Στυλίτη του νεότερου, παρουσιάζουν στοιχεία έντονα εξωλογικά, τα

οποία, σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων μελετητών, αποτελούν χριστιανικές απηχήσεις  από ανάλογες εξιστορήσεις ελληνιστικών παραδόσεων. Ωστόσο και παρά το γεγονός  αυτό, οι διηγήσεις και οι βίοι των αγίων γυναικών της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου  είναι πολύτιμες ιστορικές πηγές για το μελετητή, λόγω των παντοειδών πληροφοριών  που περιέχουν για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική πραγματικότητα και  καθημερινότητα της πολύπλοκης αυτής εποχής.

Οι συγγραφείς των αγιολογικών έργων, προκειμένου να περιβάλλουν με ιδιαίτερη

αίγλη την εγκωμιαζόμενη αγία και να συγκινήσουν με την υπερβολή το αναγνωστικό

τους κοινό και ιδίως το βυζαντινό πιστό, που επιζητούσε και ήθελε να εντοπίζει

την παρουσία του υπερφυσικού σ΄ όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, επεδίωκαν με

επινοήσεις, βασισμένες, τις περισσότερες φορές σε αρχαίες παραδόσεις, να τέρψουν

και να εξάψουν το θρησκευτικό συναίσθημα του αναγνώστη ή ακροατή τους.

Η επιστημονική αγιολογία που καλλιεργήθηκε στη Δυτική Ευρώπη προσπάθησε να

κατοχυρώσει την τιμή που αποδίδεται στους αγίους σε επιστημονικώς αποδεκτές

ιστορικές βάσεις. Κατά τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η προσπάθεια των νεότερων

ιστορικών ν΄ απομονώσουν τις ιστορικές πληροφορίες των αγιολογικών  έργων από τη  «λαϊκή φαντασία», στην οποία αποδίδονται και τα θαύματα, είχε ως αποτέλεσμα την  προώθηση της έρευνας της βυζαντινής καθημερινότητας και του βυζαντινού υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Αν και τα θαύματα ποτέ δε θεωρήθηκαν ως απαραίτητα,  επίσημα  κριτήρια για την αναγνώριση των αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία (πολλοί  άγιοι και μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας  δε θαυματούργησαν στη διάρκεια της ζωής  τους ή μετά το θάνατό τους), ωστόσο, και κυρίως απ΄ τον 14ο αιώνα, η εκκλησιαστική αρχή, αποδεχόμενη την στην πράξη ισχύουσα λαϊκή αντίληψη,  προκειμένου ν΄ ανακηρύξει κάποιον άγιο ζητούσε μαρτυρίες για θαύματα που είχαν  γίνει με την επίκληση των πρεσβειών του απ΄ τους πιστούς. Οι συλλογές με βεβαιωμένες μαρτυρίες για θαύματα οφείλονταν κυρίως στο ότι οι ανακηρύξεις

αγίων, εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας, μπορούσαν να αμφισβητηθούν ακόμη και

από εκκλησιαστικούς κύκλους, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιπτώσεις που ο υποψήφιος

άγιος είχε εμπλακεί σε εκκλησιαστικές και πολιτικές διαμάχες(π.χ. η περίπτωση

του Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης). Τα θαύματα, σε τέτοιες

περιπτώσεις, ήταν η πιο «αποστομωτική» απάντηση.

Μια αξιόλογη διαφοροποίηση που πρέπει να τονιστεί, σε σχέση με την

κατηγοριοποίηση των αγίων σε μάρτυρες και οσίους, είναι το γεγονός πως τα

θαύματα, ενώ ήταν απαραίτητα για την αναγνώριση της αγιότητας των Οσίων της

Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου, δεν υπήρξαν ποτέ απαραίτητη προϋπόθεση αγιοποίησης για τους Μάρτυρες της Πρωτοχριστιανικής περιόδου. Το στοιχείο αυτό, σημειολογικά, φανερώνει το μετασχηματισμό και την «εξέλιξη» της βυζαντινής  Εκκλησίας στο πέρασμα του χρόνου: από Εκκλησία, νεοσύστατη και ζέουσα, μεταμορφώνεται σε Εκκλησία καθεστηκυία και συντηρητική. Είναι γνωστό πως στην περίοδο των διωγμών πολλοί χριστιανοί υπέμειναν το «μαρτύριο του αίματος» και θανατώθηκαν. Αργότερα, στα ειρηνικά χρόνια, οι πιστοί αντιμετωπίζουν το επίσης επώδυνο «μαρτύριο της συνειδήσεως», δηλαδή τον συνεχή αγώνα να πετύχουν την εν Χριστώ τελείωση παλεύοντας με τα καθημερινά προβλήματα και τις δυσκολίες της ζωής. Η Επίσημη Εκκλησία εξομοίωσε τα δυο αυτά μαρτύρια και τίμησε εξ΄ ίσου τους μάρτυρες με τους οσίους.

      Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στο Βυζάντιο, αυτή εντοπίζεται σ΄ όλες

τις περιόδους της Βυζαντινής Ιστορίας και εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη σε εποχές

κρίσης όπως οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες και η Εικονομαχία. Στο συγκεκριμένο

άρθρο θα εξεταστούν, από ιστορική άποψη και στο βαθμό που περιέχουν

ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή στο Βυζαντινό κράτος, οι

ακόλουθοι βίοι αγίων γυναικών:

 

Ματρώνας Περγηνής

Ματρώνας Χιοπολίτισσας

Μελάνης

Νικαρέτης

Νίνο

Νόννας

Πανσέμνης

Αγριππίνας

Ξανθίππης και Πολυξένης

Ολυμπιάδας

Ιουλίττας

Καλής, Επίχαρις και Θεοδότης Παλαμά

Φεβρωνίας

Πέντε ανωνύμων

Οσίας  Μακρίνας

 

 

 Αγριππίνα

Η Αγριππίνα, η οποία, σύμφωνα με τον βιογράφο της, καταγόταν από περιφανείς και

ισχυρούς γονείς κι είχε προοδεύσει στην πίστη στον Χριστό τόσο ώστε πόθησε την

παρθενία,  μας «οδηγεί» στον ουρανό και μας ενώνει εκεί με τους χορούς των

αγγέλων, μέσω της αρετής της Αγνότητας. Γι΄ αυτό λοιπόν πολλές κοπέλες

καταφρονώντας τους συγγενείς τους έτρεχαν προς αυτήν και τις άρεσε για την αγάπη

του Χριστού να βρίσκονται κοντά της και να ζουν μαζί της. Όμως κι άλλες γυναίκες

που κατέχονταν απ΄ τον ίδιο ζήλο, προτιμούσαν τον δικό της τρόπο ζωής και

κανέναν άλλον, και γι΄ αυτό την ακολουθούσαν.

Με την ελεημοσύνη και την προστασία των άλλων,( ήταν δηλαδή πηγή τροφής για τους  φτωχούς και καρπερό χωράφι και δωρεάν ιατρείο για τους αρρώστους), κέρδισε τη  γενική εκτίμηση της χριστιανικής κοινότητας.  Συκοφαντείται λοιπόν από τους

ειδωλολάτρες ότι αποσπά τα νέα κορίτσια από τους θεούς και τα οδηγεί στον

Χριστό, ότι καταφρονεί και δεν υπολογίζει τους νόμους του βασιλιά, ότι δεν

σέβεται τους άρχοντες και ότι διακηρύττει δημόσια πως ο Χριστός είναι Θεός και

δημιουργός ολόκληρου του σύμπαντος. Την καταδίδουν στον άρχοντα και την οδηγούν σ΄αυτόν, ενώ την συνόδευαν η Βάσσα, η Παύλα και η άριστη Αγαθονίκη. Ο διάλογος που διαμείφθηκε ανάμεσα στην Αγριππίνα και τον άρχοντα έχει ως εξής:

«-Όπως έχει  καταγγελθεί, ξεγελάς τα νέα κορίτσια, τα μαζεύεις γύρω σου, τα αναγκάζεις να μένουν αγνά, περιφρονώντας έτσι τον γάμο, ο οποίος είναι δημιουργός ζωής.

-Αψηφώ και σένα και τους θεούς σου και καταφρονώ τον βασιλιά, γιατί οι πρώτοι

είναι δαίμονες απατεώνες και ο τελευταίος παράνομος, αφού τίποτε σωστό δεν

πρεσβεύει. Τις νέες κοπέλες δεν τις εξαπατώ, τις οδηγώ στον Θεό, όπου ανήκουν

και ο οποίος είναι ο πλάστης μας. Διακηρύττω την παρθενία, η οποία μας

απομακρύνει από τον κόσμο και μας οδηγεί με την αγνεία στον Θεό, που γεννήθηκε

από την Παρθένο, για να σώσει εμάς τους δούλους του. Αυτές είναι, δικαστή, οι

απόψεις μου και νομίζω πως είναι σωστές και αληθινές και  δεν μπορείς να

ισχυρισθείς ότι είναι ψεύτικες.»

Αυτές που την ακολουθούσαν στον δρόμο του μαρτυρίου της, δηλαδή η Βάσσα, η Παύλα  κι αυτή που έχει το ίδιο όνομα με την αγαθή νίκη, η Αγαθονίκη, θέλησαν όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις να κηδεύσουν το σώμα της, ενώ ο Θεός ενίσχυε ολοφάνερα  τη γυναικεία αδυναμία τους. Τότε ακριβώς η Βάσσα προφήτευσε για τα θαύματα που επρόκειτο να κάνει αυτή και ότι η πορεία τους θα είναι ασφαλής και ότι και οι ίδιες με όμοιο τρόπο θα ακολουθήσουν τον δρόμο του μαρτυρίου. Μετά από  ταξίδι  ημερών έφτασαν στην ακτή και επιβιβάσθηκαν σ΄ ένα πλοίο αμέσως, το οποίο «σαν  από θέλημα Θεού» ήταν έτοιμο, κατευθύνθηκαν στη Σικελία και εκεί στο πρώτο ακρωτήριο απέθεσαν το πολύαθλο εκείνο σώμα και ανήγειραν ναό, αφού μερικοί  φιλόθεοι τις συνέδραμαν σ΄ αυτό το έργο. Τότε λοιπόν γίνεται ένα θαύμα παρόμοιο  με κείνο που έκανε ο Χριστός, αφού και εκείνη ήταν μάρτυράς του και εκείνος ήταν Θεός της: Γυναίκα που αιμορραγούσε θεραπεύτηκε. Επίσης, λεπροί που πλησίασαν τον τάφο της καθαρίσθηκαν, δαιμονισμένοι θεραπεύτηκαν, αλλά και κάθε άλλη αρρώστια,  όποιου έτρεχε με πίστη προς αυτήν, θεραπευόταν.

Όταν κάποτε πολιόρκησαν το Καστέλλιο της πολίχνης οι «καταραμένοι» Αγαρηνοί

«κίνησε» εναντίον τους η μάρτυρας σαν ένα χρυσό περιστέρι και τους κατοίκους

τους ασφάλισε με το όπλο του σταυρού και τους εχθρούς εξαφάνισε, ενώ τους

πιστούς τους γλίτωσε από τον αφανισμό. Ο επίσκοπος της πολίχνης βλέποντας

συνεχώς τέτοια θαύματα, δόξαζε τον Θεό και τη μάρτυρα.

Η Αγαθονίκη, που ήταν παρά πολύ ωραία γυναίκα, μαρτύρησε κι αυτή για την πίστη

του Χριστού. Κι ο συγγραφέας της διήγησης συνεχίζει με επίκληση στη μάρτυρα:

«Τώρα που βρίσκεσαι δίπλα στον θρόνο του παμβασιλέα Χριστού, δώρισε στον

ορθόδοξο βασιλιά μας, που τιμά τους μάρτυρες, με τις προσευχές σου στον Χριστό,

νίκες μεγάλες εναντίον των Αγαρηνών κι όλων των εχθρών, ακατάβλητη δύναμη και

ισχύ ανίκητη, να κυριεύει τις χώρες και τις πόλεις τους, να εξολοθρεύει όλον τον

στρατό τους, να φωτίζεται από τον νοητό ήλιο, που είναι ο Χριστός, να

απολαμβάνει θεϊκά αθέριστα λιβάδια, να μετέχει σ΄όλα τα καλά και να αξιωθεί τη

βασιλεία του Θεού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη».

 

Ανώνυμη A΄

Οι υπερβολές της εικονομαχικής περιόδου είναι εμφανείς στην ακόλουθη διήγηση για

το βίο και την πολιτεία ανώνυμης αγίας, η οποία διάλεξε να φυλακιστεί

υπομένοντας τις κακουχίες της ειρκτής για χάρη της εικόνας του Χριστού. Εκεί

βρήκε  εκλεκτούς φυλακισμένους μοναχούς, τριακόσιους σαράντα δύο, από διάφορες

περιοχές, άλλους με κομμένες μύτες, άλλους με βγαλμένα μάτια, άλλους με κομμένα

χέρια, επειδή δεν υπέγραφαν εναντίον των αγίων εικόνων, κι άλλους με κομμένα

αυτιά. ʼλλοι έδειχναν τα ίχνη αφάνταστων ξυλοδαρμών, άλλοι έδειχναν τους εαυτούς

τους που δεν είχαν καθόλου τρίχες, επειδή τους ξύρισαν οι ασεβείς εικονοκλάστες,

ενώ οι πιο πολλοί είχαν τις τίμιες γενειάδες τους καμένες και γεμάτες πίσσα. 

Όλοι αυτοί οι Πατέρες  δέχτηκαν τον Στέφανο το Νέο, γνωστό άγιο και ομολογητή

της εικονομαχικής περιόδου, σαν αρχιποιμένα και σωτήριο καθηγητή, καθώς αυτός

τους δίδασκε κι αυτοί του ανέφεραν τους λογισμούς τους. Το διοικητήριο έγινε

λοιπόν όμοιο με μοναστήρι, αφού εκεί τελούνταν κάθε μοναχικός κανόνας.

Οι υπεύθυνοι των φυλακών όταν είδαν πράγματι να διασώζει άθικτο το «κατ΄ εικόνα

Θεού», έναν πραγματικά επίγειο άγγελο, θαμπώθηκαν. Η γυναίκα, πρωταγωνίστρια της διήγησής μας, ακούγοντας απ΄ τον άνδρα της τα λόγια: «Χαθήκαμε, γυναίκα,

εξαιτίας αυτής της μανίας του βασιλιά», με κατάλληλες ερωτήσεις προς τον άνδρα

της, καταφέρνει να μάθει, χωρίς να το καταλάβει αυτός, ολόκληρη τη ζωή του

μακαρίου Στεφάνου και κρυφά από τον σύζυγό της μπαίνει στη φυλακή.  Βέβαια,

κάποτε, η χήρα Σαραφθία πρόσφερε το αλεύρι στον Ηλία, η Σουμανίτης το δωμάτιο

της φιλοξενίας στον Ελισσαίο, η μακαριζόμενη στα Ευαγγέλια χήρα  πρόσφερε από το υστέρημά της δύο οβολούς στο φιλόπτωχο ταμείο, η Σαμαρίτης  πρόσφερε στον ίδιο τον Χριστό από το βαθύ πηγάδι νερό να δροσιστεί. Έτσι κι αυτή, με την  ελπίδα

της πίστης κάνοντας κάτι παρόμοιο, απέφευγε να  γυρίσει στο σπίτι της 

ταπεινωμένη και ντροπιασμένη παραστέκοντας στις κακουχίες του τον Στέφανο. Ο

άγιος της λέει: «Πήγαινε στο καλό, γυναίκα, πήγαινε, γιατί δεν μπορώ να δεχτώ

έστω και το παραμικρό από σένα. Δεν περιφρονώ ούτε το φύλο σου, ούτε την

αναξιότητά σου. Μη γένοιτο. Εγώ είμαι εντελώς ελεεινός και ανάξιος, όμως

κωλύομαι από την εντολή να μην επικοινωνώ με αιρετικούς. Ποτέ ως τώρα δεν

επικοινώνησα με χριστιανομάχους εικονοκλάστες αιρετικούς ούτε ποτέ πήρα κάτι από τα χέρια τους». Κι αυτή, θαρρετά, του απάντησε:

«Δεν  πρόκειται ποτέ, όσιε πάτερ Στέφανε, να καθυβρίσω την εικόνα του Χριστού ή

της μητέρας του ή των αγίων. Γνωρίζω βέβαια τι τιμωρία θα λάβουν όσοι τολμήσουν

να το πράξουν. Ο άγιος μας πατήρ Γερμανός τους εικονομάχους τους κατέταξε στην

κατηγορία εκείνων που έκραζαν. «ʼρον, άρον, σταύρωσον» τον Υιόν του Θεού. Γι΄

αυτό, έντιμε Πάτερ, αυτό μόνο σου ζητώ, μην αποκαλύψεις στον άνδρα μου και τους

συναδέλφους του αυτή μου την πράξη κι εγώ έμπρακτα θα αποδείξω στην οσιότητά σου αυτά που είπα». Τότε ανοίγει το κλειδωμένο μπαούλο της και βγάζει τρεις

κρυμμένες εικόνες, της Παναγίας Θεοτόκου που κρατά στην αγκαλιά της τον Υιό της

και Θεό, και των κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

 

Ανώνυμη Β΄

Όταν όλα τα περίχωρα των Ιεροσολύμων κατακτήθηκαν από τους Πέρσες, συνέβη ένα  παράδοξο γεγονός.  Τότε έσφαζαν αδιάκριτα όσους εύρισκαν εκεί, ενώ οι εχθροί

διάλεγαν όμορφους νέους και αγνές παρθένες για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση.

Λοιπόν μια νέα, που πραγματικά είχε νυμφευθεί τον Χριστό, βλέποντας τη ζημιά που

πάθαιναν οι αφιερωμένες στον Θεό και νιώθοντας ό,τι και ο Δαβίδ που είπε. «Είδα

ανθρώπους να αμαρτάνουν κι έλιωσα», εξουθένωσε τον εαυτό της με την ασιτία. Για

δεκαπέντε μέρες ούτε έφαγε ούτε ήπιε τίποτε παρόλο που την πίεζαν πολλοί να το

κάνει, κλαίγοντας και αναστενάζοντας συνεχώς εξήντλησε ολόκληρη τη δύναμη του

σώματός της. Ήταν βέβαια η πιο όμορφη απ΄ όλες όσες  ήταν μαζί της. Γι΄ αυτό

ακριβώς την είχε κρατήσει κοντά του ένας πολύ επίσημος Πέρσης. «Πολλοί είναι

αυτοί που καλούνται, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί». Γι΄ αυτό λοιπόν εκείνες

έτρωγαν κι έπιναν άφοβα και κατά συνέπεια ανέχονταν τη ντροπή της αμαρτίας τους,

μάλιστα παρακινούσαν και κείνη να κάνει το ίδιο. Αυτή όμως με δάκρυα στα μάτια

τις περιφρονούσε. Αυτά τα μάθαινε ο αφέντης της και μάνιαζε, δεν της έκανε όμως

κακό εξαιτίας της μεγάλης ομορφιάς της. Μερικές κοπέλες που υποκρίνονταν τις

τίμιες τελικά την πρόδωσαν και οδηγήθηκε στο μαρτύριο.

 

Ανώνυμη Γ΄

«Στην Κόρινθο ζούσε μια αριστοκράτισσα, πεντάμορφη κοπέλα, που ασκούνταν στην

παρθενική ζωή. Επαινούσαν ακόμη την ομορφιά της οι καιροσκόποι. Έτυχε να είναι  

και γυναικάς ο δικαστής και ενθουσιασμένος άκουσε την κατηγορία με τα αλογίσια

του αυτιά. Τρελός από τον θυμό του δεν της όρισε ποινή, ούτε τη βασάνισε, αλλά

την ξαπόστειλε σε πορνείο και πρόσταξε τον προαγωγό. «Κράτα την και στέλνε μου

κάθε μέρα τρία νομίσματα, το μερτικό μου απ΄ τη δουλειά της». Τσέπωνε αυτός το

χρυσάφι και την πουλούσε σ΄ όσους τη λαχταρούσαν.

Μόλις κυκλοφόρησε το νέο, οι πορνόβιοι έκαναν ουρά έξω από το σπίτι της

αμαρτίας. Πλήρωναν και ετοιμάζονταν να πλαγιάσουν μαζί της. Εκείνη τους

εκλιπαρούσε, τους θερμοπαρακαλούσε. «έχω έλκος στ΄ απόκρυφά μου, που τελευταία

βρωμοκοπάει και φοβάμαι μήπως με σιχαθείτε. Δώστε μου λίγες μέρες και μετά έχετε

το ελεύθερο να με έχετε, ακόμη και χωρίς λεφτά».

Βλέπει ο Κύριος τη σωφροσύνη της και βάζει στην ψυχή ενός νεαρού αξιωματούχου,

καλού και όμορφου, μεγάλη λαχτάρα να πεθάνει μαρτυρικά. Περασμένα μεσάνυχτα σαν  συνηθισμένος πελάτης, μπαίνει στο πορνείο, δίνει στο αφεντικό πέντε  χρυσά και  του λέει. «Θέλω να περάσω αυτή τη νύχτα μαζί της». Μπαίνει στο ιδιαίτερο δωμάτιό της και της λέει. «Σήκω να γλιτώσεις». Την ξεντύνει και την ντύνει με τα ρούχα του, με το πουκάμισο, τον μανδύα και όλα τελοσπάντων τα  ανδρικά ρούχα, και την προστάζει. «Σκεπάσου με την άκρη του μανδύα και βγες». Έκανε το σημείο του σταυρού, βγήκε άσπιλη κι αμόλυντη και σώθηκε. Το όνομα του νεαρού αξιωματούχου ήταν Μαγιστριανός. Ο νεαρός έγινε μάρτυρας δυο φορές, και για τον εαυτό του και για τη μακάρια».

Η παραπάνω Διήγηση με τη ζωντάνια, την αληθοφάνεια και την παραστατικότητά της, μας εντάσσει στο κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας ιδιαίτερα σκληρής εποχής για το γυναικείο φύλο, καθώς αυτό αντιμετωπίζεται σαν «αγαθό» προς οικονομική

εκμετάλλευση.

 

Ανώνυμη Γ΄

Κάποιος κλέφτης καταγράφοντας τη σκέψη του διηγείται: «Πριν από δύο μέρες άκουσα ότι η κόρη κάποιου άρχοντα αυτής της πόλης, η οποία ζούσε ασκητικά, πέθανε και θάφτηκε με πολλά ρούχα σ΄ ένα μνημείο έξω απ΄ την πόλη. Μόλις το έμαθα, ήμουν βλέπεις συνηθισμένος σε κάτι τέτοια, καταφτάνω νύχτα εκεί κι αρχίζω να την ξεντύνω. Όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, φόβο και δέος, το λείψανό της μου

απηύθυνε τα ακόλουθα λόγια:

-Δεν ντράπηκες ούτε την κοινή μας φύση. Αν και είσαι χριστιανός, έκρινες καλό να

μ΄ αφήσεις να παρουσιαστώ στον Θεό έτσι ολόγυμνη χωρίς να ντραπείς το φύλο μου;

Δεν σε γέννησε γυναίκα; Δεν βρίζεις έτσι και τη μάνα σου μαζί μου; Ποια απολογία

θα δώσεις για μένα, τρισάθλιε, μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού; Όσο ζούσα

ξένος άνθρωπος δεν είδε το πρόσωπό μου και τώρα συ μετά τον θάνατο και την ταφή

μου με ξέντυσες και είδες γυμνό το σώμα μου. Αν θες να ζήσεις και να γλιτώσεις απ΄ αυτόν τον εφιάλτη, δος μου τον λόγο σου,

ότι αν σ΄ αφήσω να φύγεις, όχι μόνο δεν θα κάνεις ξανά κάτι τόσο σάπιο και

βέβηλο, αλλά τώρα δα θα πας, θ΄ απαρνηθείς τον κόσμο και θα γίνεις μοναχός».

Έτσι, γι΄ άλλη μια φορά το ιδανικό του μοναχού-ασκητή δικαιώνεται και προωθείται

στο πλαίσιο της πρώιμης Βυζαντινής κοινωνίας.

 

 

Ανώνυμη Δ΄

Αναφέρεται ως Πόλη του Θεού η Αντιόχεια και ο Αββάς Ιωάννης, ηγούμενος του

μοναστηριού των Γιγάντων.

 

 

Ανώνυμη Ε΄

Σ΄ ένα καπηλειό διαδραματίζεται η ακόλουθη σκηνή: ο μοναχός Σέργιος προστάζει

τον κάπελα να φέρει όλα όσα συνηθίζουν να τρώνε σ΄ αυτό το μέρος. Εκεί συναντά

έναν προαγωγό ο οποίος , έκπληκτος για το ενδιαφέρον που του δείχνει, του λέει:

«άνθρωπε του Θεού, με βρήκες σε καπηλειό παρέα με πόρνες να τρώγω-πίνω και να

καυχιέμαι- εγώ βλέπεις κάνω κουμάντο και χωρίς την άδειά μου κανείς δεν τις

αγγίζει, πρώτα σε μένα το λέει και όποια θέλει του την δίνω- και ακόμα, λες,

θέλεις να μάθεις για τη ζωή μου. Θυμάμαι μια φορά, μπαίνω όπως το συνηθίζω σ΄

ένα καπηλειό και βλέπω μια γυναίκα όμορφη, καθισμένη σε αργαλειό, να δουλεύει με

παραγγελίες. Την λαχτάρησα και λέω στην ταβερνιάρισσα. «από πού ξεφύτρωσε

αυτή;». Αυτή μου απάντησε: -«Αν και τώρα έχει ξεπέσει, πάλι, όπως και να το

κάνουμε, αρχόντισσα είναι». Μ΄ έφαγε η περιέργεια να μάθω πως κατάντησε έτσι και

μου εξήγησε εκείνη. «Ο άντρας της χρωστούσε στον άρχοντα αυτής της πόλης, της

Αλεξάνδρειας δηλαδή, εκατό νομίσματα και επειδή δεν είχε να τα δώσει, τον έπιασε

ο άρχοντας και τον έριξε στη φυλακή και πήρε και τα δυο της παιδιά και τα έκανε

δούλους. Έτσι κι αυτή τριγυρνάει σ΄ αυτά τα χάλια, δουλεύει μέρα νύχτα μήπως και

μπορέσει να τους λευτερώσει». Τότε εγώ σκέφτηκα: «Αν έτσι έχουν τα πράγματα,

γιατί να μην πάω με όποια θέλω απ΄ αυτές που έχω στη δούλεψή μου, να κάνω το

κέφι μου; Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει διαφορά σε τέτοια άνομη και βρώμικη πράξη».

Έτσι την άφησα να φύγει με τα εκατό νομίσματα. Εκείνη πήγε και τα έδωσε στον

άρχοντα και ελευθέρωσε από τα παράνομα χέρια του τον άντρα της και τα παιδιά

της».

Στη συνέχεια της διήγησης ο συγγραφέας παραθέτει ακόμη μια ιστορία καθημερινού

κοινωνικού χαρακτήρα, η οποία προκύπτει μέσα απ΄ τις εμπειρίες του

προαγωγού-πορνοβοσκού: «Ήταν κάποτε ένας άρχοντας, βίαιος, αμαρτωλός και ξένος  με την Εκκλησία του Χριστού. Στην Αλεξάνδρεια μια μέρα έτυχε να περάσει έξω από ένα γυναικείο μοναστήρι, απ΄ αυτά που είναι εδώ, και είδε μερικές όμορφες

μοναχές να κοιτάνε προς τα έξω και φούντωσε η λαχτάρα μέσα του. Έβαλε στρατιώτες  να κυκλώσουν το μοναστήρι και με κάθε ασφάλεια να φυλάγουν τις πόρτες, μήπως ξεφύγει καμιά τους. Μπαίνει μέσα, τις μαζεύει όλες, τις μετράει και τις βρίσκει  εβδομήντα. Μου τις παραδίνει και μου παραγγέλλει. «Δικές σου, κάντες ό,τι

θέλεις. Κάθε μέρα, όσες και να σου ζητάω, να μου στέλνεις ώσπου να συμπληρωθούν

εβδομήντα». Σηκώνομαι και πηγαίνω στις πόρνες της πόλης που είχα στη δούλεψή

μου, τις μοιράζω όλο μου το ταπεινό βιός και τις πείθω να δεχτούν την κουρά και

να φορέσουν μοναχικό σχήμα. Τις μπάζω στο μοναστήρι, τις αφήνω εκεί και παίρνω

τις μοναχές και τις κρύβω αλλού. Κάθε μέρα εφοδίαζα τον τρισάθλιο εκείνον

άρχοντα με τις κουρεμένες πόρνες, ώσπου συμπληρώθηκαν οι εβδομήντα. Μόλις

συμπληρώθηκε ο αριθμός των πορνών, πάραυτα έφυγε από την πόλη ο κακοδαίμονων

άρχοντας. Παίρνω τότε τις παρθένες μοναχές και τις πάω στο μοναστήρι, οφείλοντας

να αφήσω ελεύθερες τις πόρνες. Όμως εκείνες μόλις είδαν τις δούλες και νύφες του

Χριστού και Θεού μας, δεν θέλησαν να βγουν από εκεί δηλώνοντας. «Μια και μας

έκανε άξιες ο Θεός, έστω και στα ψέματα, να φορέσουμε αυτό το άγιο σχήμα, μη

γένοιτο να ξαναγυρίσουμε πια στη βρωμιά εκείνη και την απώλεια της ψυχής μας».

Παρέμειναν λοιπόν εκεί με το άγιο σχήμα ευχαριστώντας με μετάνοια ειλικρινή τον

παντελεήμονα και παντοδύναμο Θεό».

Τελικά, ο μετανοημένος και ευαίσθητος «πορνοβοσκός-προαγωγός», επηρεασμένος απ΄ τις πρωτότυπες εμπειρίες της ζωής του, μεταστρέφεται και αλλάζει τρόπο ζωής:

παρακαλάει το Σέργιο να τον περιμένει μια-δυο μέρες και μοιράζει το βιός του

στους φτωχούς ακολουθώντας τον στην μοναχική ζωή. Τρία χρόνια πέρασαν μαζί και 

«τελειώθηκε» εν Κυρίω στο τέλος του τρίτου έτους.

 

Ιουλίττα

Μαρτύριο της Αγίας Μάρτυρος Ιουλίττας.

Η Ιουλίττα υπήρξε πολύ πλούσια και ξακουστή για την περιουσία της. Όμως, σύμφωνα με τη διήγηση, κάποιος βίαιος άνθρωπος που αγαπούσε τα πλούτη και επιθυμούσε μετά μανίας τα ξένα πράγματα, όταν τη γνώρισε στενοχωριόταν, δυσφορούσε, την φθονούσε και ήταν εντελώς ασυγκράτητος. Εξ αιτίας των αρνητικών αυτών συναισθημάτων, συμπεριφέρεται ασυλλόγιστα, ξεσηκώνεται εναντίον της, αρχίζει να προβάλλει περισσότερες απαιτήσεις και να την πιέζει, ενώ αυτή δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει. Παραδείγματος χάριν της αποσπά περιοχές, κώμες, αφαιρεί με πονηρό τρόπο άλλα κτήματα και εντάσσεται σ΄ αυτό που είπε ο προφήτης: «αλίμονο αν είσαι κοντά σε φαύλο». Επίσης, της κλέβει δούλους και κοπάδια, της παίρνει διάφορα περιουσιακά στοιχεία και την απογυμνώνει απ΄ όλα τα υπάρχοντά της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της γυναικείας της αδυναμίας, καθώς αυτή ήταν εντελώς απροστάτευτη.

Τι έπρεπε να κάνει λοιπόν η εξαιρετική και συνετή αυτή γυναίκα; Αναρωτιέται ο

συγγραφέας του βίου της. Να εγκαταλείψει σε ξένα χέρια σχεδόν όλη την περιουσία

της , να μην πάει στα δικαστήρια, να μην ανακοινώσει την υπόθεσή της, να μην

καταγγείλει τη βία και την επίθεση που δέχτηκε; Ποιος άνθρωπος αν πάθαινε ίδια

πράγματα θα τα ανεχόταν, εκτός αν ήταν πέτρα, ξύλο, κάποια άψυχη ύλη ή ήταν

αναίσθητος; Καταφεύγει λοιπόν η Ιουλίττα σε δίκη με άδικους δικαστές. Ο

πλεονέκτης αντίπαλός της δωροδοκεί συνηγόρους, εξαγοράζει μάρτυρες, επηρεάζει

δικαστές με δώρα και, τέλος, «εισάγει» με τρόπο πονηρό προς βοήθειά του τη

δυναστεία που βασίλευε τότε. Ωστόσο, ο χρόνος που κατείχε η Ιουλίττα τα κτήματά

της ήταν μακρύς και συνεχής, ενώ η δική του κατοχή ήταν μικρή και διακεκομμένη

από τις συνεχείς καταδικαστικές παρεμβάσεις των νόμων. Γι΄ αυτό λοιπόν την

καταγγέλλει πως είναι ξένη προς την πίστη και τη λατρεία των θεών, ότι

περιφρονεί τις βασιλικές αποφάσεις, ότι είναι χριστιανή και ότι γι΄ αυτό δεν

πρέπει να απολαμβάνει γενικά κανένα πλεονέκτημα ούτε να έχει κανένα προνόμιο και πρέπει να δώσει λόγο για την περιφρόνησή της στους θεούς. Μ΄ αυτό το δόλιο τρόπο η αγία Ιουλίττα οδηγείται τελικά στο φρικτό της μαρτύριο.

 

Καλή, Επίχαρις και Θεοδότη Παλαμά.

(Φιλόθεου Κόκκινου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Λόγος για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης)

Οι γονείς του Γρηγορίου του Παλαμά είχαν σαν μέλημά τους, όχι μόνο οι ίδιοι

καθημερινά να μελετούν τις διδαχές των μοναχών, διδασκάλων και πνευματικών

Πατέρων, αλλά και τα παιδιά τους να τα στρέφουν και να τα οδηγούν στο ίδιο

ακριβώς, κι όχι μόνο τα ώριμα που είχαν κάποια ηλικία, αλλά ακόμη και τα ανώριμα

που για πρώτη φορά άρχιζαν να μιλούν τα ίδια και να κατανοούν αυτά που τους

έλεγαν οι άλλοι, ώστε από την αρχή της ζωής τους να εντυπώνουν μέσα τους τα ιερά

λόγια και τις διδασκαλίες κι αμέσως να διαμορφώνουν ανάλογα τις ψυχές τους. Η

μητέρα του Γρηγορίου, της Καλής, της Επιχάρεως και της Θεοδότης Παλαμά, Καλή ή Καλλονή προσπάθησε να πείσει τον ετοιμοθάνατο σύζυγό της που είχε στενή σχέση με τον αυτοκράτορα να απευθυνθεί σ΄ αυτόν ώστε να προστατεύσει τα πολλά παιδιά του, που εν καιρώ θα έμεναν ορφανά. Ο ρόλος της μητέρας που έμεινε χήρα σε νεαρή

ηλικία με τα πολύ μικρά παιδιά της, από δω και στο εξής, είναι καθοριστικός.

Ωστόσο, η βαθύτερή της επιθυμία είναι να γίνει αμέσως μοναχή, δηλαδή να αφήσει

το σπίτι της και τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην «αγγελική πολιτεία», όμως

εμποδίζεται για λίγο απ΄ το σκοπό και την επιθυμία της απ΄ τους πνευματικούς της

πατέρες και δασκάλους που τη συμβουλεύουν να πράξει «τα δέοντα» για τον εαυτό

της μα κυρίως για τα παιδιά της, κάνοντας ό,τι πιο ωραίο υπάρχει για κείνα:

ανατρέφοντας και διαπαιδαγωγώντας τα σύμφωνα με το νόμο του Χριστού. Αργότερα, η Καλή Παλαμά πραγματοποιεί την επιθυμία της για άσκηση και «ασκείται» κατά Χριστόν μαζί με τις θυγατέρες της. Όταν πεθαίνει, οι κόρες της στέλνουν αμέσως επιστολή από το Βυζάντιο προς τον αδελφό τους Γρηγόριο, γνωρίζοντάς του το θάνατό της και παρακαλώντας τον να τις επισκεφθεί για πνευματική καθοδήγηση.

Αυτός πείθεται από την πολύ δίκαιη και ελκυστική πρόσκληση των αδελφών του και

πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη έχοντας μαζί του και τους δυο αδελφούς του. Εκεί

συναντώνται με τις αδελφές τους που δεν ντρόπιασαν την οικογένειά τους,

θαυμάζουν τη γυναικεία τους αρετή και επαινούν τους αγώνες τους και την

εξακριβωμένη απόλυτα καθαρή ζωή τους.

Όταν αργότερα στη Σκήτη της Βέροιας η Θεοδότη, μια από τις αδελφές, βάδιζε προς

την εκδημία της, ζητούσε επίμονα την παρουσία και επίσκεψη του αδελφού της. Όταν

έμαθε ότι εκείνος απουσίαζε, πληγώνεται μέσα της και θεωρεί ανάξιο τον εαυτό της

να τον δει και να μιλήσει μαζί του για τελευταία φορά.

 

Φεβρωνία

«Βίος και Μαρτύριο της αγίας οσιομάρτυρος Φεβρωνίας».

Στη Νίσιβι (που ήταν υποτελής πόλη στους Ρωμαίους στη χώρα των Ασσυρίων) υπήρχε γυναικεία μονή σεμνών παρθένων των οποίων προϊσταμένη ήταν η εξαιρετική Βρυένη, μαθήτρια της διακόνου Πλατωνιάδας, η οποία τις εκπαίδευσε σωστά στην ασκητική ζωή. Εκεί ασκήτευαν ανάμεσα στις άλλες δυο τρυφερές νέες, η Πρόκλα και η Φεβρωνία, οι οποίες είχαν ακαταμάχητη ομορφιά, εξωτερική και εσωτερική, σύμφωνα με το βιογράφο τους. Είχαν μελετήσει κάθε βιβλίο της Γραφής και σοφά το

μετέδωσαν στις άλλες ώστε η συγκλητική Ιέρεια από ιερό πόθο να ταυτισθεί με τη

Φεβρωνία και να γίνουν σχεδόν αχώριστες. Αν και η Φεβρωνία ήταν φτωχή, κρίνεται

αξιόλογη νύφη ακόμη και για άρχοντα, απ΄ το συγγραφέα του βίου της, εξ΄ αιτίας

της ομορφιάς και της εσωτερικής της καλλιέργειας.

Όταν η Φεβρωνία οδηγείται στο μαρτύριο, το κόψιμο των μαστών της εξαγριώνει την

αδελφική της φίλη Ιέρεια, που ξεσπά απέναντι στον άκαρδο δικαστή, λέγοντάς του

τα ακόλουθα λόγια γι΄ αυτό το γυναικείο ζωτικό όργανο και σύμβολο θηλυκότητας

και μητρότητας: « Δεν γεννήθηκες και συ από γυναίκα; Δεν βύζαξες και συ; Πώς,

λοιπόν, ανόσιε μισείς τόσο πολύ το φύλο που σ΄ έφερε στη ζωή; Ο Θεός θα δει και

θα κρίνει ανάμεσα σε σένα και σ΄ αυτήν, ότι αποδείχτηκες πιο άγριος και από τα

θηρία».

 

Ματρώνα η Περγηνή

Συμεών του Μεταφραστή: Η ζωή, η δράση και η άσκηση της οσίας Ματρώνας.

Ο πασίγνωστος στους Βυζαντινολόγους συγγραφέας κάνει μια σχετικά μακροσκελή

εισαγωγή μιλώντας για τη γυναικεία φύση σε συσχετισμό με την έννοια της

«αγιότητας»: «Όταν επαινείται μια γυναίκα, το πιο αδύνατο πλάσμα της ανθρώπινης

φύσης και το πιο δειλό στους σκληρούς κόπους της ζωής, τονώνεται ο έπαινος και

στους άνδρες, αφού μπορεί σε όλους να τονώσει την αγάπη στο καλό. Στις γυναίκες,

μιας και ανήκουν στο ίδιο γένος, βοηθά να πετύχουν τους ίδιους αγώνες και τις

ίδιες αμοιβές, και στους άνδρες να μη φανούν, άνδρες αυτοί, κατώτεροι από τις

γυναίκες και πιο άνανδροι στους κόπους».

Ο βίος της Ματρώνας, που συναγωνίσθηκε τους άνδρες στην αρετή και τους ξεπέρασε με τα υπερφυσικά κατορθώματά της, όπως θα δείξουν όσα θα λεχθούν καθώς θα προχωρεί η διήγηση, αποδεικνύει την ισοτιμία της γυναικείας αγιότητας προς την αντίστοιχη ανδρική και την εξίσωση των δυο φύλων, τουλάχιστον στο επίπεδο της θεωρητικής, θεολογικής σκέψης των πρώιμων βυζαντινών χρόνων.

Και ο Συμεών ο Μεταφραστής συνεχίζει την αφήγησή του:

«Υπάρχει μια χώρα, υποταγμένη στην ελληνική εξουσία, στα σύνορα της Κιλικίας και της Ισαυρίας, που λέγεται Παμφυλία. Αυτή ονομάσθηκε έτσι και γιατί γεννά

παλικαριά και είναι πολυάνθρωπη, αλλά και γιατί έχει κατοίκους που ήρθαν απ΄

όλες τις άλλες πόλεις. Μια πόλη της Παμφυλίας ονομάζεται Πέργη και είναι η

πατρίδα που ανέθρεψε τη μακάρια αυτή Ματρώνα. Σ΄ αυτήν οι γονείς της έδωσαν

μόρφωση και αγωγή που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και όταν ήρθε σε ώρα γάμου- ήταν άλλωστε έξοχη και στην ομορφιά- παντρεύεται έναν άντρα όχι από τους πολλούς και τους τυχόντες, που ονομαζόταν Δομετιανός, και γίνεται μητέρα μιας κόρης στην οποία έδωσε αμέσως όνομα, που ταίριαζε με όσα θα συνέβαιναν στο μέλλον. Την ονόμασε Θεοδότη και την αφιέρωσε στον Θεό ακόμη από τα σπάργανα. Αξιέπαινο και επιθυμητό μετά το γάμο της να ζει μετρημένα και ταπεινά και να εφαρμόζει την φιλοκαλία όχι στις ψεύτικες ομορφιές και στα χτενίσματα των μαλλιών, αλλά στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής, προσέχοντας να περνάει τη ζωή της με σωφροσύνη και σεμνότητα. Προτίμησε δηλαδή να φυλάξει στον τέλειο βαθμό τον λόγο του αποστόλου Παύλου. Πρέπει, λέει εκείνος, όσοι έχουν γυναίκες να είναι σαν να μην έχουν.

Κάποτε, πηγαίνει στην πρώτη των πόλεων, το Βυζάντιο, μαζί με τον άνδρα της, που

τον είχε συνταξιδιώτη και πάντα μαζί της, αλλά όχι και συμμέτοχο στα σχέδιά της

και γνώστη όσων είχε αυτή στο νου της.  Αυτή που την παρακινούσε στην ανώτερη

ζωή ήταν κάποια ευγενής.

Όσες μέρες συνέβαιναν αυτά, ο Δομετιανός στενοχωριόταν και έπεφτε σε σκέψεις

άπρεπες, λέγοντας ότι δεν βγαίνει σε καλό η συνεχής άσκηση, αλλά ότι, όπως λένε

μερικοί, οδηγεί σε αισχρές επιθυμίες και έπαιρνε, όσο μπορούσε, όλα τα μέτρα και

δεν την άφηνε να βγει ούτε έξω απ΄ το δωμάτιο. Ένας λοιπόν αγώνας άρχιζε ανάμεσα

στους δύο. Αυτός να μην της επιτρέπει να ασχολείται με τις ιερές της συνήθειες

και αυτή να μην απομακρύνεται από τις ιερές συνάξεις. Αλλά, αν και αυτός δεν

συμφωνούσε, στο τέλος και πιέζοντάς τον με πολλά παρακάλια, με κόπο τον πείθει

να της δώσει άδεια να κάνει ό,τι επιθυμεί. Έτσι αυτή προσευχήθηκε μια μέρα και

όταν βράδιασε και οι φύλακες του ναού παρακινούσαν όλους να βγουν έξω, η οσία,

σε μια από τις στοές έξω από τον ναό βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποια Σωσάννα,

που ήταν από παλιά γνωστή της. Αυτή, από τη νεαρή της ηλικία ακόμη, διάλεξε μαζί

με την παρθενία και τη ζωή την αφιερωμένη στον Θεό. Αργότερα, είδε σε όραμα τον

άνδρα της να την καταδιώκει κι αυτή, φεύγοντας, να σώζεται από μερικούς

μοναχούς, πράγμα που της έδινε να καταλάβει ότι πρέπει να ζήσει τον μοναχικό βίο

σε ανδρικό κοινόβιο. Έτσι θα έμενε άγνωστη και από τον άνδρα της και από τους

άλλους. Λοιπόν, αφού κουρεύτηκε σύρριζα και ντύθηκε σαν ευνούχος, πήγε πάλι μαζί με την Ευγενία στον ναό των θείων Αποστόλων.

Η Ματρώνα λοιπόν, αφού προσποιήθηκε ότι είναι ευνούχος, καθώς έχει λεχθεί, και

αφού ονόμασε τον εαυτό της Βαβύλα, φθάνει στο μοναστήρι του οσίου Βασιανού. Αφού έγινε δεκτή από τους μοναχούς, αμέσως επιδόθηκε σε πνευματικούς αγώνες, χωρίς να υποκρίνεται την ευλαβή με χλωμάδα στην όψη της και σκυθρωπότητα, αλλά, γνήσια και αληθινά, ζούσε την αρετή και φρόντιζε να κρύβεται με κάθε τρόπο, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξυψωθεί. Όλοι στο κοινόβιο εξεπλάγησαν, διότι ένας άνδρας, που ήταν μάλιστα και ευνούχος, με τόση σοφία τους καθοδηγούσε, ώστε να την προσέχουν ως δάσκαλό τους, αφού  προηγουμένως επεδίωκαν να την μιμηθούν.

Κάποιος μοναχός, επειδή πρόσφατα από ηθοποιός είχε γίνει μοναχός,  ζητούσε να

του πει η οσία, γιατί έχουν τρυπηθεί και τα δύο αυτιά της. «Είναι δύσκολο

πράγμα», έλεγε, «μια γυναίκα να συναναστρέφεται με άνδρες και να προσπαθεί να

την θεωρούν εκείνοι άνδρα. Είναι αδύνατο να υποκρίνεται συνέχεια ότι είναι

άνδρας χωρίς κάποτε να την καταλάβουν». Τότε ο φιλοπερίεργος μοναχός, πήρε στα

χέρια του το ιερό Ευαγγέλιο, το άνοιξε τυχαία και βρήκε εκείνα τα λόγια που

αναφέρουν πως η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με προζύμη, που το πήρε μια

γυναίκα και το έβαλε μέσα σε τρία «σάτα» αλεύρι, έως ότου ζυμώθηκε ολόκληρο.

Μπροστά στη συμβολική αποκάλυψη της ταυτότητάς της η Ματρώνα απάντησε: «Κατέταξα τον εαυτό μου στο ποίμνιό σου όχι γιατί ήθελα να προκαλέσω πειρασμό, αλλά γιατί ήθελα να αποφύγω τον πειρασμό από τα εμπόδια και να ξεφύγω από τις παγίδες του βίου». Κι αυτός με τη σειρά του της αντιλέγει: «Και πως, γυναίκα εσύ, πήγαινες στα ιερά μυστήρια με ακάλυπτο το κεφάλι σου και έδινες άφοβα το στόμα σου στους αδελφούς, όταν γινόταν ο ασπασμός της αγάπης;». Αυτή απάντησε: «Για τα θεία δώρα έκανα την άρρωστη και δεν έβγαζα εντελώς το κάλυμμα από το κεφάλι μου και έτσι πήγαινα να μεταλάβω των αχράντων μυστηρίων. Και τον ασπασμό, που είναι σύμβολο της αγάπης στους αδελφούς, δεν τον απέφευγα, γιατί πίστευα ότι προσφέρω τον εαυτό μου όχι σε στόματα κοινών ανθρώπων, αλλά σε ανθρώπους που επιθυμούν την τελειότητα των αγγέλων».

Αποκάλυψε επίσης ότι περνούσε ολόκληρα βράδια στις κατοικίες των ασκητριών. Και ότι επειδή ο άνδρας της άλλοτε την απειλούσε και άλλοτε την κτυπούσε, ήθελε, ει δυνατόν, να αποφύγει την καταπίεση και την πρόθεση του άνδρα της και ότι ζητούσε κάποιο τρόπο, ώστε και ο άνδρας της να την ξεχάσει και αυτή να πραγματοποιήσει την απόφασή της. Αυτά διηγούνταν και ότι έδωσε την κόρη της στα χέρια της Σωσάννας. Παρ΄ όλα αυτά, η «ετυμηγορία» για την ασυνήθιστη, αντισυμβατική, σχεδόν παράταιρη τόλμη της Ματρώνας, είναι σκληρή. Το αρσενικό «στοιχείο», που την κρίνει για την πράξη της, της λέει: «από δω και πέρα αρμόζει ως γυναίκα να βάλεις στο κεφάλι σου κάλυμμα και να περιμένεις έτσι την ουράνια έγκριση».

Και ο Συμεών ο Μεταφραστής συνεχίζει στον ίδιο «κατανυκτικό» τόνο:

«Ο Κύριος, που όλα τα οικονομεί για το συμφέρον μας, μετέθεσε από τη ζωή το

παιδί της Ματρώνας και το πήρε κοντά του, για να μη δώσει στον πονηρό αφορμή

εναντίον της και μια και είχε γίνει γνωστό πια ότι ήταν γυναίκα, μήπως, με την

πρόφαση της φροντίδας για το παιδί της, την αποτρέψει από τη μέριμνα του Κυρίου

και σπείρει μέσα στο μυαλό της λογισμούς κοσμικούς. Γι΄ αυτό δεν ένιωσε λύπη,

αλλά χαρά για το πένθος αυτό και το θεώρησε όχι απώλεια του παιδιού της, αλλά

απαλλαγή από τις φροντίδες γι΄ αυτό και ξαλάφρωμα»

Ο σύζυγος όμως της Ματρώνας στη συνέχεια την αναζητά και ρίχνει την ευθύνη για

την «αποδημία» της απ΄ τον κόσμο στους μοναστικούς κύκλους: «Ωραία είναι,

μοναχοί, πολύ ωραία τα έργα σας. Γιατί όμως θέλετε εσείς να χωρίζετε άδικα

αυτούς που είναι νόμιμα παντρεμένοι; Δώστε μου τη γυναίκα μου, δώστε μου τη

νόμιμη σύζυγό μου».

Οι μοναχοί, βέβαια, αντεπιτίθενται, προκειμένου να διατηρήσουν την επιρροή τους

στην κοινωνία και τα κεκτημένα τους δικαιώματα: «Πρέπει εμείς πολύ να σκεφτούμε

για την αδελφή, που απομακρύνθηκε από μας. Γιατί, αν και ήταν άλλου φύλου,

επειδή όμως εντάχθηκε στον κύκλο τον δικό μας, πρέπει να θεωρούμε την

απομάκρυνσή της από μας ως αφαίρεση ενός μέλους. Μήπως ο πονηρός, που κάθε μέρα μας πολεμάει, νικήσει τη σταθερότητά της, χρησιμοποιώντας τον άνδρα της ως

όργανο μηχανορραφίας;».

Εκείνον τον καιρό, κάποιος γεωργός που εργαζόταν στο χωραφάκι του, έβλεπε επί

πολλές ημέρες να βγαίνει από τη γη μια φλόγα και η λάμψη της να είναι συνεχής

και να μη σταματάει. Αυτός, λοιπόν, επειδή ως γεωργός δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει

βαθύτερα το γεγονός, πήγε και το ανέφερε στον επίσκοπο της πόλης. Ο Επίσκοπος,

επειδή από το φαινόμενο αυτό κατάλαβε ότι αυτό που φανερώνεται είναι κάτι

σπουδαίο, μαζί με τον κλήρο της δικαιοδοσίας του πήγε στον τόπο αυτό και, όπως

έπρεπε, έκανε προσευχή και έδωσε άδεια να σκάψουν τη γη. Έσκαψαν και βρέθηκε μια στάμνα, που δεν έκρυβε μέσα της χρυσάφι ή κάτι άλλο παρόμοιο, που μπορεί να

ελκύσει την ψυχή αυτού που αγαπά τα κοσμικά, αλλά έκρυβε ένα πολύτιμο πράγμα που άξιζε για όλα, τη σεβάσμια πράγματι κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή.

Επειδή λέγονταν ότι η μονή της Ματρώνας δεν επιτρέπει την είσοδο στους άνδρες, ο

άνδρας της- εχθρός της έκρυψε τις προθέσεις του και προσποιούνταν τον ευσεβή και

με τη μεσολάβηση μερικών γυναικών απαίτησε να δει τη Ματρώνα, για να πάρει την

ευχή της και να την προσκυνήσει. Μετά από αναμονή επτά ημερών κανόνισε να τον

συναντήσει ενώπιον των γυναικών σε μια ώρα εύκαιρη.

Η Ματρώνα, όταν συνάντησε τις γυναίκες και κατάλαβε σε πόσο μεγάλη ακτίνα

περιτριγυρίζουν όλη εκείνη την περιοχή, παρακολουθώντας σχολαστικά τα ίχνη της,

και ότι έγινε γνωστή από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και ότι σε λίγο θα

είναι εύκολο να συλληφθεί, και απ’ αυτές απαλλάχτηκε με σοφή επινοητικότητα, ζητώντας να της δοθούν τρεις μόνον μέρες για να πάει στη χερσόνησο του Σινά, υποσχόμενη ότι ύστερα απ΄αυτές θα έρθει γρήγορα και θα συναντήσει αυτόν τον άνδρα.

Η Ματρώνα, φοβούμενη τον «διώκτη» της και ότι είναι πια σχεδόν θήραμά του,

στενοχωρήθηκε πολύ κι από τον φόβο της  έκανε προσωρινό κατάλυμά της ένα ναό των ειδώλων, που βρισκόταν στη Βηρυτό, επειδή θεώρησε καλύτερο να πέσει στα χέρια δαιμόνων ή θηρίων παρά να πιαστεί στα χέρια του Δομετιανού. Γιατί οι δαίμονες και τα θηρία, αν την πιάσουν, εξάπαντος θα βλάψουν μόνο το σώμα της. Ενώ ο άνδρας της, αν την υποτάξει, θα είναι καταστροφικότερος και από τους δαίμονες και από τα θηρία, γιατί μαζί με το σώμα μπορεί να βλάψει και την ψυχή της,

σέρνοντάς την πάλι στα κοσμικά και εγείροντας επάνω της αξιώσεις, επειδή ήταν

γυναίκα του. Όμως για κακή της τύχη, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια...:

«άλλωστε είσαι νέα ακόμα και η ομορφιά σου είναι έξοχη και φοβάμαι πολύ για σένα

μήπως, επειδή είσαι αξιαγάπητη, γίνει αυτό αφορμή να σε επιθυμήσουν ακόλαστα

μάτια και προκληθεί στο σώμα σου καμιά προσβλητική πράξη, επειδή ο τόπος είναι

απομονωμένος και δεν υπάρχει κανένας να σε βοηθήσει. Αλλά, αν πεισθείς σε μένα,

θα σε οδηγήσω κάτω προς την πόλη, όπου και σπίτι θα βρεις όπως θέλεις και θα

ζήσεις όπως σου αρέσει αθόρυβα και δεν θα σου λείπουν καθόλου τα απαραίτητα για

να ζήσεις».

Και τη μορφή γριάς ζητιάνας πήρε με δόλο, και φωτιά φαινόταν να βγαίνει από τα

μάτια του και έπεφτε στα πόδια της με μανία και θράσος εκφοβίζοντάς την και

λέγοντας λόγια παράξενα και αισχρά. «Προς το παρόν θα σε φέρω σε αντιπαράθεση με τους κατοίκους της Βηρυτού, διότι τάχα προσβάλλεις τον ειδωλολατρικό ναό τους

και δείχνεις, ότι όσο εξαρτάται από σένα τον παραμελείς».

Εξ αιτίας αυτού και μια γυναίκα ονόματι Σωφρόνη, που ζούσε με σωφροσύνη, όπως

έλεγε και το όνομά της, προσηλωμένη στην ειδωλολατρική θρησκεία και μαζί μ΄αυτήν και άλλες που είχαν τις ίδιες δοξασίες, απαρνήθηκαν τους γονείς και τους

φίλους και όλα τα κοσμικά, ανέθεσαν τον εαυτό τους στα χέρια της Ματρώνας και

τέντωναν τα αυτιά τους, υπάκουες στα λόγια της. Αυτές μάλιστα σε λίγο χρονικό

διάστημα αξιώθηκαν να πάρουν απ΄ αυτήν το σωτήριο βάπτισμα.

Μια παρθένα ειδωλολάτρισσα, ιέρεια των ειδώλων, η οποία, αφού άκουσε για την

οσία περιφρόνησε τους θεούς της, γέμισε με θείο ζήλο και όσα πρόσφεραν στους

δαίμονες οι ειδωλολάτρες και προορίζονταν να καταναλωθούν σε ανόσιες θυσίες τα

έδωσε στους πτωχούς. Τότε η Ματρώνα παρήγγειλε σε κάποιους συνασκητές της

μοναχούς να πάνε  να συναντήσουν τον επίσκοπο και να φέρουν μαζί τους έναν ιερέα

και έναν διάκονο. Αυτό έγινε πολύ γρήγορα και στους ιερείς, που έφθασαν αμέσως,

παρέδωσε την ιέρεια που πήγε κοντά της πρόσφατα, και τους ανέθεσε να την

κατηχήσουν, να την βαπτίσουν και να την οδηγήσουν ξανά κοντά της.

Τόσο λοιπόν αξιαγάπητη ήταν αυτή στις καρδιές των ακροατών της, αλλά αυτή η ίδια

είχε λαχτάρα να συναντήσει πάλι τον Βασιανό. Επειδή αυτός έμενε στη Βασιλεύουσα, στην Κωνσταντινούπολη, και σ΄ αυτήν ήταν και ο Δομετιανός, ο άνδρας της, την επιθυμία της την έδιωχνε ο φόβος του άνδρα της, μήπως φτάσει στη Βασιλεύουσα και πέσει στα χέρια του. Γι΄ αυτό, μοιρασμένη μέσα της στις δύο αυτές σκέψεις, από τη λαχτάρα να δει τον πνευματικό της πατέρα και από τον φόβο του νόμιμου άνδρα της, σκεπτόταν να πάει μάλλον στην Αλεξάνδρεια, κι αν δεν μπορέσει να πάει εκεί, να πάει στην Αντιόχεια.

Όταν κάποτε έπεσε σε βαθύ ύπνο, είδε τρεις άνδρες. Ο καθένας απ΄ αυτούς

υποστήριζε ζωηρά τη θέση του και μάλωναν πολύ μεταξύ τους, για το ποιος από τους

τρεις έπρεπε να προτιμηθεί να την πάρει για γυναίκα του. Τα ονόματά τους ήταν

Αλέξανδρος, Αντίοχος, Κωνσταντίνος. Στον πιο νέο, που λεγόταν Κωνσταντίνος έπεσε ο «κλήρος». Αφού λοιπόν ξύπνησε η αγία και κατάλαβε τι θέλει να πει η ερμηνεία του ονείρου, αποφάσισε να αφήσει το ταξίδι προς την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια, δόθηκε ολόκληρη στο ταξίδι για την Κωνσταντινούπολη και έλεγε ότι αυτό αρέσει στο Θεό, που παρουσίασε καθαρά τη φανέρωση όσων ήταν κρυμμένα. Οι άλλοι συνασκητές της, της παρήγγειλαν: «Να φροντίσεις σε ποια χέρια θα μας αφήσεις μετά την αναχώρησή σου». Τότε η αγία ανακοίνωσε αμέσως στον επίσκοπο τα σχετικά  μ΄ αυτά και του μήνυσε να στείλει κοντά της δυο από τις διακόνισσες, με

εγγυημένη την αρετή τους λόγω της ηλικίας τους. Στην Κωνσταντινούπολη

εγκαταστάθηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης, που ήταν κτισμένος δίπλα στη θάλασσα.

Προ πάντων έκρινε ότι δεν ήταν συμφέρον να κατηγορηθεί ότι εγκατέλειψε τον άνδρα της, εφ΄ όσον κάποτε εντάχθηκε στη μοναχική πολιτεία, σκεφτόμενη ότι μπορούσε, μάλιστα, αυτό να γίνει αφορμή σκανδάλου.

 Η αγία, για να ελαφρύνει τη δύσκολη θέση της, πληροφορεί το Βασιανό ότι

υπάρχουν στη Βηρυτό και άλλες αδελφές και ότι θέλουν να έρθουν κοντά της και να

ζουν μαζί της. Ο Βασιανός αμέσως στέλνει γράμματα και τα ανακοινώνει αυτά στον

επίσκοπο της Βηρυτού και όσες η Ματρώνα ζητούσε ονομαστικώς να  έρθουν κοντά

της, έδωσε άδεια να αποσταλούν το γρηγορότερο. Αυτές, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από τη Βηρυτό και συγκατοίκησαν με τη Ματρώνα, ήταν εξαιρετικά υπάκουες σ΄ αυτήν, εφ΄ όσον και αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της τέλειο υπόδειγμα αρετής. Αυτή η αρετή μιλούσε δημόσια γι΄ αυτήν περισσότερο από πολλά στόματα. Σύχναζε κοντά της και η βασίλισσα Βερίνα, η σύζυγος του αυτοκράτορα Λέοντα, και είχε τη γνώμη ότι δεν τιμά τη Ματρώνα με την παρουσία της, αλλά μάλλον τον εαυτό της τιμά μ΄ αυτό που κάνει.

Επίσης η σύζυγος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανθεμίου, ονόματι Ευφημία, αφού

σχετίστηκε με την οσία και από την πείρα της πείσθηκε γι’ αυτήν, της ζήτησε να

θεραπεύσει τη γυναίκα που εκείνον τον καιρό παντρεύτηκε τον πατρίκιο Σφοράκιο

και είχε πέσει σε βαριά αρρώστια. Αυτή ήρθε σε συνεννόηση με την οσία και της

είπε. «Η επίσημη καταγωγή μου μου έχει εξασφαλίσει κτήματα περιττά και μάλιστα

άφθονα σπίτια, μεγάλα και ωραία. Όσα απ’ αυτά θέλεις και τυχαίνει να είναι στην

ίδια περιοχή, εγώ είμαι πρόθυμη να σου τα χαρίσω, για να κατοικούν σ’ αυτά

πολλές ψυχές που πρόκειται να σωθούν και κυρίως για τη δική μου πνευματική

ωφέλεια».

Η αγία, επειδή κατάλαβε με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τον

βιογράφο της, σε πόσες ψυχές θ’ ανοίξει από αυτό θύρα σωτηρίας, συμφώνησε να τα

πάρει. Αφού έστειλε και προσκάλεσε τον διάκονο Μάρκελλο και του ανέθεσε την

υπόθεση αυτή, τον στέλνει να δει όσα της υποσχέθηκε η άρρωστη να της δώσει.

Αυτός αφού είδε τα σπίτια, επέστρεψε και έλεγε ότι η τοποθεσία είναι κατάλληλη,

ότι έχει στα δεξιά τη θάλασσα και από την άλλη μεριά γειτονεύει με το ασκητήριο

του Βασιανού και ότι απαιτείται φροντίδα γι’ αυτά όχι λίγη και πρόχειρη, αλλά

όσο γίνεται μεγαλύτερη.

Δεν είχαν καλά-καλά φτάσει αυτές οι ειδήσεις και η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε με

γραπτή βεβαίωση της δωρεάς και αμέσως ο Θεός της ανταπέδωσε την ευεργεσία

χαρίζοντάς της πλήρη υγεία. Ύστερα περιποιήθηκε γενναιόδωρα τα σπίτια αυτά και

πρόσφερε με «ανοιχτό» χέρι όσα χρειάζονταν να ξοδευθούν για την επιδιόρθωση και

την τακτοποίησή τους, αφού και «μέχρι σήμερα» όλοι ονομάζουν τα σπίτια αυτά «τα

Σευηριανά».

Μεταξύ των γυναικών που εγκαταστάθηκαν στο καινούριο κοινοβιακό συγκρότημα

τύχαινε να βρίσκονται και δυο αδελφές, αλλά που δεν σκέπτονταν όπως τα αδέλφια,

δηλαδή κατά τον ίδιο τρόπο, και ήταν εντελώς διαφορετικές, ήταν όμως και οι δυο

τους καταγόμενες από επίσημο και ξακουστό γένος. Η μία, επειδή αιχμαλωτίστηκε

από έρωτα πνευματικό για την αγία, είπε στην άλλη. «εσύ φύγε, εγώ θα μείνω κοντά

της, τα ξέχασα όλα και τον άνδρα μου και την οικογένειά μου και τους συγγενείς

μου και, για να πω σύμφωνα με τα λόγια του θείου Δαβίδ, «διάλεξα μάλλον να μένω

παραπεταμένη σε μια άκρη στον οίκο του Θεού μου, παρά να απολαμβάνω την ευτυχία

του κόσμου». Όταν η Αθανασία, αυτό ήταν το όνομά της, τα είπε αυτά στην αδελφή

της, δεν τη βρήκε σύμφωνη, αλλά φανερά να αντιλέγει και να υποστηρίζει ότι αυτή

η ιστορία είναι εκδήλωση επιπολαιότητας και παράλογου ζήλου, που γρήγορα θα την

κάνει να μετανιώσει. Τα έλεγε αυτά παρακινημένη μάλλον από σκέψεις κοσμικές,

παρά από φρόνιμα σταθερό, όπως συμπληρώνει ο συγγραφέας. Για να μεταπείσει την

αδελφή της της τονίζει: «Γιατί, αν και μπήκε στο νου σου μέσα ένας θείος πόθος

και σε κυρίεψε και δεν σ’ αφήνει, όμως πολλά με εμποδίζουν να σε ενθαρρύνω. Και

το νεαρό της ηλικίας σου και το ότι δεν έχεις ασκηθεί στους κόπους και το ότι

έχεις γεννηθεί μάλλον για να σε υπηρετούν, παρά για να υπηρετείς εσύ τους

άλλους. Και το μεγαλύτερο, το εμπόδιο του άνδρα σου».

Τελικά η Αθανασία γι’ αυτό και «αναχώρησε», κρατώντας σταθερά τον σκοπό αυτόν

και την πρόθεσή της και φροντίζοντας να ζει με σωφροσύνη και πνεύμα λιτότητας,

όπως τη συμβούλεψε η αγία, θεωρώντας τα αυτά ως προπαιδεία για την ασκητική ζωή.

Και μάλιστα, αφού πήγε σε κάποιον από τους αγρούς της και απομονώθηκε από τον

σύζυγό της, επεδίωκε να ζει κι αυτή όπως η αγία, «ενθυμούμενη» την τροφή τις

ίδιες ώρες με την αγία Ματρώνα και τρώγοντας λιτά, όπως ακριβώς εκείνη, κάνοντας

προσευχές πριν και μετά το φαγητό και όσο μπορούσε μιμούμενη και στα άλλα τη

μακάρια Ματρώνα.

Ενώ βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση και ζητούσε μια αφορμή για να χωρίσει με

ευπρέπεια από τον σύζυγό της, συνέβη κάτι που της έδινε τη δυνατότητα να

απαλλαγεί με πολλή αξιοπρέπεια. Γιατί, όταν αυτή έφυγε, όπως είπαμε

προηγουμένως, ο σύζυγός της, που ήταν πολυδάπανος και ακόλαστος, χρειαζόταν

περισσότερα χρήματα. Επειδή λοιπόν συνέβη να του λείψουν, πείθει τον υπηρέτη να

αφαιρέσει κρυφά κάτι από τα κιβώτια της κυρίας και να το φέρει σ’ αυτόν. Πράγμα

που έγινε, αλλά δεν ξέφυγε από την προσοχή της υπηρέτριας, που ήταν

επιφορτισμένη να φυλάει τα πράγματα της κυρίας. Εκείνη πάλι, αφού τα έμαθε από

την υπηρέτρια, άρπαξε αυτή τη λογική πρόφαση και έκανε το παν, για να επιτύχει

το διαζύγιο. Τέλος, αφού έπεισε τον άνδρα της και πήρε μαζί της το μεγαλύτερο

μέρος της περιουσίας που ανήκε σ’ αυτήν, εμπιστεύεται την ψυχή της στη Ματρώνα.

Πηγαίνοντας κοντά της και προσφέροντάς της τα πλούτη της, της είπε. «Πάρε από

μένα αυτά και κατέθεσέ τα στα απαραβίαστα θησαυροφυλάκια του Χριστού και μη

παραμελήσεις μια ψυχή που κρατιέται από τη δική σου αγία ψυχή και εμπιστεύεται

σε σένα όλα τα δικά της».

Η Ματρώνα, απ’ τη μια, επειδή δεν ήθελε τη διαχείριση ως ενοχλητική και αδιάκοπη

απασχόληση, κι απ’ την άλλη, επειδή επιδοκίμαζε την ικέτιδα για την εκλογή της,

βρισκόταν σε απορία για το τι πρέπει να κάνει. Ανακοινώνει λοιπόν στον Βασιανό

την υπόθεση αυτή και, αφού πήρε τη γνώμη του, αποδέχεται την προσφορά και

ξοδεύει ένα μέρος της περιουσίας σε έργα για τη μονή. Κάνει περίφραξη με ένα

τείχος γύρω από το ασκητήριο και κτίζει τριώροφο οίκημα. Ο πρώτος όροφος, που

ήταν και το ισόγειο, ήταν προορισμένος για κοιμητήριο-κοιτώνας των ασκητριών. Ο

επόμενος όροφος, ο μεσαίος, που ήταν κατάλληλος για το Χειμώνα και είχε και ναό,

ήταν χρήσιμος για τις ιερές συνάξεις του χειμώνα και ο τρίτος και τελευταίος,

που ήταν κι αυτός στολισμένος με ωραιότατο ναό, ήταν πολύ καλός για το

καλοκαίρι. Αυτά σωζόντουσαν μέχρι τις μέρες του συγγραφέα και διαλαλούσαν για

την πολυδάπανη και μεγαλοπρεπή οικοδομή. Σ’ αυτά λοιπόν ξοδεύτηκαν, όπως είπαμε,

μερικά από τα περιουσιακά στοιχεία της Αθανασίας. Και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στα

ασκητήρια των Ιεροσολύμων και σε άλλα φτωχά μοναστήρια και σε όσους γενικά

στερούνταν των αναγκαίων. Για όλα αυτά δούλεψε θεάρεστα ο αξιοσέβαστος

Μάρκελλος. Η Αθανασία λοιπόν, καθώς λέχθηκε, πέταξε τον πλούτο που κυλάει και

χάνεται και αντί αυτού απέκτησε τον άφθαρτο πλούτο. Έζησε δεκαπέντε χρόνια μ’

αυτό το σύστημα και κατόπιν πέρασε θριαμβευτικά στην αιωνιότητα.

Στο κοινόβιο, σαν σε ονειρικό όραμα, εμφανίστηκαν, κάποια μέρα του τέλους της

επίγειας ζωής της Ματρώνας, μερικές γυναίκες σεμνές και κόσμιες, που έδειχναν

στο πρόσωπό τους φανερά τα σημάδια της αρετής και έμοιαζαν να της δείχνουν με το

χέρι κάποιο σπίτι πιο μέσα, φτιαγμένο με άρρητο κάλλος, που ούτε να το φτιάξει

ανθρώπινο χέρι μπορεί, ούτε γλώσσα ανθρώπου είναι ικανή να το περιγράψει. Και

προσκαλούσαν τη Ματρώνα να μπει σ’ αυτό το σπίτι, λέγοντάς της ότι «Είναι δικό

σου και ότι έχει ορισθεί για σένα κατ’ εξαίρεση».

 

Ματρώνα η Χιοπολίτισσα(Νείλου, Μητροπολίτη Ρόδου Εγκώμιο στην Οσία και

Θαυματουργή Ματρώνα τη Χιοπολίτισσα-Αποσπάσματα)

Ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος αρχίζει το εγκώμιό του στην αγία Ματρώνα τη

Χιοπολίτισσα κάνοντας τις απαραίτητες διακρίσεις: «Δεν είναι άγνωστα σε μας τα

σχετικά μ’ αυτό εδώ το πανηγύρι ούτε ξένα στην ξακουστή μας πόλη, τη Χίο. Η αγία

Ματρώνα λοιπόν προκάλεσε αυτήν εδώ τη σύναξη και η θεοτίμητη γιορτή της μας

μάζεψε σ’ αυτό το πανηγύρι. Δεν πρόκειται βεβαίως για τη Ματρώνα που αναφέρουν

τα παλαιά βιβλία, που γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Παλαιστίνη

χάρηκε τα αγαθά που προήλθαν από τις αρετές της και την οδήγησε στο Θεό γεμάτη

ασκητικούς αγώνες, αλλά για τη Ματρώνα την οποία, όπως προανέφερα, το νησί μας

έχει ως θεόσδοτο βλαστάρι.( Εδώ βέβαια υπονοείται η γυναικεία μονή των

Χαλάνδρων, όπου τιμάται η οσία Ματρώνα). Αν θέλαμε να επαινέσουμε μόνο  την

πατρίδα της και την καταγωγή της, θα δίναμε την εντύπωση ότι θέλαμε να

εγκωμιάσουμε τον ανδριάντα από τη σκιά του, για να μην πω ότι θα είχαμε πράξει

ακριβώς το αντίθετο προς την επιθυμία της εγκωμιαζόμενης.

Διότι, εάν βεβαίως η ευγενής αυτή φιλοδοξία είχε σκοπό να περιγράψει για χάρη

της αγίας τον τόπο της καταγωγής της, τότε θα άξιζε τον κόπο να διαθέσουμε τον

χρόνο μας και να ασχοληθούμε με τέτοια πράγματα χωρίς να υστερούμε σε

εγκωμιαστικό υλικό, αφού η πατρίδα μας παρέχει γι’ αυτό πολλές αφορμές. Ποιος

λοιπόν δεν γνωρίζει ότι η πόλη μας είναι ιδανική από κάθε άποψη, βρίσκεται σε

καλή γεωγραφική θέση, έχει φυσική ομορφιά, είναι αρκετά μεγάλη, έχει εύκρατο

κλίμα, έτσι ώστε τα σώματα να μην επηρεάζονται ούτε από τη ζέστη ούτε από το

κρύο, έχει άριστα οργανωμένο λιμάνι για να υποδέχεται κατά τον καλύτερο δυνατό

τρόπο αυτούς που εισπλέουν από διάφορα μέρη, έχει εκ φύσεως αφθονία υλικών

αγαθών, επειδή έχει εύφορη γη κατάλληλη για σπορά, στολίζεται με καταπράσινους

κήπους, ανθηρά λιβάδια και πυκνά δάση, κατακλύζεται ολόκληρη από γλυκά νερά που

είναι άφθονα και ευχάριστα στη γεύση; Εκείνο όμως που πρέπει να γίνει ιδιαίτερα

αντικείμενο μεγαλύτερου επαίνου είναι ότι ολόκληρο το νησί καυχιέται για τους

κατοίκους του, που είναι θεοσεβείς, ευγενικοί στους τρόπους, φρόνιμοι και

συνεπείς στα καθήκοντά τους».

Και από πλευράς καταγωγής η οσία δεν υστερούσε καθόλου σε υπόληψη. Διότι αυτοί

που την έφεραν στον κόσμο ήταν περιφανείς και δεν υστερούσαν καθόλου από πλευράς

πλούτου από εκείνους που είχαν μεγάλη οικονομική άνεση και καυχώνταν τόσο για

την εξωτερική όσο και την ψυχική ευγένεια, επειδή, σύμφωνα με τη ρήση του

Κυρίου, από τον καρπό πρέπει να γνωρίζεται το δένδρο. (Τοπικοί άγιοι-

Τοπικισμός).

Έτσι λοιπόν η πόλη δεν πρέπει να υπερηφανεύεται, κατά την άποψη του Νείλου, τόσο

για τα άλλα αγαθά που απέκτησε, όσο πρέπει να καυχιέται και να μεγαλαυχεί γι’

αυτήν που γέννησε και που με τέτοιο τρόπο την προσέφερε στον Θεό. Τόσο το γένος

της όσο και η μικρή πόλη από την οποία κατάγεται είναι ακόμη περίφημα και

ξακουστά μέχρι σήμερα και όχι για οποιοδήποτε λόγο, αλλά επειδή από εκεί κρατά η

ρίζα της, έχουν αποκτήσει μεγάλη δόξα και είναι πασίγνωστα, όπως ακριβώς και η

Αρμαθέμ για τον Σαμουήλ, η Θέσβη για τον Ηλία και η Βηθλεέμ για τον Χριστό, για

να αρχίσω από τους δούλους και να καταλήξω στον Δεσπότη. Διότι όταν ακούσει

κανείς για τη Βολισσό, την ανακαλεί αμέσως στη μνήμη του και την θεωρεί καλότυχο

χωριό, επειδή από αυτό προήλθε η αγία.

Ήλθε λοιπόν η Ματρώνα στη ζωή όχι σε παλιούς χρόνους, ούτε σε χρονική περίοδο

πολύ πριν από το Μητροπολίτη Νείλο, αλλά σχετικά κοντά στη δική του εποχή, αφού

κανείς ακόμη δεν πρόφθασε μέχρι τότε να μας δώσει γραπτώς το βίο της. Και είναι

γι’ αυτή μεγάλο εγκώμιο το ότι γεννήθηκε σε εποχή που το καλό ήταν σπάνιο και το

κακό σε ακμή, δεν ακολούθησε όμως τον συρμό της εποχής ούτε συμφώνησε με τους

πολλούς, όπως θα συνέβαινε με οποιονδήποτε άλλον ο οποίος αδιαφορεί για τον Θεό

και πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τέτοια δόξα. Και όλα αυτά έγιναν από γυναίκα, η

οποία μπορεί να παρασυρθεί εύκολα, επειδή είναι εκ φύσεως ματαιόδοξη. Έγινε όμως

η Ματρώνα γυναίκα ανώτερη, με τη βαρύτητα της φρονιμάδας και τη σοβαρότητα της

σκέψης της και, αφού ξεπέρασε τον χρόνο και τη φύση της, ξεπρόβαλε σαν

τριαντάφυλλο μέσα στα αγκάθια ή σαν ποτάμι που περνά μέσα από αλμυρά νερά ή,

όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, σαν ζώο που σκιρτά μέσα στη φωτιά.

Και ενώ η αγία δεν είχε ακόμη ξεπεράσει την παιδική ηλικία ούτε είχε φτάσει στην

εφηβεία, σκέφτηκε τα πολύ μεγαλύτερα και για την ηλικία της και για τη φύση της

και αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα τα πράγματα απ’ ότι ταιριάζει σε παιδί ή σε

γυναίκα. Έτσι περιφρόνησε τα ορατά που παρέρχονται, επιδίωξε τα αόρατα και

μοναδικά, επειδή είναι παντοτινά και αμετάβλητα. Αφού λοιπόν εγκατέλειψε και τη

γενέτειρά της και την οικογένειά της και τους συνομηλίκους της, δραπετεύει και

φεύγει από την πατρίδα της έχοντας και σ’ αυτήν την περίπτωση παράδειγμα τον

Αβραάμ, ο οποίος προτίμησε την ξένη πατρίδα αντί της γενέτειράς του, υπακούοντας

στο θέλημα του Θεού.

Η θαυμαστή Ματρώνα με την παρθενική ζωή της αν και πόθησε την τεκνογονία, δεν

συνέχισε τη διαδοχή του γένους με τον γάμο, αλλά φρόντιζε, σύμφωνα με τον

Απόστολο, με όλη την ψυχή της τα του Κυρίου, δηλαδή πώς να αρέσει στον Κύριο και

να είναι αγία στο σύνολο, σωματικά και πνευματικά. Για να επαναλάβω όσα έχουν

ειπωθεί, πριν ενηλικιωθεί είχε τέλειο φρόνημα και έκρυβε μέσα στο τρυφερό σώμα

της τη φρονιμάδα που θα είχαν πολλές μαζί γερόντισσες. Συλλαμβάνει λοιπόν την

ιδέα να δραπετεύσει και μεταναστεύει από την πατρική γη, εγκαταλείποντας μαζί με

την οικογένειά της και κάθε βιοτική μέριμνα.

Είναι αξιοπρόσεκτη η φρόνησή της, αφού με μεγάλη σοφία σχεδίασε την αναχώρησή

της. Διότι αφού ξεχώρισε μέσα της πολύ καλά τι είναι η σωματική αναχώρηση και τι

η ψυχική και αφού κατανόησε πόσο ανώτερη και γλυκύτερη είναι η δεύτερη από την

πρώτη, προτίμησε τη δεύτερη. Και φεύγει βεβαίως από το πατρικό της, δεν

απομακρύνεται όμως τελείως από την πατρίδα της. Έφυγε λοιπόν από τη γενέτειρά

της και ήλθε και εγκαταστάθηκε στη Χίο, πρωτεύουσα του νησιού, όπου και

τερμάτισε τη φυγή και την πορεία της. Αφού προτίμησε κάποιο χώρο, που βρισκόταν

σε όμορφο σημείο της πόλης, στο οποίο θα ζούσε μέχρι το τέλος της ζωής της, το

έκαμε κατοικία της. Περνούσε τη ζωή της σαν να μιλούσε άλλη γλώσσα ανάμεσα σε

ξενόγλωσσους και με το να μην έχει επαφή με πολλούς και να είναι περιορισμένη

στον εαυτό της, έδειξε δηλαδή εμπράκτως πως είναι συνήθεια η αναχώρηση να μη

χαρακτηρίζεται τόσο από την σωματική απομάκρυνση όσο από τη διάθεση της ψυχής.

«Διότι η μοναχική ζωή», όπως είπε ο μεγάλος θεολόγος Γρηγόριος, «πρέπει να

χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα της συμπεριφοράς και όχι από τη σωματική

αναχώρηση».

Τα χρήματα που πήρε από την πατρική κληρονομιά, εκτός από λίγα, τα έδωσε στους

φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ζητιάνους. Τα υπόλοιπα αποφάσισε να τα

ξοδέψει για την ανέγερση ιερού και θείου ναού, τον οποίο αφιέρωσε στον Σωτήρα 

Χριστό, ώστε να τιμάται ο ναός με αυτό το μεγάλο όνομα. Ο ναός, μάλιστα,

κτίστηκε, όχι και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με τον μεγάλο ζήλο της και

τη συνεχή επιστασία της. Οικοδομήθηκε πολύ ωραίος και φαινόταν πολύ γοητευτικός

και από την καλλιτεχνία της οικοδομής και από τις αφιερωμένες στο ναό ιερές και

θείες εικόνες, από τις ζωγραφικές παραστάσεις στους τοίχους, αλλά και από την

περίπλοκη ομορφιά της στέγης, που ήταν κατασκευασμένη από ξύλο.

Άρχισε λοιπόν η αγία την ανέγερση του ναού και ήλθαν οι οικοδόμοι στους οποίους

ανατέθηκε η εκτέλεση του έργου. Όταν όμως άρχισαν να σκάβουν τη γη για να θέσουν

τα θεμέλια, συνέβη και εδώ εκείνο που γνωρίζουμε ότι έγινε στο «θείο» και μεγάλο

πατέρα Αντώνιο. Διότι, κάπου εκεί, ήταν καταχωμένα χρήματα και χρυσός κομμένος

σε νομίσματα, που ήταν πάρα πολλά. Τί άλλο λοιπόν θα μπορούσε να σημαίνει αυτό,

εκτός από τη θέληση του Θεού να δείξει ότι η αγία είναι εντελώς άφοβη και

αδιάφορη προς αυτά; Η ίδια το απέδειξε λέγοντας: « αν και χρειάζεται να ξοδέψω

χρήματα για την ανέγερση του ναού, όμως επιθυμώ να Σου ανεγείρω αυτόν τον ναό με

δικά μου χρήματα, από εκείνα που πήρα από την πατρική κληρονομιά και όχι με

χρήματα που προέρχονται από κάπου αλλού». Τότε βρισκόταν ακόμη στην αρχή της

πορείας της προς την αρετή;  Αυτή λοιπόν που στην αρχή έκαμε τέτοια «θαύματα»,

ας σκεφτεί κανείς τι θα μπορούσε να κάμει όταν θα βρισκόταν περίπου στα μέσα των

ασκητικών αγώνων της, όπως έκαμε προς το τέλος και μετά από εκείνους τους

υπερφυσικούς αγώνες και κόπους.

Αν και ο λόγος της δεν είχε λεπτότητα και προφερόταν στην τύχη, με τρόπο άξεστο

και απλό, όμως ήταν γεμάτος θεία χάρη, ώστε κανείς από αυτούς που σύχναζαν στο

χώρο της από όλα τα μέρη δεν επέστρεφε χωρίς να ωφεληθεί. Τους έπειθε

περισσότερο η απλότητα του λόγου της, από ό,τι οι πομπώδεις και επιτηδευμένες

κραυγές των ρητόρων. Όσους  τους καταπίεζε η φτώχεια και η έλλειψη των αναγκαίων

για τη ζωή, άλλους τους έτρεφε και τους έντυνε, όσες φορές της περίσσευαν αγαθά

γι’ αυτό το πράγμα, άλλους όμως τους παρηγορούσε με τα λόγια της και τους έπειθε

να υπομένουν τις συμφορές της φτώχειας, τους οποίους και έβλεπε με πολλή

ευχαρίστηση να μετανοούν.

Κάποτε κατέλαβε το νησί πλήθος πολύ από ένα έθνος βαρβαρικό που ξεκίνησε από τα

μέρη της Δύσης, άνθρωποι βάρβαροι στη γλώσσα και στις συνήθειες, αλλά και στη

συμπεριφορά, σκληροί και πάρα πολύ απειθάρχητοι. Αυτοί ήταν οι Καταλανοί, που

επέδραμαν στη Χίο γύρω στο 1306. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β’ είχε μισθώσει

Καταλανούς ως μισθοφόρους προκειμένου να πολεμήσει τους Τούρκους. Αυτοί, αφού

περικύκλωσαν τη Χώρα της Χίου, άρχισαν να καταστρέφουν, να ερημώνουν και να

καταλεηλατούν όσα υπήρχαν έξω από τα τείχη. Μερικοί λοιπόν από αυτούς όρμησαν

στο μοναστήρι, όπου έμενε η οσία, και προσπαθούσαν να την κάνουν αντικείμενο της

αγριότητάς τους. Συνέβη δε μεταξύ των άλλων και κάτι πολύ θρασύ και αναίσχυντο

από κάποιον που προσπάθησε να κακοποιήσει με αισχρό τρόπο μια μοναχή, που ήταν

συνασκήτρια της οσίας. Υπάρχουν όμως, όπως λένε, και εκείνοι που εισήλθαν στο

κελί της οσίας,  χρησιμοποιώντας τη σκάλα που οδηγούσε σ’ αυτό. Η Οσία όμως

σώθηκε με το να ξεψυχήσει ξαφνικά ο βάρβαρος που της επιτέθηκε και, χωρίς τη

χρήση ξίφους ή οποιουδήποτε όπλου, να φονευθεί αοράτως. «Διότι, συμπληρώνει ο

θεοσεβής συγγραφέας, πόσες θεραπείες ασθενειών, πόσες αποκαταστάσεις «αχρήστων»

μελών του σώματος νομίζεις ότι μπορούν να έχουν το ισοδύναμο με την αναβίωση

κάποιου που είχε πεθάνει»; Κι αυτό ακόμη το έσχατο θαύμα της νεκρανάστασης

στάθηκε ικανή να πραγματοποιήσει η αγία. Αργότερα, «μεταβαίνει» προς τον Χριστό,

τον οποίο προτίμησε για μοναδικό εραστή κι από τον οποίο εμπνεόταν σε όλη της τη

ζωή.

Και αυτό μέρα με τη μέρα γινόταν φανερό από τα θαύματα που επιτελούνταν με τον

«θησαυρό» με τον οποίο πλουτίσθηκε ο τάφος της. Και παρόλο που χάθηκε ο

«θησαυρός», επειδή τον εξαφάνισε ο μεγάλος ζήλος που έχουν οι άνθρωποι για τα

ιερά λείψανα, όμως η λειψανοθήκη έχει ακόμη τη χάρη της αγίας και έχει αποβεί

μια άλλη προβατική κολυμβήθρα για την περιοχή. Και μάλιστα, ενώ εκείνη μόνο μια

φορά το χρόνο και μόνο για έναν που θα κατέβαινε πρώτος στο νερό ενεργούσε τη

θεραπεία, η αγία Ματρώνα όμως για όλο το χρόνο, όποια φορά και από οπουδήποτε

και αν προερχόταν κάποιος, ήταν ανεξάντλητη πηγή θεραπείας και πλούσιο «τραπέζι»

χωρίς πολύ κόπο. Διότι, σύμφωνα με το συγγραφέα, αυτός που προσέρχεται πρέπει να

έχει μόνο πίστη και όταν αυτή είναι ειλικρινής και αποφασιστική, τότε αμέσως

απαλλάσσεται από αυτό που του προκαλεί θλίψη.

Ποια λοιπόν, αναρωτιέται, από όσες έζησαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού και

απέκτησαν μεγάλη φήμη από τη σχέση τους με το Θεό, είτε με το μαρτύριο του

αίματος, είτε με τους ασκητικούς αγώνες, δεν θα ζήλευε τα πνευματικά κατορθώματα

της Ματρώνας; Όσο για τα μεγάλα γυναικεία Πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης, των

Ιαήλ, Ιουδήθ, εκείνες απάλλαξαν, βεβαίως, τους συμπατριώτες τους από την

κυριαρχία των εχθρών τους, ενώ αυτή  απαλλάσσει καθημερινά από την κυριαρχία των

αόρατων εχθρών εκείνους που με το να τη μιμούνται δε διστάζουν να αναλάβουν τον

πόλεμο εναντίον τους. Στη συνέχεια ο εγκωμιαστής της, συγκρίνοντάς την με την

Εσθήρ, αναρωτιέται: «Γιατί όμως σε συγκρίνω με τις γυναίκες του Νόμου; Δεν

πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να εγκωμιάζονται περισσότερο τα κατορθώματα των

σύγχρονων γυναικών και όσων έζησαν μετά την ενανθρώπηση του Χριστού;  Ας

εξετάσουμε λοιπόν τα δικά σου, συγκρίνοντάς τα προς τα κατορθώματα αυτών των

γυναικών. Δεν είναι αλήθεια ότι υπέφερες σε όλη σου τη ζωή το μαρτύριο της

συνειδήσεως; Δεν σε κατείχε ολοκληρωτικά ο λογισμός στους ασκητικούς αγώνες σαν

άλλη φυλακή ή δεσμωτήριο; Δεν κρατούσε ο νους σου αιχμάλωτο το σώμα με τη

σταθερότητά του στους αγώνες; Δεν ήταν πολύ πιο βίαιος από κάθε τύραννο και

δήμιο, που δεν λυπάται μέχρι θανάτου το θύμα του; Αν όμως παραλληλίσει κανείς

τους μακροχρόνιους αγώνες σου προς το σύντομο χρονικό διάστημα εκείνης της

εποχής, ίσως να μη φαινόταν ότι οι δικοί σου είναι κατώτεροι από τους αγώνες

εκείνων, παραλληλίζοντας και σ’ αυτήν την περίπτωση τη φθορά με τη σκληρότητα

και το αβάσταχτο των ταλαιπωριών».

 

Μελάνη

Ο βίος της οσίας Μελάνης.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «Μαρτυρία για τον βίο της αγίας Μελάνης

της Ρωμαίας, που κατοικεί τώρα στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους». Και τούτο

γιατί πέρασε πολύ καιρό μαζί της κι έμαθε αρκετά για την ιστορία της καταγωγής

της από τη γενιά των συγκλητικών, καθώς και με ποιο τρόπο άρχισε την αγγελική

ζωή της μοναχής. (Μολονότι δεν κατονομάζεται ο συγγραφέας του Βίου της οσίας 

Μελανίας, σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι είναι έργο του

Γεροντίου(+ 485), ο οποίος μετά το θάνατο της οσίας επέβλεπε τις μονές της στα

Ιεροσόλυμα).- Ο μοναχικός βίος παρομοιάζεται με τον αγγελικό και γι’ αυτό το

μοναχικό σχήμα προσονομάζεται αγγελικό ή ισάγγελο. Βλ. π.χ. Μ. Βασιλείου, Λόγος

ασκητικός 2). Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας την εξιστόρησή του, γράφει: « Σκέφτομαι

πραγματικά ότι, καθώς φαίνεται, ούτε οι πιο τρανοί άνθρωποι των γραμμάτων θα

επιχειρούσαν ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα. Γι’ αυτό, επειδή βρίσκομαι σ’ απορία

μπροστά στο απέραντο μήκος της διηγήσεως, θα προσπαθήσω να μοιάσω με τους

ψαράδες. Επειδή γνωρίζουν καλά πως δεν μπορούν να πιάσουν όλα τα ψάρια, δεν

σταματάνε όμως και την προσπάθεια, αλλά καθένας τους βγάζει, με τη δύναμη που

έχει, στην ξηρά ό,τι του τύχει. Ή θα μιμηθώ εκείνους που μπαίνουν σε κήπο, όπου

βρίσκεται κάθε ευωδία και κάθε είδος μυρωμένου λουλουδιού. Αφού δεν είναι ικανοί

να μαζέψουν όλα τα λουλούδια, φεύγουν όλοι τους, κόβοντας όσα μπορούν

περισσότερα. Μεταχειρίζομαι λοιπόν κι εγώ αυτήν την εικόνα. Και παίρνοντας

θάρρος από τις προσευχές  θα προχωρήσω μέσα στον πνευματικό κήπο των έργων της

μακαρίας μητέρας μας Μελάνης. Κι αφού κόψω από κει τα πιο ευκολοπλησίαστα

λουλούδια, θα τα προσφέρω στους αγαπητούς αναγνώστες, για να ζηλέψουν την αρετή

και να κερδίσουν, όσοι θέλουν, το πιο μεγάλο κέρδος, ν’ αφιερώσουν τις ψυχές

τους στο Σωτήρα όλων μας, το Θεό».

Όντας υπερβολικά ταπεινός και μετριόφρων, χαρακτηρίζει τον εαυτό του αδέξιο και 

βραδύγλωσσο και σε σχέση με τους αγίους ανάξιο λόγου. Επειδή κι αν είχαν την

πρόθεση κάνοντας το καλό να τα  αποκρύβουν όλα, ο Θεός φροντίζοντας για τη

σωτηρία και την οικοδόμηση των πολλών, κάνει φανερά τα μεγάλα τους κατορθώματα

μέσω της συγγραφής του. Απευθυνόμενος λοιπόν στον αναγνώστη του λέει: «Αφού

γράψω λοιπόν λίγα από τα πολλά, όσα κι ο ίδιος προσωπικά με τα ίδια μου τα μάτια

είδα, κι όσα από άλλους με ακρίβεια έχω μάθει, θ’ αφήσω τα υπόλοιπα να τα

ερευνήσεις με τη δική σου φιλομάθεια. Καθώς έχει γραφεί. «Δίνε στον σοφό αφορμή

και θα γίνει σοφότερος».

Η Μελάνη, που ήταν πρώτη μέσα στη συγκλητική τάξη των Ρωμαίων, που λαχτάρησε από

τη νεανική της ηλικία τον Χριστό και που λαβωμένη με τη θεϊκή του αγάπη πόθησε

την αγνότητα του σώματος, πρέπει ν’ αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Οι γονείς

της, που ήταν ονομαστά μέλη της ρωμαϊκής συγκλητικής κοινωνίας, ελπίζοντας πως

θα συνεχιζόταν το όνομά τους με τη Μελάνη, την ανάγκασαν να παντρευτεί με τη βία

τον ευλογημένο άνδρα της Πινιανό, που ήταν ύπατος, όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων

χρονών και ο Πινιανός δεκαεφτά.

Η Μελάνη παίρνοντας πείρα του γάμου και φθάνοντας να μισήσει εντελώς τον κόσμο,

παρακαλούσε τον άνδρα της με πολύ πόνο λέγοντάς του αυτά τα λόγια. «Αν θα’

θελες, άρχοντά μου, να μείνεις αγνός μαζί μου και να ζήσουμε μαζί τον νόμο της

εγκράτειας, σε αναγνωρίζω και άρχοντα και αφέντη της ζωής μου. Αν αυτό σου

φαίνεται πολύ βαρύ και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τη φωτιά της νιότης σου, να

όλα μου τα υπάρχοντα που βρίσκονται στην εξουσία σου, γίνεσαι από τώρα πια

αφέντης και μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις». Αυτός όμως της θέτει

όρους και προϋποθέσεις προκειμένου να δεχτεί την πρότασή της: «Όταν θ’

αποκτήσουμε, με το θέλημα του Κυρίου, δυο παιδιά για να κληρονομήσουν την

περιουσία μας, τότε και οι δυο μαζί θ’ απαρνηθούμε τον κόσμο». Και να που

γεννήθηκε με το θέλημα του  Θεού μια κόρη, που την αφιέρωσαν αμέσως, παρθένα,

στο Θεό. Η καρδιά της Μελάνης καιγόταν πιο δυνατά ακόμα απ’ τη φωτιά του Θεού.

Κι αν μερικές φορές, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, την έστελναν οι γονείς

της στα λουτρά, πήγαινε εκεί χωρίς να το θέλει. Αφού έμπαινε μέσα για ν’

αποδείξει την υπακοή της, έπλενε το πρόσωπό της με ζεστό νερό και σκουπιζόταν με

τα ρούχα της. Έπειτα δωροδοκούσε τις ακόλουθές της, για να μη  μαρτυρήσουν σε

κανένα αυτά που έκανε.  Ο νεαρός της άνδρας, ζαλισμένος ακόμα από τη δόξα του

κόσμου, όταν αυτή τον παρακαλούσε πολλές φορές να φυλάξει την αγνότητα του

σώματος, δεν το δεχόταν, λέγοντας ότι επιθυμούσε ακόμα ένα παιδί. Η αγία

προσπάθησε λοιπόν να ξεφύγει, αφήνοντάς του όλη την περιουσία της και ανακοίνωσε

στους άγιους Πατέρες το σχέδιό της: Άρχισε να φοράει κάτω από τα μεταξωτά της

φορέματα ένα χοντρό μάλλινο ρούχο. Το κατάλαβε όμως η θεία της και την

παρακάλεσε να μη ντύνεται αστόχαστα με τέτοια ρούχα. Προσευχήθηκε στο Θεό με

πολλά δάκρυα, για να μπορέσει, αφού ελευθερωθεί από τον κόσμο, να περάσει τα

υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε μοναχικό βίο. Γιατί αυτό είχε εξ αρχής

λαχταρήσει. Μια μέρα, γυρίζοντας  από την εκκλησία, τεκνοποίησε δύσκολα και το

παιδί γεννήθηκε προ της ώρας του. Ήταν αγόρι. Κι αφού το βάπτισαν, «πέταξε» προς

το Θεό.

Την ίδια εποχή και η κόρη τους η παρθένα «κοιμήθηκε» εν Κυρίω. Έτσι, στο εξής,

και οι δύο φλέγονταν από την επιθυμία να εκπληρώσουν το τάξιμό τους προς τον

Θεό. Επειδή όμως οι ίδιοι οι γονείς τους δεν τους το επέτρεψαν, έπεσαν σε

πένθος, ώστε ν’ αρνούνται να φάνε και το φαγητό, αν οι γονείς δεν συμφωνούσαν

μαζί τους και δεν παραχωρούσαν την άδεια να απαλλαγούν από την ματαιότητα της

κοσμικής εμφανίσεως και να αγκαλιάσουν το αγγελικό και ουράνιο πολίτευμα. Οι

γονείς τους, όπως είπαμε και πιο πάνω, δεν αποδέχονταν την επιθυμία των παιδιών,

επειδή έδιναν μεγάλη σημασία στις κακολογίες της κοινωνίας. Το έφεραν κι οι δυο

τους πολύ βαριά, επειδή δεν μπορούσαν από την πίεση των γονέων ν’ αναλάβουν

ελεύθερα τον ζυγό του Χριστού και σκέπτονταν να φύγουν μακριά από την πόλη.

 Οι γονείς τους καθημερινά τους λυπούσαν επειδή φοβόντουσαν την κοροϊδία των

βλάστημων ανθρώπων, εμποδίζοντάς τους από την ουράνια υπόσχεσή τους. Γι’ αυτό

κρυφά βγήκαν έξω από την μεγάλη πόλη της Ρώμης. Εκεί, ζώντας στα προάστειά της,

γυμνάζονταν στην πραγματοποίηση των αρετών. Επειδή δεν μπορούσαν για την ώρα από

τα τρυφερά τους νιάτα ν’ αρχίσουν αυστηρή άσκηση, άρχισαν να ντύνονται με

ταπεινά ρούχα. Φόραγε λοιπόν η Μελάνη πολύ φτηνό ιμάτιο κι αυτό παλιωμένο,

προσπαθώντας να σβήσει μ’ αυτό την ομορφιά της νιότης. Ο Πινιανός, επειδή έτυχε

μόλις να «ξεπεράσει» τη λαμπρή του φορεσιά και την πολυτέλεια, φόραγε

μισοπολυτελή ρούχα της Κιλικίας. Όταν, επιτέλους, άλλαξε τα ρούχα της Κιλικίας,

φορούσε τα αντιοχειανά, σε φυσικό χρώμα, που η αξία τους δεν ξεπερνούσε το ένα

νόμισμα.

Το ευσεβές ζευγάρι περιποιούνταν τους αρρώστους για να γίνουν καλά, γυρίζοντας

χωρίς διάκριση και κάνοντας επίσκεψη σε όλους. Φιλοξενούσαν τους ξένους που

περνούσαν και τους άφηναν να φύγουν μόνο αφού τους έδιναν χαρά με πολλά εφόδια.

Βοηθούσαν όλους όσους είχαν ανάγκη και τους φτωχούς απεριόριστα. Κι αφού

περιέτρεχαν όλες τις φυλακές και τις εξορίες και τα μεταλλεία, απελευθέρωναν,

δίνοντάς τους χρήματα, όσους κρατούνταν για χρέη. Άρχισαν έπειτα να πουλούν τα

κτήματά τους. Πολύ αναστατώθηκαν κι από το ότι είδαν τους δικούς τους δούλους να

στασιάζουν στα προάστεια της Ρώμης...

Η ευσεβής βασίλισσα Σερήνα, παρακολουθώντας προσεκτικά την αστραποβόλα τωρινή

ζωή της αγίας Μελάνης κι ακούγοντας  για τα πνευματικά της κατορθώματά της, 

επιθυμούσε πολύ να την δει.

Όταν λοιπόν στασίασαν οι δούλοι τους στα προάστεια, τότε η Μελάνη είπε στο

σύζυγό της: «Ίσως μας καλεί ο καιρός να δούμε τη βασίλισσα. Γιατί αν ξεσηκώθηκαν

έτσι εναντίον μας οι υπηρέτες που βρίσκονται τόσο κοντά μας, τι νομίζεις άραγε

θα μας κάνουν οι έξω από τις πόλεις; Θέλω να πω, όσοι βρίσκονται στην Ισπανία,

στην Καμπανία, στη Σικελία, στην Αφρική, στη Μαυριτανία, στη Βρετανία και στις

άλλες χώρες;» Από την αιτία λοιπόν αυτή αναγκάστηκαν να ζητήσουν συνάντηση με

την «ευσεβέστατη» βασίλισσα. Και την πέτυχαν χάρη στους «αγίους» επισκόπους που

μεσολάβησαν. Πολλοί υποστήριζαν ότι πρέπει κατά τη συνήθεια των συγκλητικών της

Ρώμης στη συνάντηση με τη βασίλισσα να ξεσκεπάσει το κεφάλι της. Η αγία βεβαίωσε

με γενναία απόφαση πως μήτε ρούχα θ’ αλλάξει -επειδή είναι «γραμμένο». «Ντύθηκα

τα φορέματά μου. Πώς να τα ξεντυθώ;»- μήτε το κεφάλι της θα ξεσκεπάσει –επειδή

λέγει ο Απόστολος: «Δεν πρέπει η γυναίκα να προσεύχεται με ακάλυπτο κεφάλι»-,

«ούτε κι αν πρόκειται ακόμη να χάσω όλα τα υπάρχοντά μου. Κέρδος μου είναι»,

είπε, «να μην παραβιάσω μια κεραία της αγίας Γραφής και να μην καταπατήσω την

κατά Θεόν συνείδησή μου, για να κερδίσω όλο τον κόσμο».

Έφθασε στο παλάτι παίρνοντας μαζί της πολύτιμα κοσμήματα μεγάλης αξίας και

κρυστάλλινα βάζα, δώρα στην ευσεβή βασίλισσα, και άλλα πάλι κοσμήματα σε

δακτυλίδια και ασημικά και μεταξωτά φορέματα, για να τα προσφέρει στους πιστούς

ευνούχους και άρχοντες. Αφού τους ανήγγειλαν, πήραν διαταγή να περάσουν κι

αμέσως ήλθε προς συνάντησή τους στην αρχή της στοάς, καταχαρούμενη, η ευσεβής

βασίλισσα. Όταν αντίκρυσε τη Μελάνη με το απλό εκείνο φόρεμα, ήλθε σε μεγάλη

κατάνυξη. Αφού την υποδέχθηκε, την έβαλε να καθίσει στον χρυσό της θρόνο.

Απέδειξε με τα έργα της αυτά σε όλους, ότι η γυναίκα σε τίποτα δεν υστερεί από

τον άνδρα, όταν η απόφαση είναι δυνατή, για την απόκτηση της «αρετής του Θεού».

Το παράξενο της υπόθεσης είναι πως τους εναντιώθηκε ο πατέρας τους, που τους

εμπόδιζε τελείως να συναναστρέφονται «αγίους» και ν’ ακούν λόγο «σωτηρίας» για

τον δρόμο του Θεού. Σε τέτοιο σημείο έφερε ο διάβολος τον πατέρα της, παρ’ όλο

που ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής, ώστε να κάνει, με την πρόφαση καλού, μεγάλη

αμαρτία. Επειδή σκεφτόταν κρυφά να πάρει την περιουσία τους και να την δώσει στα

άλλα του παιδιά, γι’ αυτό προσπάθησε να τους εμποδίσει από την ουράνια απόφασή

τους, όπως είπαμε πιο πάνω. Και  η βασίλισσα, που καλοτύχιζε και τους δύο, έλεγε

του Πινιανού πως σχεδιάζει κακό εναντίον τους, θέλοντας να πάρει δικά του όλα

τους τα κτήματα, που είναι και πολλά και μεγάλα. Και πως ο καθένας από τους

συγγενείς τους τούς συγκλητικούς σχεδιάζει να πάρει από τα υπάρχοντά τους,

θέλοντας να πλουτίσει από αυτά. Αυτός της απάντησε, θαρρετά και με επίγνωση:

«Όταν αυτοί προσπαθούν να μας εκμεταλλευτούν συμβαίνει να είναι συγγενείς μας.

Έχουμε εμπιστοσύνη στον Χριστό πως με τη δική του βοήθεια και την προστασία της

σεβαστής βασιλικής εξουσίας σας θα εκποιηθούν όπως πρέπει και τα μικρότερα

κτήματά μας».

Στη συνέχεια, η βασίλισσα απευθύνεται αμέσως στον «ευσεβέστατο» και φιλόχριστο

αδελφό της, στον  μακαριστό βασιλέα Ονώριο για να  εκδοθεί διάταγμα σε κάθε

επαρχία: να πουληθούν με ευθύνη των αρχόντων και των διοικητών τα κτήματά τους

και πάλι με δική τους ευθύνη να αποδοθούν στους «αγίους» τα εισπραχθέντα

χρήματα. Και με τόσο ζήλο και με τόση χαρά ενήργησε ο «φιλόχριστος» βασιλιάς,

ώστε ενώ κάθονταν ακόμη, τους δόθηκαν τα διατάγματα μαζί με τα ονόματα εκείνων

που αναλάμβαναν το έργο. Αργότερα παρέδωσαν τα πολύτιμα κοσμήματα μαζί με τα

κρυσταλλένια βάζα στη βασίλισσα. Αυτή διατάσσει τότε τον πρεπόζιτο και άλλους

δύο επιφανείς ευνούχους να τους συνοδεύσουν με όλες τις τιμές, ορκίζοντάς τους

στη σωτηρία του ευσεβέστατου αδελφού της, να μην επιτρέψουν μήτε στον εαυτό

τους, μήτε σε κανέναν άλλον άνθρωπο του παλατιού, να πάρει ούτε κι ένα νόμισμα

ακόμη από αυτούς. Κι αυτοί, που ήταν «φιλόχριστοι» υπηρέτες «φιλοχρίστων»

βασιλέων, εξεπλήρωσαν τη «διαταγή» με όλη τους τη χαρά και την προθυμία.

Κι επειδή κανένας από τους συγκλητικούς της Ρώμης δεν είχε την οικονομική

ευχέρεια ν’ αγοράσει το αρχοντικό του  Πινιανού, ειδοποίησαν με τους επισκόπους

τη βασίλισσα, που αναφέραμε πιο μπροστά,  να το αγοράσει αυτή. Η βασίλισσα που

δεν ήθελε να το αγοράσει, είπε στους μεσολαβητές. «Θαρρώ πως δεν θα μπορέσω να

το αγοράσω όσο του αξίζει». Την παρακάλεσαν τότε να δεχθεί, τουλάχιστον από τα

πανάκριβα αγάλματα του αρχοντικού, ένα ενθύμιο από τους αγίους. Αυτή το

αποδέχθηκε με δυσκολία, μη θέλοντας να τους λυπήσει περισσότερο. Και οι

«ευλογημένοι», αφού δεν κατόρθωσαν να το πουλήσουν τότε, το έδωσαν έπειτα από

την επιδρομή των βαρβάρων του Αλαρίχου, που το κατακάψανε, σχεδόν για τίποτα.

Για την περιουσία τους ο συγγραφέας  διηγείται, χωρίς λεπτομέρειες, όσα άκουσε

από το στόμα του Πινιανού. Έλεγε πως είχε για ετήσιο εισόδημα περίπου εκατόν

είκοσι χιλιάδες χρυσά νομίσματα, χωρίς να υπολογίσουμε τα έσοδα που είχε η

σύζυγός του από τα δικά της κτήματα. Όσο για την κινητή περιουσία τους, ήταν

τόσο μεγάλη, που δεν θα μπορούσε κανένας να τη μετρήσει. Όλα αυτά τα πλούτη

παραδίνονταν αμέσως με προθυμία για διανομή σε «άγια» πρόσωπα, που τους

εμπιστεύονταν τη διακονία της ελεημοσύνης. Έστελναν σε διάφορες χώρες με τον ένα

σαράντα χιλιάδες, με τον άλλο τριάντα, μ’ έναν άλλο είκοσι και μ’ άλλον δέκα

χιλιάδες, και συνέχιζαν έτσι, καθώς ο Κύριος τους βοηθούσε να κάνουν. Η αγία

Μελάνη έλεγε η ίδια στον ευλογημένο σύζυγο κι αδελφό. «Το βάρος της ζωής είναι

πολύ βαρύ για μας, κι εμείς δεν είμαστε ικανοί, μέσα σ’ όλα αυτά τα πλούτη ν’

αναλάβουμε τον ελαφρό ζυγό του Χριστού. Ας απογυμνωθούμε λοιπόν αμέσως από τα

αγαθά μας, για να κερδίσουμε τον Χριστό». Αυτός δεχόταν, σαν να προέρχονταν από

το Θεό, τις υποδείξεις της «ευλογημένης», και οι δύο μαζί σκόρπιζαν την

περιουσία τους με τα δύο τους χέρια. Τα παρακάτω λεγόμενά τους είναι ενδεικτικά

των δραστηριοτήτων τους: «συγκεντρώσαμε πολύ και αμέτρητο χρυσάφι, για να το

αποστείλουμε στη διακονία των φτωχών και των αγίων, σαρανταπέντε χιλιάδες χρυσά

νομίσματα. Καθώς μπήκα στο τρίκλινο, μου φάνηκε με ενέργειά Του σαν ν’

αστραφτοκοπούσε με φωτιά το σπίτι από το πλήθος των χρημάτων. Είχαμε ένα

πραγματικά φημισμένο κτήμα και μέσα στο κτήμα λουτρό, που ξεπερνούσε κάθε

κοσμική λαμπρότητα. Είχε από τη μια μεριά τη θάλασσα κι από την άλλη δάσος με

παντός είδους δένδρα, που μέσα του έβοσκαν αγριογούρουνα, ελάφια, ζαρκάδια και

άλλα άγρια ζώα. Από τον λουτήρα μπορούσαν να βλέπουν όσοι λούζονταν, από το ένα

μέρος ν’ αρμενίζουν τα πλοιάρια κι απ’ το άλλο τ’ άγρια ζώα του δάσους.

Βρίσκοντας πάλι μ’ αυτό ο διάβολος ευνοϊκή αφορμή, μου έβαλε κάτω από τα μάτια

μου  την ομορφιά των διαφόρων, εκεί, αγαλμάτων και το μεγάλο εισόδημα από τη

γύρω περιοχή, γιατί γύρω από τον λουτρώνα υπήρχαν εξήντα δύο κτίσματα». Τα

μάταια αυτά υλικά αγαθά που αύριο καταστρέφονται από τους βαρβάρους ή από τη

φωτιά ή απ’ τον χρόνο ή από άλλη αιτία απαρνήθηκε το ευσεβές ζευγάρι.

Πούλησαν λοιπόν άφοβα, καθώς είπαμε πιο πάνω, τα υπόλοιπα κτήματά τους στη Ρώμη

και βοήθησαν, θα μπορούσαμε να πούμε, όλο τον κόσμο. Γιατί πραγματικά,

αναρωτιέται ο συγγραφέας, «ποια πόλη και ποια χώρα δεν έλαβε το μερίδιό της από

τις απέραντες αγαθοεργίες τους; Να πούμε τη Μεσοποταμία και την υπόλοιπη Συρία

και Παλαιστίνη και τα μέρη της Αιγύπτου και Πενταπόλεως; Για να μη πολυλογούμε,

ολόκληρη η Δύση κι ολόκληρη η Ανατολή πήραν μερίδιο από τις απέραντες

αγαθοεργίες τους. Εγώ ο ίδιος, για παράδειγμα, ταξιδεύοντας προς την

Κωνσταντινούπολη, άκουσα πολλούς Γέροντες στον δρόμο μου και ξεχωριστά τον

Τίγριο, πρεσβύτερο στην Κωνσταντινούπολη, να ευχαριστούν τους αγίους. Αφού

αγόρασαν όχι λίγα νησιά, τα δώρησαν σε άγιους ανθρώπους. Το ίδιο έκαναν κι αφού

αγόρασαν, δίνοντας για κάθε τόπο αρκετά χρήματα, ασκητήρια μοναχών και παρθένων

χαρίζοντάς τα σ’ αυτούς που τα κατοικούσαν. Όλα τους τα μεταξωτά φορέματα, που

ήταν πλούσια και πολύτιμα, τα πρόσφεραν σε θυσιαστήρια εκκλησιών και

μοναστηριών. Τα ασημικά τους, που είχαν σε μεγάλη ποσότητα, τα κομμάτιασαν

κάνοντας θυσιαστήρια και εκκλησιαστικά κειμήλια και πολλά άλλα αφιερώματα στον

Θεό».

Αφού πούλησαν τα κτήματά τους γύρω από τη Ρώμη, στην Ιταλία, Ισπανία και

Καμπανία, αναχώρησαν με πλοίο για την Αφρική. Σε λίγο ο Αλάριχος έκανε επιδρομή

στις χώρες που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους οι «ευλογημένοι» και όλοι δόξαζαν

τον Δεσπότη των όλων λέγοντας: «Καλότυχοι αυτοί που πρόφθασαν να πουλήσουν τα

κτήματά τους πριν από την επιδρομή των βαρβάρων».

Όταν έφευγαν από τη Ρώμη, ο έπαρχος της πόλης, που ήταν φανατικός ειδωλολάτρης,

θέλησε με όλη τη Σύγκλητο να κατακυρώσει στο δημόσιο την περιουσία τους. Ενώ

αυτός ετοιμαζόταν το πρωί να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, συνέβη, με πρόνοια

του Θεού, να επαναστατήσει ο λαός από έλλειψη ψωμιού κι έτσι σκοτώθηκε συρόμενος

μέσα στους δρόμους κι όλοι οι άλλοι ησύχασαν κατατρομαγμένοι. Πάνω στο πλοίο

βρισκόταν μεγάλο πλήθος ανθρώπων και παρά λίγο να κινδυνεύσουν όλοι, όταν τους

έλειψε το νερό. Η Αγία τότε διέταξε τους ναύτες: «Βάλτε το πλοίο λοιπόν στην

πορεία του καιρού και μην πηγαίνετε ενάντια στους ανέμους».

Οι ναύτες, καθώς διατάχθηκαν από την αγία, τέντωσαν το πανί και προσορμίσθηκαν

σε κάποιο νησί. Το νησί αυτό είχαν κουρσέψει οι βάρβαροι και είχαν αιχμαλωτίσει

τους πρώτους της πόλης με τις γυναίκες και τα παιδιά και ζητούσαν πολύ χρυσάφι

για να τους ελευθερώσουν. Αν δεν τους το έδιναν, θα τους σκότωναν και θα έκαιγαν

την πόλη. Όταν αποβιβάστηκαν λοιπόν οι άγιοι από το πλοίο, το άκουσε ο επίσκοπος

και τους πλησιάζει, με άλλους μαζί, γονατίζοντας και λέγοντας: «Έχουμε όσα χρυσά

νομίσματα μας ζητούν οι βάρβαροι, εκτός από δυόμισι χιλιάδες».

Οι άγιοι τα πρόσφεραν με προθυμία, απελευθέρωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης

από τους βάρβαρους και τους χάρισαν κι άλλα πεντακόσια νομίσματα. Έθρεψαν τους

ταλαιπωρημένους από την πείνα και τη θλίψη με τον άρτο και τα τρόφιμα που είχαν,

και όχι μόνο αυτό, αλλά και εξαγόρασαν, δίνοντας πεντακόσια νομίσματα, κάποια

«επίσημη» γυναίκα τους, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων.

Έτσι αναχώρησαν από κει, κάνοντας πανιά για την Αφρική. Όταν φθάσανε εκεί κάτω,

πούλησαν αμέσως τα κτήματα που κατείχαν στη Νουμιδία, Μαυριτανία και στην ίδια

την Αφρική. Έστειλαν τα χρήματα για τη διακονία των φτωχών αλλά και για την

εξαγορά αιχμαλώτων...

Όταν οι άγιοι όμως αποφάσισαν να πουλήσουν όλα τους τα κτήματα, οι μεγάλοι

επίσκοποι της Αφρικής, ο μακάριος Αυγουστίνος, ο αδελφός του Αλύπιος κι ο

Αυρήλιος της Καρχηδόνας, τους έδωσαν συμβουλή λέγοντας: «Όλα τα χρήματα που

μοιράζετε τώρα στα μοναστήρια, σε λίγο χρόνο θα ξοδευτούν. Αν θέλετε όμως να

έχετε άσβηστη μνήμη στον ουρανό και πάνω στη γη, κάνετε δώρο σε κάθε μοναστήρι

και οίκημα και τακτικό έσοδο». Αυτοί παραδέχθηκαν ολόψυχα τη λαμπρή γνώμη των

επισκόπων και έπραξαν σύμφωνα με τη συμβουλή που τους έδωσαν.

Η πόλη του επισκόπου Αλυπίου, που ονομαζόταν Ταγαστή, ήταν μικρή και πολύ φτωχή.

Αυτή διάλεξαν για διαμονή τους οι άγιοι, ιδιαίτερα για την παρουσία του

επισκόπου που αναφέραμε πιο πάνω, του Αλυπίου.

Η Μελάνη στόλισε πάρα πολύ όμορφα την εκκλησία του «άγιου» αυτού ανθρώπου με

εισοδήματα, αφιερώνοντας χρυσά και ασημένια κειμήλια και πολύτιμα παραπετάσματα.

Έτσι αν και η εκκλησία του ήταν προηγουμένως πάμπτωχη, ξεσήκωσε τώρα εναντίον

του Αλυπίου τον φθόνο των άλλων επισκόπων της επαρχίας εκείνης. Έκτισαν εκεί και

δύο μεγάλα μοναστήρια χορηγώντας τους και τα απαραίτητα έσοδα. Στο ένα κατέφυγαν

ογδόντα  άνδρες, στο άλλο εκατόν τριάντα παρθένες.

Κάθε βράδυ η Μελάνη έτρωγε μόνο λίγο λάδι και λίγο μελωμένο κι αρωματισμένο

πιοτό. Όσο για κρασί, και στην κοσμική της ζωή ακόμη ποτέ δεν είχε πιεί, γιατί

έτσι μεγάλωναν τα παιδιά των συγκλητικών στη Ρώμη. Φαγητό χωρίς λάδι  έτρωγε και

φθηνό ψωμί. Καλλιγραφούσε με μεγάλη δεξιοτεχνία και χωρίς σφάλματα μικρά

χειρόγραφα. Καθόρισε στον εαυτό της πόσο όφειλε ν’ αντιγράφει την ημέρα και πόσο

να διαβάζει από τα κανονικά βιβλία της Γραφής και πόσο ακόμη από τις συλλογές

Ομιλιών. Έπειτα χορτασμένη, σαν να έτρωγε γλυκίσματα, περνούσε στους βίους των

Πατέρων. Παράδωσε και αυστηρούς κανόνες στις αδελφές που την συντρόφευαν, για να

μη βγάζουν από το στόμα τους άχρηστο λόγο, ούτε άχαρο γέλιο. Εξέταζε με φροντίδα

και πόνο τους λογισμούς τους και δεν επέτρεπε την παραμικρή βρώμικη σκέψη να

παραμένει σ’ αυτές.

Άρχισε να νηστεύει και την αγία ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού. Καταλυπημένη η

 μητέρα της, που μιμήθηκε τη ζωή των παλαιών αγίων γυναικών: για να γραφεί η

ενάρετη ζωή της έχει ανάγκη από κάποιον άλλον να την γράψει.  Αντέγραφε

καλλιγραφικά όσα της χρειάζονταν προσωπικά και διαμοίραζε στους άλλους αντίγραφα

φτιαγμένα με το ίδιο της το χέρι. Διάβαζε με τόση επιμέλεια τις συλλογές με τις

βιογραφίες των αγίων, ώστε δεν της ξέφευγε κανένα βιβλίο που θα μπορούσε να

βρει. Άλλα αγόραζε κι άλλα δανειζόταν και τα διάβαζε  Από την υπερβολική της

φιλομάθεια φαινόταν, όταν διάβαζε τα λατινικά, σαν να μην ήξερε ελληνικά, κι

όταν διάβαζε ελληνικά, νόμιζαν πως δεν ήξερε λατινικά. Αιρετικό προσπαθούσε με

τις συμβουλές της να τον μεταστρέψει, αν πειθόταν στο καλό...διαφορετικά δεν

καταδεχόταν ούτε για βοήθεια των φτωχών να πάρει κάτι απ’ αυτόν. Προσφιλές της

ήταν το όνομα της γυναίκας ενός υπάτου μαζί με τους προκεκοιμημένους αγίους, που

τέλειωσε τη ζωή της στην ξενιτιά, στους αγίους Τόπους. Λαχταρούσε τόσο

υπερβολικά την αγνότητα, ώστε έπειθε και με χρήματα και με συμβουλές πολλούς,

και νέους και νέες ν’ απαρνούνται την ακολασία και την άσεμνη ζωή, διδάσκοντας

σε όσους την πλησίαζαν. Κι ο βιογράφος της αναρωτιέται: «Πόσους δούλους του Θεού

εξυπηρέτησε, άλλοτε με χρήματα κι άλλοτε με παρηγορητικά λόγια; Και πόσους

Σαμαρείτες και εθνικούς και αιρετικούς δεν κατόρθωσε να μεταπείσει με δώρα ή με

συμβουλές, προσφέροντάς τους στο Θεό»;

Μονάχα ένα χρυσό προσφοράριο της απόμεινε, αξίας πενήντα νομισμάτων, που το

έστειλε κι αυτό σε κάποιον  επίσκοπο. Γι’ αυτό πολλοί «φίλοι του Χριστού» της

παρέδιδαν τα χρήματά τους, σαν σε πιστή και σοφή οικονόμο. Κι αυτή σύμφωνα με

την παράκληση εκείνου που τα πρόσφερε, παράγγελνε να διαμοιραστούν αυτά με

πιστότητα και φρονιμάδα. Έφτιαξε και για τον εαυτό της πανωφόρι, εσάρπα και

κουκούλα από κατσικίσιο μαλλί και δεν τα «ξεντύνονταν» σχεδόν ποτέ. .(Το

κουκούλλιον ή κουκούλιον (από το λατ. cucullus) ήταν εξάρτημα της μοναχικής

ενδυμασίας. Το κάλυμμα αυτό του κεφαλιού ήταν προσραμμένο στον μανδύα ή τον

λεβιτώνα. Βλ. Αποφθέγματα, PG 65, 449 CD: «...ενδύσας αυτόν λεβιτώνα και

κουκούλιον τη κεφαλή...την μηλωτήν περί τους ώμους...και λέντιον...».

Αποφθέγματα, PG 65, 180 B. Αββά Ζωσιμά, Διαλογισμοί, PG 78, 1689 B).

Πλουμιστό κέντημα της πανάκριβης φορεσιάς («ποτέ το πλουμίον της πολυτίμου αυτής

οθόνης, ήν εφόρει») που κάποτε φορούσε τώρα απουσίαζε. Και αν κάποτε τύχαινε να

έλθει μέσα στο κελί η μητέρα της από λαχτάρα για την κόρη της, την ώρα που

εκείνη έγραφε ή διάβαζε, ούτε την κοίταζε καθόλου ούτε της μιλούσε, ώσπου να

συμπληρώσει τον συνηθισμένο της κανόνα. Έπειτα της μιλούσε όσο ήταν αναγκαίο.

Και η μητέρα της την αγκάλιαζε και την φιλούσε κι έτσι με δάκρυα της έλεγε.

«Πιστεύω πως έχω κι εγώ μερίδα στους αγώνες και στους κόπους σου, παιδί μου.

Γιατί αν η μητέρα των εφτά Μακκαβαίων παιδιών ευφραίνεται μαζί τους αιώνια, που

είδε για μια ώρα τα βασανιστήρια των παιδιών της, πόσο περισσότερο εγώ που σε

βλέπω, παιδί μου, να λιώνεις έτσι και να μην προσφέρεις καμιά ανάπαυση στον

εαυτό σου από τους τόσους κόπους;»

Αφού έμειναν λοιπόν εφτά χρόνια στην Αφρική και έβγαλαν από πάνω τους όλο το

βάρος του πλούτου, ύστερα ξεχύθηκαν για τα Ιεροσόλυμα. Ένιωσαν βαθιά τον πόθο να

προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Αφού έκαναν πανιά από την Αφρική για την

Ανατολή, έφθασαν στην Αλεξάνδρεια, όπου τους υποδέχθηκε ο  επίσκοπος Κύριλλος με

τρόπο άξιο της αγιοσύνης του.

 Έκαναν πανιά για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί έμεναν στα δωμάτια του ναού της

Αναστάσεως. Δεν ήθελαν τα χρήματα, που τους είχαν απομείνει, να τα μοιράσουν με

τα δικά τους χέρια. Τα παρέδωσαν σ’ εκείνους που είχαν αναλάβει τη διακονία των

φτωχών, γιατί δεν ήθελαν να φανεί σε κανένα ότι κάνουν αγαθοεργίες. Έφθασαν σε

τέτοια ακτημοσύνη, ώστε μας διαβεβαιώνει η αγία: «Όταν πρωτοφτάσαμε εδώ, κάναμε

τη σκέψη, να γραφτούμε στους εκκλησιαστικούς καταλόγους και να τρεφόμαστε

κανονικά μαζί με τους άλλους φτωχούς».

Παραμένοντας λοιπόν μόνη με την μητέρα της, δεν άρχιζε γρήγορα συνομιλία με τον

καθένα. Έκανε εξαίρεση στους αγίους και στους πιο σεβαστούς επισκόπους,

ξεχωριστά σε όσους διακρίνονταν για τη μόρφωσή τους, για να χρησιμοποιεί ακόμη

και την ώρα της συνομιλίας  ερωτήσεις πάνω στα προβλήματα της αγίας Γραφής.

Καλλιγραφούσε, όπως είπαμε και πιο πάνω, μικρά χειρόγραφα και περνούσε

νηστεύοντας όλη την εβδομάδα. Κάθε βράδυ μετά το κλείσιμο του ναού της

Αναστάσεως έμενε κοντά στον Σταυρό, μέχρις ότου έμπαιναν οι ψάλτες και τότε

έφευγε στο κελί της και κοιμόταν για λίγο.

Με την επιδρομή που έκαναν οι βάρβαροι δεν κατόρθωσαν να πουλήσουν όλα τους τα

κτήματα. Είχαν αφήσει μερικά απούλητα. Κάποιος πιστός κατόρθωσε να πουλήσει ένα

μέρος απ’ αυτά στην Ισπανία, στην περιοχή που είχε ειρηνεύσει. Κι αφού

συγκέντρωσε λίγα χρήματα από την πώλησή τους, τους τά  έφερε στα Ιεροσόλυμα. Η

Μελάνη, αρπάζοντας τα χρήματα από το στόμα του «λέοντα», δηλαδή του Αλάριχου, τα

αφιέρωσε στο Θεό και κατέφυγε στην Αίγυπτο προς συναναστροφή των αγίων ασκητών

της ερήμου. Ο πνευματικός της αδελφός και πρώην σύζυγος την ακολούθησε με χαρά

σα να υπάκουε σε αληθινά καλό δάσκαλο. Προτού ξεκινήσει για την «πνευματική της

εμπορία», παρακάλεσε τη μητέρα της να της φτιάξει κοντά στο όρος των Ελαιών ένα

κελί επενδεδυμένο με σανίδες για να το χρησιμοποιεί ως ησυχαστήριο.

Στην Αίγυπτο διαπίστωσαν πως η πλειονότητα των ασκητών της ερήμου ζούσε σε

συνθήκες πολύ σκληρές: τα συνήθη σκεύη του νοικοκυριού τους ήταν μια ψάθα, ένα

ζεμπίλι με λίγα ξερά παξιμάδια κι ένα σακούλι μ’ αλάτι. Οι άγιοί μας προσπάθησαν

 σαν πιστοί οικονόμοι να τους εξοικονομήσουν κάποια χρήματα όμως οι περισσότεροι

αναχωρητές και αναχωρήτριες δεν δέχονταν να τα πάρουν. Γι’ αυτό και η Μελάνη τα

άφηνε με «πανουργία πνευματική» κρυφά στα κελιά τους. Με τον τρόπο αυτό

εξασκούσε τη λεγόμενη πνευματική εμπορία.

Στην αιγυπτιακή έρημο συναντήθηκαν με τον ηγούμενο των μοναχών της Ταβέννης κι

άλλους ηγουμένους  που λέγονταν Ζευγήτες.

Αφού άφησαν την Αλεξάνδρεια, έρχονται στο όρος της Νιτρίας και στα λεγόμενα

Κελλία, όπου οι Πατέρες της περιοχής εκείνης υποδέχονται την Μελάνη σαν άντρα.

Είχε ξεπεράσει πραγματικά το μέτρο του φύλου της και είχε αποκτήσει φρόνημα

αντρικό, κατά το βιογράφο της. Εμφανίστηκε με τρίχινο σάκο και στάχτη στα

μαλλιά. Η ανηψιά της, η Παύλα  η παρθένος εξανέστη.

Έκτισε έπειτα μοναστήρι με την απόφαση να σώσει κι άλλες ψυχές  Παρακάλεσε τον

αδελφό της να συγκεντρώσει μερικές παρθένες. Δημιουργήθηκε έτσι κοινόβιο με

ενενήντα περίπου παρθένες, που τους έδωσε εξαρχής κανόνα να μη συναναστρέφονται

ποτέ με άντρα. Γι’ αυτό έφτιαξε μέσα στο μοναστήρι στέρνα και φρόντιζε για όλες

τις υλικές τους ανάγκες, και τους έλεγε. «Εγώ θα σας υπηρετήσω σαν άξια δούλη

και δεν θ’ αφήσω να σας λείψει κάτι που έχετε ανάγκη. Εσείς φυλαχτείτε μονάχα

από τις συναναστροφές με άντρες». Έπειτα τράβηξε γυναίκες από κακόφημους τόπους

και τις οδήγησε με συνετές συμβουλές σαν θυσία στο Θεό.  Εκεί έγινε  ηγουμένη,

συχνά λέγοντας: «Όπως ακριβώς νύφη, στολισμένη μ’ όλων των ειδών τα στολίδια,

δεν μπορεί να φοράει μαύρα παπούτσια, αλλά στολίζει μαζί με το σώμα και τα

πόδια, έτσι και η ψυχή χρειάζεται το στολισμό της. Αφού και οι άρχοντες του

κόσμου πειθαρχούν και υπακούουν ο ένας στον άλλο. Αν μιλήσουμε και γι’ αυτόν

ακόμα που φοράει το στέμμα, τίποτα δεν κάνει μόνος του στα πιο πολλά και

αναγκαία, ούτε επιχειρεί να διατάξει, αν δεν πάρει πρώτα τη γνώμη της συγκλήτου.

Αν αφαιρέσεις και στις οικογένειες του κόσμου το μεγάλο δώρο της υπακοής,

καταστρέφεις όλη την τάξη. Κι όταν δεν υπάρχει τάξη, κλονίζεται η ειρήνη. Πρέπει

λοιπόν όλοι μας να κάνουμε υπακοή ο ένας στον άλλο. Και υπακοή σαν  αγάλματα».

Η νυκτερινή τους ακολουθία ήταν τρία υποψάλματα και τρία αναγνώσματα και την

αυγή δεκαπέντε αντίφωνα. Έψαλλαν την Τρίτη ώρα (9 π.μ.) της ημέρας, Διότι, λένε,

πως την ώρα αυτή κατέβηκε το άγιο Πνεύμα στους Αποστόλους. Και την έκτη ώρα (12

μ.), διότι αξιώθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ να υποδεχτεί σ’ αυτήν την ώρα τον Κύριο.

Και την ένατη ώρα (3 μ.μ.) σύμφωνα με την παράδοση των αγίων Αποστόλων, διότι σ’

αυτήν την ώρα της προσευχής, την ενάτη, ο Πέτρος και ο Ιωάννης, ανεβαίνοντας στο

ναό του Σολομώντα, θεράπευσαν τον κουτσό.

Η Μελανία ευχαριστιόταν πάρα πολύ ψυχικά βλέποντας την καλή τους προαίρεση. Γι’

αυτό ακριβώς έσπευσε να οικοδομήσει Οίκο προσευχής μέσα στο μοναστήρι και να

κατασκευάσει θυσιαστήριο μέσα σ’ αυτό, για ν’ αξιώνονται να μεταλαμβάνουν

συνεχώς τα άγια Μυστήρια. Και κανόνισε να τελούνται για τις αδελφές δύο

Λειτουργίες κάθε εβδομάδα, εκτός από τις γιορτές, μια την Παρασκευή και μια την

Κυριακή. Τοποθέτησε εκεί και λείψανα αγίων μαρτύρων, όπως του προφήτη Ζαχαρία,

του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου και των αγίων Σαράντα, που μαρτύρησαν στη

Σεβάστεια, κι άλλων, που ο Θεός γνωρίζει τα ονόματα.

Πραγματικά έπειτα από την κοίμηση του «αδελφού» της Πινιανού, έμεινε στο

«Αποστολείο», που είχε οικοδομήσει η ίδια πριν λίγο καιρό, που μέσα του

τοποθέτησε και το λείψανό του. Εκεί «έλιωσε» κυριολεκτικά, πάνω κάτω τέσσερα

χρόνια, με νηστείες και αγρυπνίες κι έντονο πένθος.

Έπειτα από αυτά, παρακινημένη από θεϊκό ζήλο, πεθύμησε να οικοδομήσει αντρικό

μοναστήρι για αγίους, για να δοξολογούν αδιάκοπα τον Θεό με νυκτερινές και

ημερήσιες ψαλμωδίες, στον τόπο της Αναλήψεως του Κυρίου και στη σπηλιά, όπου ο

Κύριος συνομιλούσε με τους  μαθητές του για τη συντέλεια των καιρών. Έφερναν

όμως εμπόδια μερικοί στην  πρόθεσή της, λέγοντας πως δεν ήταν σε θέση από τη

μεγάλη της φτώχεια να εκτελέσει τόσο τεράστιο έργο. Ο Κύριος, απέραντα πλούσιος,

εκπληρώνοντας τις επιθυμίες της ψυχής της, οδήγησε κάποιον «φιλόχριστο» άνθρωπο

να της προσφέρει διακόσια χρυσά νομίσματα. Η αγία, αφού τα δέχτηκε με χαρά,

κάλεσε τον πρεσβύτερο που είχε μαζί της, που τον πρόσφερε θυσία στο Θεό

παίρνοντάς τον από τον κόσμο- «πρόκειται για τη δική μου ελεεινότητα»

συμπληρώνει ο συγγραφέας του βίου της- και του είπε: «Πάρε τα λίγα τούτα

νομίσματα κι αγόρασε πέτρες. Θ’ αρχίσουμε την οικοδόμηση του αντρικού

μοναστηριού. Για να δω, όσο θα ζω ακόμα σωματικά, και την εκκλησία ασταμάτητα να

λειτουργεί και τα οστά της μητέρας μου και του «κυρίου» μου αναπαυμένα με την

ψαλμωδία τους». Έτσι τελεί Λειτουργία και στην εκκλησία της Αναλήψεως του

Χριστού δημιουργεί « Αποστολείο», όπου κι αναπαυόντουσαν οι «αδελφοί» της Μονής.

Αφού τέλειωσε το μοναστήρι, της έρχεται γράμμα από τον θείο της Βολουσιανό,

έπαρχο της Ρώμης. Έγραφε ότι πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία στην

ευσεβέστατη βασίλισσα Ευδοξία, που παντρεύτηκε τον φιλόχριστο αυτοκράτορα

Ουλεντινιανό, και την κυριεύει επιθυμία να δει τον θείο της. « Κεντημένη» από τη

χάρη τ’ ουρανού πεθύμησε να το κάνει, για να του σώσει με πολύ μεγάλο κόπο την

ψυχή, γιατί ακόμη εκείνος ήταν ειδωλολάτρης. Βρέθηκε σε μεγάλη αγωνία μήπως

κάνει κάτι αντίθετο στο θέλημα του Θεού. Αφού ανακοίνωσε την απόφαση της σε

όλους τους «αγίους» κι αφού τους παρακάλεσε να προσεύχονται συνεχώς, για να

γίνει το ταξίδι της σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, κι αφού εμπιστεύθηκε τα

μοναστήρια της στον Κύριο, ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα. Αφού άρχισε την πορεία

της, οι «άγιοι» από κάθε πόλη και κάθε περιοχή, δηλαδή  οι επίσκοποι και οι

κληρικοί, έτρεχαν να την προϋπαντήσουν. Καθώς λοιπόν έφτασαν στην πόλη  Τρίπολη,

έμειναν στο «μαρτύριο» του αγίου Λεοντίου, εκεί που «ενεργούνται» πάμπολλα

θαύματα. Επειδή οδοιπορούσαν κι άλλοι μαζί της, χωρίς να έχουν εφοδιασθεί όλοι

με το σφραγισμένο δελτίο, το «σύνθεμα», ο κρατικός υπάλληλος φέρθηκε με

σκληρότητα προκειμένου να τους παραδώσει τα ζώα για το ταξίδι. Το όνομά του ήταν

Μηνσάλας. Η Μελάνη λυπήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτό και παρέμεινε σε προσευχή και

αγρύπνια κοντά στα λείψανα του αγίου μάρτυρα Λεοντίου από το βράδυ μέχρις ότου

έφτασαν τα ζώα. Ορισμένους τους κυνήγησε ο υπάλληλος, που αναφέραμε, αλλά με

τρία χρυσά νομίσματα, που του έδωσαν σαν αμοιβή, το πρόβλημα λύθηκε.

Όταν έφτασαν κοντά στη φιλόχριστη Κωνσταντινούπολη, καθώς επρόκειτο να μπει,

ύστερα από τόση ασκητική και ησυχαστική ζωή σε τόσο μεγάλη βασιλεύουσα πόλη, η

αγία κυριεύθηκε από αγωνία. Έφθασαν στο «μαρτύριο» της αγίας Ευφημίας στη

Χαλκηδόνα, όπου η στεφανοφόρα Ευφημία ενίσχυσε πάρα πολύ την αγία, χαρίζοντάς

της μύρα και παρηγοριά. Με τον τρόπο αυτό πήρε πολύ θάρρος και μπήκε στην

Κωνσταντινούπολη. Εκεί την υποδέχτηκε ο κύριος Λαύσος, ο πρεπόζιτος, όπως

ταίριαζε σ’ έναν τόσο ενάρετο άνθρωπο. Όταν ο θείος της αντιλήφθηκε πως η αγία

σκεφτόταν να καταφύγει για τη βάπτισή του στους αυτοκράτορες, νιώθοντας μεγάλη

κατάνυξη της είπε: «Αν το κάνω όμως με διαταγή των αυτοκρατόρων, θα βρεθώ

βαπτισμένος από άσκηση βίας και θα χάσω την αμοιβή της ελεύθερης αποφάσεώς μου».

Η αγία, μην αντέχοντας τη σιωπή, ζήτησε, με τη μεσολάβηση ορισμένων μεγάλων

αξιωματούχων, τη βοήθεια του  επισκόπου Πρόκλου.

Ο «διάβολος» μόλις πριν από λίγο καιρό είχε αναστατώσει με τη μολυσμένη

διδασκαλία του Νεστορίου τις ψυχές των πιο αφελών λαϊκών. Έτσι πολλές γυναίκες

συγκλητικών κι άλλοι από ανθρώπους που ξεχώριζαν στα γράμματα έρχονταν στην αγία

Μελάνη για καθοδήγηση. Ο διάβολος, σύμφωνα με το βιογράφο της,   μεταμορφώθηκε

σε μαύρο νεαρό, την πλησίασε και της μίλησε μ’ αυτά τα λόγια. «Ως πότε θα

γκρεμίζεις με τα λόγια σου τις ελπίδες μου; Μάθε λοιπόν καλά πως θα σκληρύνω τις

καρδιές του Λαύσου και των αυτοκρατόρων...διαφορετικά θα ρίξω τέτοια βάσανα στο

σώμα σου, ώστε να διακινδυνεύσεις ακόμη και τη ζωή σου εσύ, για να σωπάσεις και

χωρίς να θέλεις». (Απειλές του «Μαύρου»).

Ξαφνικά άρχισε να πονάει στο ισχίο. Τέτοιος  ήταν ο ξαφνικός της πόνος, ώστε

έμεινε άλαλη για τρεις ώρες. Πέρασε με τον ανείπωτο πόνο έξι μέρες.

Συγκλονιζόταν πολύ από τον πόνο την ώρα εκείνη της ημέρας, που της είχε

παρουσιαστεί ο «Μαύρος». Καθώς περίμενε την έβδομη μέρα να την απαλλάξει απ’ την

πρόσκαιρη αυτή ζωή,   αφού το πόδι της είχε γίνει ξερό ξύλο, ξαφνικά

θεραπεύτηκε. Αργότερα συναντήθηκε με την τροφό της ευσεβέστατης βασίλισσας

Ευδοξίας, την κυρία Ελευθερία, κι αφού  ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια, από την πύλη

του παλατιού μπήκε στην κατοικία της φιλόχριστης βασίλισσας Ευδοξίας.

Αφού έμεινε αρκετά στην Κωνσταντινούπολη, ωφέλησε εξαιρετικά όλους τους

ανθρώπους εκεί και ξεχωριστά τις φιλόχριστες βασίλισσες. «Οικοδόμησε» ψυχικά και

τον ευσεβέστατο βασιλιά Θεοδόσιο. Αφού τον παρακάλεσε να δώσει άδεια στη σύζυγό

του, που επιθυμούσε να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους, αναχώρησαν από κει στα

τέλη του Φεβρουαρίου.

Την εποχή εκείνη ήταν τόσο πολύ βαρύς ο χειμώνας, ώστε οι επίσκοποι της Γαλατίας

και Καππαδοκίας βεβαίωναν πως ποτέ δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο χειμώνα. Οι

περιπλανώμενοι άγιοι όλη την ημέρα, κτυπημένοι απ’ το χιόνι, οδοιπορούσαν με

πείσμα, μη βλέποντας μήτε κάμπους, μήτε βουνά, εκτός από τα πανδοχεία που

καταφεύγανε κάθε βράδυ, και η Μελανία, ωστόσο, σαν διαμάντι, δεν κατέλυε καθόλου

τη νηστεία. Επιμένοντας στην αδιάκοπη προσευχή δεν επέτρεψε να γίνει κανένα

κακό, ούτε στην ίδια, ούτε και στους άλλους, μ’ όλο εκείνο το φοβερό κρύο.

Δείχνοντας έτσι πως το πιο μεγάλο όπλο είναι η δέηση του δικαίου όταν γίνεται

έργο και πως αυτό κατανικά όλα τα στοιχεία της φύσης. Ενώ όλοι οι «αδελφοί»

προσπαθούσαν να τους κρατήσουν στο δρόμο τους, αυτή σε κανέναν δεν υποχώρησε. 

Αποφασίζει, ξαφνικά, να κτίσει μικρό μαρτύριο το οποίο  τελείωσε μέσα σε λίγες

μέρες. Εδώ συγκέντρωσε πάλι άλλους αφιερωμένους ανθρώπους, δίνοντάς τους

κατοικία.

Αφού έγινε κι αυτό, αναγγέλθηκε ο ερχομός στα Ιεροσόλυμα της ευσεβέστατης

βασίλισσας, που είχε ήδη φτάσει στην πόλη της Αντιόχειας. Η Μελανία βρέθηκε σε

δίλημμα σκεφτόμενη: «Αν φύγω για συνάντησή της, φοβάμαι μήπως με κατηγορήσουν,

διασχίζοντας τις πόλεις με το ταπεινό ράσο. Αν πάλι μείνω, φοβάμαι μήπως

θεωρηθεί αυτό  υπερηφάνεια. Όμως πρέπει σε μας, που, όντας ικανοί, σηκώνουμε τον

ζυγό του Χριστού, να βαστάζουμε με τους ίδιους μας τους ώμους τέτοια πιστή

βασίλισσα. Έχουμε, με τη δύναμη του Χριστού, την καύχηση ότι στις μέρες μας

αναδείχτηκε τέτοια φιλόχριστη βασίλισσα». Έτσι την προϋπάντησε  στη Σιδώνα,

αποδίδοντάς της μεγάλες τιμές. Έμεινε στο μαρτύριο του αγίου Φωκά. Καθώς την

αντίκρυσε η «θεόφιλη» βασίλισσα, την υποδέχτηκε μ’ όλον το σεβασμό, σαν

πραγματική πνευματική μητέρα, κι ήταν φυσικό, γιατί δόξα της θα ήταν να τιμήσει

εκείνη που δόξασε ειλικρινά τον ουράνιο βασιλιά.

Και η κατάθεση των αγίων λειψάνων στο καινουργιοκτισμένο απ’ αυτήν μαρτύριο,

υπήρξε τόσο επεισοδιακή, γιατί τη στιγμή της καταθέσεως των αγίων λειψάνων

συνέβη να στραμπουλίξει το πόδι της η βασίλισσα και να προκαλέσει απροσδόκητη

αναταραχή. Αφού καλυτέρευσε η βασίλισσα, δεν σταμάτησε η Μελάνη τον αγώνα της με

τον διάβολο, που θέλησε να προκαλέσει τέτοιο σκάνδαλο ανάμεσά τους, κι αφού

πέρασε λίγες μέρες με τη συντροφιά της, κάνοντάς της μεγάλο καλό, την συνόδευσε

μέχρι την Καισάρεια. Με μεγάλο κόπο κατόρθωσαν ν’ αποχωρισθούν η μια από την

άλλη, γιατί ήταν πραγματικά δεμένες με την πνευματική τους αγάπη. Αφού γύρισε

πίσω, παραδόθηκε πάλι στην άσκησή της παρακαλώντας  ν’ αποδοθεί τελικά η ευσεβής

βασίλισσα γερή και δυνατή στον σύζυγό της, πράγμα που της το χάρισε ο Θεός των

όλων.

Μια από κείνες τις ημέρες, λοιπόν, κάποια νεαρή γυναίκα κυριεύτηκε από παμπόνηρο

δαίμονα. Έσφιξε το στόμα με τα χείλια της τόσο σφιχτά, που για πολλές μέρες δεν

μπορούσε καθόλου ούτε να μιλήσει ούτε τροφή να πάρει, ώστε κινδύνευσε να πεθάνει

παρά λίγο από την πείνα. Πολλοί γιατροί, αν και ξόδεψαν όχι λίγα φάρμακα, δεν

μπόρεσαν ούτε τα χείλια της να την κάνουν να κουνήσει. Όταν η τέχνη των γιατρών

αποδείχτηκε ανήμπορη να κατανικήσει τον δαίμονα, την σήκωσαν  και την κουβάλησαν

μπροστά στην αγία, ενώ την ακολουθούσαν οι γονείς της.  Εκείνη, αφού πήρε

αγιασμένο λάδι από τα λείψανα των αγίων μαρτύρων κι άλειψε μ’ αυτό το στόμα της

άρρωστης τρεις φορές, τη θεράπευσε. Με τον ίδιο τρόπο θεράπευσε κι άλλη γυναίκα

κυριευμένη από κακό δαιμόνιο.

Άλλοτε πάλι κάποια γυναίκα είχε πολύ δύσκολο τοκετό. Επειδή το έμβρυο πέθανε στη

μήτρα της, δεν μπορούσε η δυστυχισμένη ούτε να ζήσει ούτε να πεθάνει. Όταν το

άκουσε αυτό η Μελάνη είπε:  «Εμπρός, ας επισκεφτούμε τη γυναίκα που κινδυνεύει.

Έτσι, βλέποντας τους πόνους των ανθρώπων που βρίσκονται στον κόσμο, ας

γνωρίσουμε καλά από πόσες ταλαιπωρίες μας γλίτωσε ο Θεός». Όταν έφθασαν στην

κατοικία, όπου κινδύνευε η γυναίκα, κι αφού έλυσε τη δερμάτινη ζώνη της, την

ακούμπησε πάνω της επικαλούμενη το Χριστό.  Αμέσως βγήκε νεκρό το μωρό. Αφού

έδωσε στη γυναίκα να φάει, της είπε:  «Η ζώνη κάποιου αγίου έκανε οι προσευχές

μου να σε γιατρέψουν». Έτσι πάντα απέδιδε στους αγίους τα δικά της κατορθώματα.

Και γεμάτη θεία έμπνευση και φιλοσοφημένη στάση ζωής συμπλήρωσε ταπεινά: «Πόσοι

πιασμένοι από τους βαρβάρους αιχμάλωτοι στερήθηκαν κι αυτή την ελευθερία τους;

Πόσοι θύματα της οργής του βασιλιά έχασαν μαζί με την περιουσία τους και τη ζωή

τους; Πόσοι γεννήθηκαν από φτωχούς γονείς; Κι άλλοι πάλι με συκοφαντίες ή αφού

έπεσαν στους ληστές, έγιναν ξαφνικά από πλούσιοι φτωχοί; Δεν είναι θαυμαστό

λοιπόν καθόλου, αν περιφρονήσαμε εμείς τα επίγεια για τα άφθαρτα και αμόλυντα

αγαθά. Από τα λεπτεπίλεπτα και ολομέταξα φορέματα που φορούσα κάποτε τώρα φορώ

τρίχινα, λυπούμενη τους φτωχούς, τους ριγμένους γυμνούς πάνω στις ψάθες της

αγοράς και παγωμένους στο κρύο».

Κι ο συγγραφέας του βίου της και πνευματικό της τέκνο, παίρνει αφορμή, στο

σημείο αυτό, για μια σειρά από δικούς του συλλογισμούς: « Εγώ συλλογιζόμουν τους

θνητούς άρχοντες, που αγωνίζονται στον κόσμο τούτο, πως διακινδυνεύουν μέχρι

θανάτου, επιθυμώντας δυνατά πάντοτε πιο ανώτερα αξιώματα».

Από κάποια εποχή και ύστερα «βιαζόταν» η Μελάνη, έτοιμη κι αυτή «να λυτρωθεί»,

σαν τον άριστο δρομέα που διέτρεξε το στάδιο, επιθυμεί τα «βραβεία» και επομένως

να βρεθεί κοντά στον Χριστό.

Την επομένη ξαναπήγαν στο μαρτύριο του αγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου- γιατί είχε

φτάσει η μνήμη της κοιμήσεώς του- κι αφού συνάχθηκαν εκεί, ξαναγύρισαν στο

μοναστήρι. Στην αγρυπνία διάβασε ο συγγραφέας πρώτος και μετά διάβασαν τρεις

αδελφές. Ύστερα απ’ όλους διάβασε και η ίδια την κοίμηση του αγίου Στεφάνου στο

βιβλίο των Πράξεων. Όταν τελείωσε το καθορισμένο κομμάτι της αναγνώσεώς της,

όλες οι αδελφές της είπαν: «Να ζήσεις χρόνια πολλά, να γιορτάσεις μνήμες πολλών

αγίων». Αυτή, έχοντας δεχτεί την προειδοποίηση απ’ τον ουρανό, τους αποκρίθηκε.

«Εσείς να ζήσετε. Εμένα δεν πρόκειται πια να με ακούσετε να διαβάζω. Ας

καταφύγουμε στο μαρτύριο του αντρικού μοναστηριού, για να προσευχηθούμε, αφού κι

εκεί αναπαύονται λείψανα του αγίου Στεφάνου. Ας αξιωθώ τον ουράνιο νυφικό Του

θάλαμο». Τους άγιους μάρτυρες λέγοντας «Αγωνιστές του Κυρίου, που χύσατε το

τίμιο αίμα σας για χάρη της ομολογίας σας σ’ αυτόν, σπλαχνιστείτε την ταπεινή

σας δούλη, που πάντοτε προσκύνησα τα άγιά σας λείψανα.   Μεσιτεύσετε για να

δεχθεί την ψυχή μου ειρηνικά και να κρατήσει τα μοναστήρια μέχρι τέλους στον

δικό του φόβο».

Πιασμένη από τον πόνο στα πλευρά αρρώστησε πολύ βαριά. Εμπιστεύθηκε τις μοναχές 

στον  πρεσβύτερο-συγγραφέα του βίου της και τις  παρακάλεσε να μη τον λυπήσουν

στο παραμικρό. Να υποταχθούν σ’ αυτόν με όλη την ταπεινοφροσύνη τους.  Την

πέμπτη ημέρα της αρρώστιας της, την ημέρα του τέλους της, έφθασε ο  επίσκοπος

μαζί με τους κληρικούς και η Μελάνη του είπε: «Σου παραδίνω στα χέρια τον ιερέα

και τα μοναστήρια και φρόντισε για όλα σαν καλός βοσκός σε λογικά πρόβατα,

παίρνοντας παράδειγμα για μίμηση τον Κύριό σου».

Έπειτα μπήκαν μέσα και από τα άλλα μοναστήρια πολλοί και πλήθος ανθρώπων από την

πόλη. Αυτή, αληθινά γενναία, κι ενώ οι φοβεροί εκείνοι πόνοι άγγιζαν το σώμα,

δεν δείλιασε καθόλου.   Η ανηψιά της, η κυρία Παύλα, την παράστεκε. Η αγία,

απευθυνόμενη σ’ αυτή, της είπε: «Είναι περιττό να παρακαλέσω τη θεοφιλή αγάπη

σου για τη φροντίδα των μοναστηριών, γιατί κι ενώ ζούσα ακόμη σωματικά, εσύ

ήσουν που φρόντιζες για όλα και βάσταγες το βάρος και σε όλα μου

συμπαραστεκόσουν. Γι’ αυτό και τώρα σου παραδίνω τα μοναστήρια και σε παρακαλώ

να αναλάβεις για χάρη τους περισσότερο κόπο στην απουσία μου».

Τότε οι άλλοι, δηλαδή όσοι βρίσκονταν εκεί, νόμισαν πως εξέπνευσε και

προσπαθούσαν να της απλώσουν τα πόδια.

Μετά από λίγες μέρες ξανάφθασαν  ο  επίσκοπος και οι γύρω από την Ελευθερόπολη

αναχωρητές. Όταν πέθανε, το  λείψανό της δεν είχε ανάγκη από τους σαβανωτές,

γιατί τα πόδια της ήταν απλωμένα, τα δύο της χέρια σφιχτοσταυρωμένα πάνω στο

στήθος και τα βλέφαρά της με φυσικότητα μισοκλεισμένα. Έπειτα, σύμφωνα με την

παραγγελία της, οι άγιοι Πατέρες συνάχθηκαν από διάφορα μέρη κι αφού έψαλλαν

πανηγυρικά όλη τη νύχτα και διάβασαν τα αναγνώσματα, την ενταφίασαν.

Ισάξια με την αγιοσύνη της ήταν τα νεκρικά της φορέματα. Ο μαθητής και βιογράφος

της θαρρεί πως είναι ανάγκη για την ωφέλεια αυτών που τον διαβάζουν να τα

παρουσιάσει: «Φορούσε ένα στιχάριο κάποιου αγίου, τ’ ωμοφόριο κάποιας άλλης

δούλης του Θεού. Ένα κομμάτι μοναχικής πουκαμίσας χωρίς μανίκια κάποιου άλλου

και κάποιου άλλου φορούσε τη ζώνη. Την κουκούλα κάποιου άλλου. Αντί για

προσκεφάλι την τρίχινη κουκούλα άλλου αγίου, που κάνοντάς την μαξιλάρι το βάλαμε

κάτω από τη σεβάσμια κεφαλή της. Γιατί ήταν φυσικό να ταφεί με τα ρούχα εκείνων,

που είχε αποκτήσει τις αρετές των όταν ζούσε. Δεν πήρε μαζί της άλλο λινό

ύφασμα. Εκτός από το σεντόνι που την περιτυλίξαμε εξωτερικά. (Η ζώνη ήταν

εξάρτημα της μοναχικής αμφιέσεως. Βλ. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος 23, PG

31,981 AC. Δωροθέου, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι, PG 88, 1633 B: «Η ζώνη ην

φορούμεν, σύμβολόν εστι...ότι εσμέν ευτρεπισμένοι εις έργον...και...ίνα ώσπερ

εστίν από νεκρού σώματος η ζώνη, ούτως και ημείς νεκρώσωμεν την επιθυμίαν ημών».

Η ζώνη ήταν επίσης εξάρτημα της στρατιωτικής και της ιερατικής στολής. Ειδικές

κατά αξιώματα ζώνες φορούσαν οι βυζαντινοί αξιωματούχοι. Βλ. Κουκουλέ, Βίος,

τόμ. Β΄ 2, σ. 50-55. M. Sommer, Die Gurtel und Gurtelbeschlage des 4. und 5.

Jahrhunderts im rφmischen Reich, Bonn 1984. J. Braun, Die liturgische Gewandung

im Occident und Orient, Darmstadt 1964, σ. 101 ε. kαι Al. Kazhdan, “Belt’’ ODB

1,280).

 

Μόνικα

Αυρηλίου Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος Εξομολογήσεις(Απόσπασμα)

Η αγία Μόνικα γεννήθηκε το 331 στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς

γονείς. Παντρεύτηκε τον πολιτικό υπάλληλο και κτηματία Πατρίκιο, ο οποίος ήταν

ειδωλολάτρης, άνθρωπος οξύθυμος αλλά και στοργικός. Γνωστά τέκνα του ζεύγους

είναι ο πρωτότοκος Αυγουστίνος, ο Ναβίγιος και μια θυγατέρα, που έγινε ηγουμένη

σε γυναικεία μονή της Ιππώνος. Το 371 πέθανε ο Πατρίκιος, αφού προηγουμένως με

τις παρακλήσεις της ευσεβούς Μόνικας είχε βαπτιστεί Χριστιανός, ένα χρόνο πριν.

Στα επόμενα 16 χρόνια η Μόνικα αγωνίστηκε με δάκρυα και προσευχή για τη

μεταστροφή του Αυγουστίνου στην Εκκλησία, ο οποίος για τον λόγο αυτό ονομάστηκε 

«ο γιός των δακρύων» (Εξομολογήσεις 12,12,21). Τελικά με χαρά είδε τον

Αυγουστίνο, τον εγγονό της Αδεοδάτο  και τον φίλο τους Αλύπιο να βαπτίζονται από

τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων στις 24 Απριλίου του 387. Η Μόνικα πέθανε το ίδιο

έτος στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, επιστρέφοντας στη γενέτειρά της.

Ανατράφηκε λοιπόν η μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου στην αρετή και την εγκράτεια

και ήταν πειθαρχική στους γονείς της περισσότερο μέσα από το Θεό  παρά  στο Θεό

μέσω των γονέων της. Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου της έδωσαν σύζυγο, στον οποίο

υποτασσόταν σ’ αυτόν σύμφωνα με τις επιταγές του Κυρίου.    Υπέμενε με τόση

υπομονή τις απιστίες του, ώστε ποτέ δεν δημιουργήθηκε ανάμεσά τους η παραμικρή

φιλονικία γι’ αυτό.    Εκείνη όμως ήξερε να αντιμετωπίζει τον θυμό του με το να

μην απαντά, ούτε με πράξεις ούτε με λόγια. Μόλις περνούσε η κρίση και τον έβλεπε

ήρεμο και σε καλή διάθεση, τότε του μιλούσε για τη συμπεριφορά του προς αυτή, αν

κατά τύχη είχε παραφερθεί υπερβολικά. Πολλές γυναίκες παντρεμένες με πιο ήπιους

άνδρες είχαν πολλές φορές επάνω τους ίχνη από χτυπήματα μέχρι και παραμορφωμένο

πρόσωπο, και στις κουβέντες τους μεταξύ τους στιγμάτιζαν τη συμπεριφορά των

συζύγων τους. Η μητέρα του αγίου Αυγουστίνου καυτηρίαζε τη γλώσσα τους και,

χαριτολογώντας, τους ανέφερε τη σοβαρή προειδοποίηση, ότι από τη στιγμή που

διαβάστηκε το συμβόλαιο του γάμου τους έπρεπε να το πάρουν απόφαση ότι μ’ αυτό

το έγγραφο γίνονταν επίσημα δούλες. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να ξεχνούν την κατάστασή

τους και να φέρονται με υπερηφάνεια στους συζύγους τους.

Η πεθερά της είχε επηρεασθεί στην αρχή εναντίον της από κάποιους ψιθύρους

κακόβουλων υπηρετριών. Η Μόνικα όμως την κέρδισε με τις περιποιήσεις, την

υπομονή και τη γλυκύτητά της. Τότε η ίδια η πεθερά της κατήγγειλε στον γιό της

τις κακογλωσσιές των υπηρετριών, που δημιούργησαν αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτήν και

τη νύφη της, και ζήτησε την τιμωρία τους. Ο Πατρίκιος, υπακούοντας στη μητέρα

του και μεριμνώντας για την τάξη μέσα στην οικογένεια και την ομόνοια ανάμεσα

στα μέλη της, τιμώρησε με μαστίγωση αυτές που καταγγέλθηκαν σαν ένοχες. Κι η

μητέρα του υποσχέθηκε την ίδια ανταμοιβή σ’ οποιαδήποτε θα της έλεγε στο εξής

κακό για τη νύφη της για να γίνει αρεστή σ’ αυτή. Καμμιά πια δεν τόλμησε να το

κάνει κι από τότε οι δύο γυναίκες έζησαν μεταξύ τους μέσα σε θαυμαστή ομόνοια.

(Αντίθετα με τον Αυγουστίνο, ο οποίος φαίνεται ότι δέχεται τη σωματική τιμωρία,

ο Ιω. Χρυσόστομος κατακρίνει με αυστηρότητα τον ξυλοδαρμό των δούλων γυναικών.

Βλ. Εις Εφεσ. Ομιλία 15,3 PG 62, 109-110: «Η δείνα την δούλην τύπτει την αυτής.

Τι τούτου γένοιτ’ αν αναισχυντότερον; Ουχ οράς πως αισχρόν πράγμα γυναίκα

τύπτεσθαι;... Αισχύνη γαρ ανδρί γυναίκα τύπτειν...». 

Γιατί η Μόνικα υπήρξε «σύζυγος ενός μόνο άνδρα», στους γονείς της έδειξε

ευγνωμοσύνη για όσα της έδωσαν, κυβέρνησε το σπίτι της με ευσέβεια και έδωσε με

τις  «καλές πράξεις της την καλή μαρτυρία». Ανέθρεψε τα παιδιά της με αγώνα και

πόνο, σαν να τα ξαναγεννούσε κάθε φορά που τα έβλεπε να ξεστρατίζουν από το

σωστό δρόμο.

«Συνέβη», διηγείται ο Αυγουστίνος «όπως πιστεύω από κάποιο μυστικό δικό Σου

σχέδιο, να βρισκόμαστε μόνοι, εκείνη κι εγώ, ακουμπισμένοι στο παράθυρο απ’ όπου

διακρινόταν ο κήπος του σπιτιού όπου μέναμε. Από κει φαίνονταν οι εκβολές του

Τίβερη στο λιμάνι της Όστιας, όπου ξαναπαίρνοντας δυνάμεις από ένα μακρινό

ταξίδι θα επιβιβαζόμασταν στο πλοίο. Αλλ’ ο αδελφός μου κάτι είπε σαν να ευχόταν

μια πιο ευτυχισμένη τύχη, να πεθάνει δηλαδή η μητέρα μου όχι στην ξένη γη αλλά

στην πατρίδα. Ξέροντας πόση φροντίδα κατέβαλε κάποτε για την ταφή της, που την

είχε προβλέψει και ετοιμάσει δίπλα στο σώμα του συζύγου της,  η ίδια γη να

καλύψει την τέφρα και των δύο συζύγων, σκεφτόμουν πως, μετά από εννιά μέρες

αρρώστιας, στα πενήντα έξι χρόνια της και στα τριάντα τρία της δικής μου ζωής, η

θρησκευτική εκείνη και ευσεβής ψυχή αποχωρίστηκε από το σώμα. Ο Ευώδιος πήρε το

ψαλτήρι κι άρχισε ν’ απαγγέλει έναν ψαλμό. Εμείς, όλοι μαζί, τον επαναλαμβάναμε.

Ήταν ο ψαλμός. «Την ευσπλαχνία και την δικαιοκρισία σου θα υμνολογήσω, Κύριε».

Όταν έγινε γνωστό το γεγονός του θανάτου της μητέρας μου, μαζεύτηκαν σε μας

πολλοί αδελφοί και ευσεβείς γυναίκες. Κι ενώ οι αρμόδιοι φρόντιζαν σύμφωνα με τη

συνήθεια για την κηδεία, εγώ, παράμερα, μαζί μ’ εκείνους που δεν ήθελαν να μ’

αφήσουν μόνο, μιλούσα για θέματα σχετικά με την περίσταση. Ενώ προσφέραμε για

κείνη τη θυσία της λυτρώσεώς μας μπροστά στη σορό της, που είχε τοποθετηθεί

κοντά στον τάφο πριν τον ενταφιασμό, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, ούτε λοιπόν την

ώρα αυτή των προσευχών έχυσα δάκρυα. Έπειτα μου φάνηκε καλό να πάω στα λουτρά,

γιατί είχα ακούσει ότι τα λουτρά ονομάζονται από την ελληνική λέξη «βαλανείον»,

γιατί διώχνουν την αγωνία από την ψυχή. Γιατί όταν πλησίαζε η στιγμή του θανάτου

της, δεν σκέφτηκε καθόλου να ζητήσει να ταφεί το σώμα της με επισημότητα, ούτε

να αλειφθεί με αρώματα, ούτε επιθύμησε λαμπρό μνημείο, ούτε ετοίμασε τάφο στην

πατρίδα της. Δεν ζήτησε από μας τέτοια πράγματα. Ας αναπαύεται λοιπόν ειρηνικά

κοντά στον σύζυγό της, που ήταν ο μοναδικός άνδρας της ζωής της. Αυτόν υπηρέτησε

πιστά και πρόσφερε σ’ Εσένα τους καρπούς της με υπομονή, για να κερδίσει κι

αυτόν για Σένα».

 

Νικαρέτη

Όταν συνέβη στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη αναταραχή και πολλοί θρήνοι, ούτε και

τότε σταμάτησαν να αγαπούν τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Δημόσια δεν συγκεντρώνονταν

πια, πολλοί δεν σύχναζαν ούτε στην αγορά, ούτε στα λουτρά και για μερικούς ήταν

επικίνδυνο να μένουν στα σπίτια τους. Αυτοεξόριστοι πολλοί έφυγαν από την πόλη,

πολλοί επίσημοι άνδρες και αξιόλογες γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η

Βιθυνή διακόνισσα Νικαρέτη, που καταγόταν από επίσημη γενιά ευπατρίδων της

Νικομηδείας, ξακουστή για την αρετή του βίου της και την τέλεια παρθενία της.

Αυτή ήταν περισσότερο μετριόφρων απ’ όλες τις διάσημες γυναίκες, χαρακτηριστική

για το ήθος της, τα λόγια της και τον τρόπο της ζωής της, αφιερωμένη μέχρι

θανάτου στα θεία κι όχι στα βιωτικά. Ήταν ικανή να αντιστέκεται με την ανδρεία

της και τη φρόνησή της σε κάθε περιπέτεια που προέρχονταν από δύσκολες

καταστάσεις, αφού δεν αγανακτούσε που άδικα της αφαιρέθηκε ένα μεγάλο μέρος από

την πατρική περιουσία της και, ενώ της έμειναν λίγα, με την άριστη οικονομική

της διαχείριση αν και ήταν αρκετά μεγάλης ηλικίας, είχε ό,τι χρειαζόταν για να

ζει μαζί με τους δικούς της και μάλιστα μπορούσε να χορηγεί και σε άλλους άφθονα

υλικά αγαθά. Ήταν φιλάνθρωπη και αγαπούσε το καλό και γι’ αυτό παρασκεύαζε

διάφορα φάρμακα για τους φτωχούς αρρώστους. Έτσι λοιπόν εξυπηρέτησε πολλούς

γνωστούς, ώστε να μην έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στους συνηθισμένους γιατρούς.

Έχοντας βοηθό της κάποια θεϊκή καθοδήγηση, έφερνε σε αίσιο πέρας ο,τιδήποτε

επιχειρούσε. Και για να μιλήσω συνοπτικά, καταλήγει ο άγνωστος συγγραφέας, από

τις διάσημες γυναίκες της εποχής μας, δεν γνώρισα άλλη με τέτοια επίδοση σαν τη

δική της στο ήθος, στη σεμνότητα και γενικά σε κάθε αρετή.

(Η τάξη των διακονισσών υπήρχε ήδη στην αποστολική Εκκλησία και αναπτύχθηκε

στους βυζαντινούς χρόνους. Με ειδική χειροτονία η διακόνισσα αναλάμβανε το

αξίωμα αυτό στο ιερό Βήμα κατά τη θεία Λειτουργία μόνο από επίσκοπο και με

χειροθεσία. Η λειτουργική αυτή πράξη έχει τα γνωρίσματα της χειροτονίας των

ανωτέρων κληρικών και ελάχιστα διαφέρει από τη χειροτονία του διακόνου. Η

διακόνισσα λάμβανε το ωράριο και μεταλάμβανε τη θεία Κοινωνία στην αγία Τράπεζα.

Τα καθήκοντά της ήταν διάφορες λειτουργικές υπηρεσίες, έργα αγάπης, κατήχηση,

ιεραποστολή. Για τον θεσμό των διακονισσών βλ. Ευαγ. Θεοδώρου, Η «χειροτονία» ή

«χειροθεσία των διακονισσών», Αθήνα 1954 και «Διακόνισσα», ΘΗΕ 4, 1144-1151. C.

Vagaggini, “L’ ordinazione delle diaconesse nella tradizione greca e bizantina”,

OCP 40(1974) 145-189. R. Gryson, The Ministry of Women in the Early Church,

Collegeville, Minn. 1976 και A. G. Martimort, Les deaconesses: Essai historique,

Roma 1982.

Σχετικά με την ηλικία των διακονισσών, αρχικά η χειροτονία τους γινόταν μετά το

εξηκοστό έτος (βλ. Α΄ Τιμ. 5, 9-10. Codex Theodosianus 16, 2, 27 και Σωζομενού,

Εκκλησιαστική ιστορία 7, 16, PG 67, 1461C- 1464A). Αργότερα όμως ως όριο ηλικίας

ορίστηκε το τεσσαρακοστό (βλ. Κανών ιε΄ της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου και Κανών

ιδ΄ της Πενθέκτης). Οι εξαιρέσεις ήταν συχνές. Η Ολυμπιάδα π.χ. χειροτονήθηκε

από τον πατριάρχη Νεκτάριο (381-397) πολύ πριν γίνει σαράντα. Βλ. Σωζομενού,

ό.π., 8,9, PG 67, 1537C- 1540A: «...καίπερ νέαν χήραν γενομένην... διάκονον

εχειροτόνησε Νεκτάριος». Βλ. επίσης Ολυμπιάς 6 και 7, 1, σ. 326 και 330. Δομνίκα

10,  2, σ. 212. Ειρήνη Χρυσοβαλάντου 23, 2, σ. 258. Ευσεβεία η Ξένη 11,  3, σ.

144. Βασιλίνα,  4, σ. 52. Εισαγωγικό σημείωμα,  4, σ.14, σημ. 4 και Ματρώνα

Περγηνή 26.

 

Η Νικαρέτη δεν αναφέρεται στα Συναξάρια. Για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. J.-M.

Sauget, “Nicarete”, BS 9, 852-853 και Prosopography 2, σ. 781. Το κείμενο

περιέχεται στο έργο του Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία 8,23, PG 67, 1576A-D.

Βλ. επίσης Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική ιστορία 13,25, PG 146, 1016A- C.

Αυτή, αν και είχε πολλά χαρίσματα, περνούσε απαρατήρητη από τους πολλούς.

Πάντοτε ζούσε στην αφάνεια με ταπείνωση και ασκητική ζωή και ποτέ δεν επιδίωξε

τίποτε, ούτε το αξίωμα της διακόνου, ούτε δέχτηκε να ηγηθεί κοριτσιών

αφιερωμένων στον Θεό- αν και πολλές φορές ο Ιωάννης Χρυσόστομος την παρακίνησε

να το κάνει.

 

Νίνο

Τότε που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος λένε πως οι Ίβηρες γνώρισαν το Χριστό.

Πρόκειται για βάρβαρο, πολυπληθές και πολύ πολεμικό έθνος. Κατοικούν στα

ενδότερα της βόρειας Αρμενίας. Μια χριστιανή γυναίκα αιχμάλωτή τους, συνετέλεσε

ώστε αυτοί να εγκαταλείψουν τη θρησκεία των προγόνων τους. Αυτή είχε μεγάλη

πίστη, σεβόταν πάρα πολύ το Θεό και εξαιτίας των αλλόφυλων δεν πρόδωσε το

συνηθισμένο τρόπο της ζωής της. Αγαπημένη της απασχόληση ήταν η νηστεία, η

προσευχή και η δοξολογία του Θεού νύχτα-μέρα. Οι βάρβαροι ζητούσαν να μάθουν για

ποιο λόγο ζει έτσι κι αυτή απαντούσε σεμνά ότι έτσι πρέπει να τιμά τον Υιό του

Θεού, κάτι που φαινόταν παράξενο σ’ αυτούς, δηλαδή και το όνομα της θρησκείας

και τα σχετικά με τη λατρεία της.

Συνέβη κάποτε ένα μικρό παιδί να αρρωστήσει βαριά και η μητέρα του γύριζε όλα τα

σπίτια και το έδειχνε, γιατί υπάρχει ένα έθιμο στους Ίβηρες να το κάνουν αυτό,

μήπως βρεθεί κάποιος να θεραπεύσει την αρρώστια και απαλλαγούν έτσι εύκολα απ’

αυτήν οι ασθενείς. Στην περίσταση αυτή η χριστιανή αιχμάλωτη είπε στην

απελπισμένη μητέρα: «Φάρμακα, δηλαδή αλοιφές ή έμπλαστρα ούτε ξέρω ούτε έχω

χρησιμοποιήσει ποτέ. Ωστόσο με τη βοήθεια του Θεού θα προσπαθήσω να σώσω το

παιδί».

Ύστερα από λίγο καιρό και τη σύζυγο του βασιλιά των Ιβήρων, ενώ επρόκειτο να

πεθάνει από ανίατη αρρώστια, με τον ίδιο τρόπο διέσωσε και έτσι της γνώρισε το

Χριστό, τον οποίο παρουσίαζε χορηγό υγείας, ζωής, βασιλείας και Κύριο όλων. Η

βασίλισσα ύστερα από αυτό το γεγονός της σωτηρίας της πίστεψε στα λόγια της

αιχμάλωτης, ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και τιμούσε πάρα πολύ την αιχμάλωτη.

Πρόσταξε με δώρα να την ανταμείψουν. Ο Βασιλιάς της Ιβηρίας,   γιατί καταλάβαινε

το παράξενο της υποθέσεως και γιατί σεβόταν την προγονική θρησκεία, είχε τις

αντιρρήσεις του. Ύστερα από λίγο με την ακολουθία του πήγε στο δάσος να

κυνηγήσει. Εκεί, συναντώντας τον η χριστιανή αιχμάλωτη,  του είπε όσα μπορεί να

πει και να κάνει μια γυναίκα:  Έπεισε όλους τους άνδρες να λατρεύουν το Χριστό

και η βασίλισσα μαζί με την αιχμάλωτη όλες τις γυναίκες. Με ενθουσιασμό

αποφάσισαν να οικοδομήσουν εκκλησία. Αφού έκτισαν γύρω-γύρω τον περίβολο του

ναού, σήκωναν τις κολώνες με μηχανήματα και τις στήριζαν πάνω στις βάσεις τους.

Λένε πως αφού ανύψωσαν την πρώτη και δεύτερη κολώνα, παρουσίασε δυσκολίες το

στήσιμο της τρίτης. Ούτε η τέχνη των ειδικών ούτε η δύναμη που χρησιμοποιήθηκε

κατόρθωσε κάτι, παρόλο που ήταν πολλοί αυτοί που τραβούσαν την κολώνα.   Αφού

σηκώθηκε μέχρι τη μέση η κολώνα και καρφώθηκε το κάτω μέρος της στο έδαφος,

έμεινε σ’ αυτή τη θέση ακίνητη και λοξά τοποθετημένη.

Γρήγορα, αφού οικοδομήθηκε η εκκλησία, με εισήγηση της αιχμάλωτης στέλνουν

απεσταλμένους στο βασιλιά Κωνσταντίνο προσφέροντας συμμαχία και φιλία και σε

αντάλλαγμα παρακαλούσαν να στείλει ιερείς στο έθνος τους. Διηγήθηκαν οι πρέσβεις

τι συνέβη στο έθνος τους και πως όλοι οι Ίβηρες με πολύ σεβασμό λατρεύουν το

Χριστό. Ο βασιλιάς των «Ελλήνων» ευχαριστήθηκε από αυτά που είπαν οι

απεσταλμένοι και αφού ικανοποίησε όλες τις απαιτήσεις τους, τους αποχαιρέτησε.

Έτσι λοιπόν οι Ίβηρες γνώρισαν το Χριστό και ακόμα και σήμερα με επιμέλεια τον

λατρεύουν.

Η διήγηση του Ιακώβου για τον Τίμιο Σταυρό.

(Το κείμενο είναι απόσπασμα από τα γεωργιανό χρονικό Moktzevai Kart’hlisai, Ο

προσηλυτισμός της Γεωργίας. Στο κεφ. 3 ε. του έργου αυτού, υπάρχει εκτενής

αφήγηση του βίου της αγίας Νίνο και ακολουθούν σχετικές διηγήσεις των μαθητών

της, όπως π.χ. της Σαλομέ Ουτζαρμέλι, του  Αβιάθαρ, της Σιδωνίας, του Ιακώβου

και τέλος οι διαθήκες του βασιλέα Μιριάν. Το κείμενο της διηγήσεως του Ιακώβου

περιέχεται στο Moktzevai Kart’hlisai, Tbilisi 1979, σ. 348- 350.)

«Κατά το χάραμα, μόλις κόντευε η αυγή, ξεχώριζαν δύο άστρα. Το ένα κατευθυνόταν

προς την ανατολή και το άλλο προς τη δύση. Το πιο μεγάλο και λαμπρό αστέρι, όπως

και πριν, προχωρούσε σιγά-σιγά προς την απέναντι όχθη του Αράγβι και σταματούσε

πάνω στον απόκρημνο βράχο, κοντά στη βρυσούλα που γεννήθηκε από τα δάκρυα της

αγίας Νίνο και από εκεί ανηφόριζε πάλι στον ουρανό. Η Ουτζάρμα και η κωμόπολη

Μπόντι, παρήγγειλε η αγία Νίνο να μην ανταγωνίζονται με την πόλη των βασιλέων,

γιατί εκεί υπάρχει μεγάλο πλήθος ανθρώπων.

Όταν έφτασε ο Τίμιος Σταυρός η μακαρία Νίνο έκλαιγε. Μαζί της έκλαιγε ο

βασιλιάς, όλοι οι πρίγκηπες και μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Από τους θρήνους των

ανδρών, των γυναικών και των παιδιών αντιλαλούσαν τα βουνά.   Γονάτισαν ο

βασιλιάς, οι πρίγκηπες και όλο το πλήθος των ανθρώπων, προσκύνησαν τον

θαυματουργό Σταυρό, Οι αρχόντισσες δεν απομακρύνονταν από την εκκλησία, από τον

στύλο του φωτός και από τον ζωοδόχο Σταυρό, γιατί ήταν μάρτυρες αναρίθμητων

θαυμάτων και εκπληκτικών θεραπειών. Και στην Μτσχέτα άφησε τον πρώην ιερέα των

Εβραίων Αβιάθαρ, που έγινε δεύτερος Παύλος».

 

 

«Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης.

Μια εκδοχή της ανδρικής οπτικής στη γυναικεία φύση»

 

Οδοιπορώντας ανάμεσα στους πλούσιους λειμώνες της Πατερικής γραμματείας,

συνάντησα στο μικρό αυτό κείμενο του Γρηγορίου Νύσσης, την πρωτοπόρο γυναικεία

οσιακή μορφή, της οποίας η προσωπική ζωή «μεθόριος ην της τε ανθρωπίνης και της

ασωμάτου φύσεως». (Γρηγόριος Νύσσης).

Γνώρισα την «Θεολόγον», την «Φιλόσοφον», την «Διδάσκαλον», που με το  παράδειγμά

της έθρεψε πνευματικά χορείες παρθένων, και τις οδήγησε προς την Άνω Σιών(Άνω

Ιερουσαλήμ-Ουράνια Βασιλεία).Θαύμασα την καλλιτέχνη, που σφυρηλάτησε μεθοδικά

και αρμολόγησε με τέχνη τα πρώτα λιθάρια, για το χτίσιμο της προσωπικότητας των

αγίων Αδελφών της- Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας - Βασιλείου του Μεγάλου,

Γρηγορίου Νύσσης, Πέτρου Σεβάστειας και Ναυκρατίου.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, ανήκει στη χορεία των Μεγάλων Πατέρων της

Εκκλησίας . «Πατήρ Πατέρων» κατά τον τίτλο που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787),

τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του απένειμε (Mansi: Collectio

Consiliorum 3,851).Γεννήθηκε περί το 335 μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από

γονείς ευσεβείς, πλούσιους και ευπαιδεύτους: τον ονομαστό ρήτορα Βασίλειο και

την ευλαβέστατη και λογία Εμμέλεια. Ήταν νεώτερος αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου

και της Οσίας Μακρίνας και από αυτούς διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, καθώς ο ίδιος

ομολογεί.

Τα εγκύκλια μαθήματα έλαβε στην πατρίδα του Νεοκαισάρεια. Λόγω του θανάτου του

πατέρα τους δεν μπόρεσε να φοιτήσει, όπως ο Μ. Βασίλειος, σε άλλες μακρινές

φημισμένες Σχολές της εποχής του. Χαρισματικός όμως καθώς ήταν, τη στέρηση αυτή

την αναπλήρωσε με προσωπική σπουδή και μελέτη και απέκτησε υψηλή φιλοσοφική και

θεολογική μόρφωση, ώστε από απόψεως φιλοσοφικής, τουλάχιστον, να υπερτερεί του

μεγάλου του αδελφού, του Βασιλείου.

Από την λόγια μητέρα του και την μεγάλη αδελφή του Μακρίνα δέχθηκε συστηματική

Χριστιανική παίδευση. Τέτοια που και οι ίδιες είχαν λάβει από τη σοφή και

φωτισμένη «γιαγιά Μακρίνα», η οποία υπήρξε μαθήτρια του  Επισκόπου

Νεοκαισάρειας, Γρηγορίου του Θαυματουργού, περί το 270 μ.Χ. Η δυνατή

προσωπικότητα της «γιαγιάς», έθρεψε με τη φλογερή πίστη και τη φωτεινή διδαχή

της τρεις γενεές της οικογενείας της. Έγινε κατ’ αρχάς φορέας της Χριστιανικής

αλήθειας στο σύζυγό της, ώστε να υπομείνει κι αυτός μαζί της καρτερικά το διωγμό

του Ρωμαίου Μαξιμίνου, περί το 311 μ.Χ. Μπροστά στο δίλημμα: τον Χριστό ή τα

πλούτη τους, δεν προβληματίσθηκαν καθόλου. Επέλεξαν τον Χριστό, ζώντας με

κακουχίες στα βουνά του Πόντου μια επταετία, μακριά απ’ το πλούσιο αρχοντικό

τους, για να μη θυσιάσουν στα είδωλα και τον αρνηθούν. Για την πίστη τους και

την αφοσίωσή τους αυτή στην Εκκλησία έγιναν θρύλος , που πολλές γενιές κατοπινές

ενέπνεε το παράδειγμά τους. Η ίδια στάλαξε αργότερα τα νάματα της πίστεως στην

ψυχή του γιου της, ρήτορα Βασιλείου και της συζύγου του Εμμέλειας και αυτοί με

τη σειρά τους στις ψυχές των δέκα παιδιών που απόκτησαν. Τα δυο μεγαλύτερα από

αυτά, η Μακρίνα και ο Βασίλειος, ευτύχησαν ν’ ακούσουν την ίδια τη γιαγιά και να

δεχθούν στις εύπλαστες παιδικές ψυχές τους να τους ρίχνει το θείο σπόρο, ταπεινά

και αθόρυβα, αλλά συστηματικά και με συνέπεια, έχοντας επίγνωση της αποστολής

της.  Γι’ αυτήν ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του προς τους Νεοκαισαρείς

αναφέρει: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν και γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή

ότι τραφέντες ημείς υπό τήθη μακαρία γυναικί παρ’ υμών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω

την περιβόητον, παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήματα όσα

προς αυτήν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε και ημάς έτι νηπίους

όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασι».(Β.Ε.Π.Ε.Σ. 55 Μ.Βασιλ.

Επιστ. 204).

Σ’ αυτή τη ρίζα- τη γιαγιά- που υπήρξε Ομολογήτρια, όχι μόνο στο διωγμό αλλά και

σε όλη της τη ζωή, και πέθανε περί το 340, οφείλουν την ανατροφή τους, κατά το

μεγαλύτερο μέρος, και οι πέντε άγιοι εγγονοί της: Ο Βασίλειος, ο Μέγας της

Καισαρείας φωστήρ, η Οσία Μακρίνα, την οποία πρόκειται ο τρίτος αδελφός τους

Γρηγόριος,  επίσκοπος Νύσσης, να μας εγκωμιάσει στην επιστολή του, ο λιγότερο

ίσως γνωστός  ασκητής Ναυκράτιος, όπως θα τον γνωρίσουμε στην ίδια επιστολή και

ο Πέτρος,  επίσκοπος Σεβάστειας, ο τελευταίος βλαστός της οικογένειας. Δεν

κληρονόμησαν μόνον από την ποντιακή οικογένεια του πατέρα τους την αγαθή φύση

και την κλίση σε ό,τι ευγενικό και πνευματικό. Αλλά και η καταγωγή τους από την

ένδοξη καππαδοκική οικογένεια της μητέρας τους, τους κληροδότησε  πλούτο

πνευματικών χαρισμάτων, που συνέβαλε πολύ στο «Βίο και την πολιτεία» τους. Ο

άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας διασώζει την πληροφορία ότι ο πατέρας της

Εμμέλειας, πλούσιος κι ευγενής, πέθανε ως μάρτυρας της Εκκλησίας, αλλά δεν

γνωρίζουμε δυστυχώς το όνομά του. (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τομ. 60, Γρηγ. Θεολόγου Επιτάφιος

εις Μ.Βασίλ. γ΄).

 

Ο Γρηγόριος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του αφοσιώθηκε με ζήλο στην ενασχόληση

με τη ρητορική τέχνη. Με τις συμβουλές όμως και τις παροτρύνσεις του αδελφού του

Βασιλείου, του φίλου τους Γρηγορίου του Θεολόγου και, κυρίως, της μεγάλης

αδελφής του Μακρίνας, στράφηκε στη ζωή της ησυχίας και της ασκήσεως. Αναφέρεται

ότι παντρεύτηκε τη Θεοσέβεια, αδελφή του Γρηγορίου του Θεολόγου. Γι’ αυτή

γνωρίζουμε ότι χειροτονήθηκε διακόνισσα, μόλις ο σύζυγός της ανήλθε στο

επισκοπικό αξίωμα. Επίσης ότι στο θάνατό της, το 385, έγραψε προς το σύζυγό της

παραμυθητική επιστολή ο αδελφός της Γρηγόριος. Την αποκαλεί δε εκεί «όντως

ιεράν, το της Εκκλησίας καύχημα...το του Χριστού καλλώπισμα, το της καθ’ ημάς

γενεάς όφελος, την γυναικών παρρησίαν...». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 60 επιστ.197).

Ο Γρηγόριος Νύσσης, ως επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας, πάλεψε να διαφυλάξει το

ποίμνιό του απ’ τις αιρέσεις της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Καρπός αυτών των

αγώνων του είναι και τα περισσότερα έργα της γραφίδας του. Αντιπαθής στους

Αρειανούς, στον επισκοπικό θρόνο δοκίμασε θλίψεις, συκοφαντίες, εξορίες,

διωγμούς και, στο τέλος, κάποια καταδικαστική απόφαση, το 376, τον καθήρεσε.

Μετά όμως από δύο χρόνια κι αφού με το θάνατο του Ουάλη αποκαταστάθηκε η ειρήνη

στην Εκκλησία, επανήλθε στην επισκοπή του όπου το ποίμνιό του τον υποδέχτηκε με

ειλικρινή ενθουσιασμό. Στην αρχή του επομένου έτους 379, την 1η Ιανουαρίου, ο

αδελφός του  Μ. Βασίλειος πέθανε και ο Γρηγόριος τον εγκωμίασε με επιτάφιο λόγο.

Την άνοιξη του ίδιου έτους έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αντιόχειας. Η Σύνοδος αυτή

τον διάλεξε «ίνα μεταβή και βοηθήση τας εκκλησίας Αραβίας και Βαβυλώνος, αι

οποίαι είχον χάσει την γραμμήν της ειρήνης και της ευπρεπείας»(Ε.Π.Ε. Γρ. Νύσσης

1, σελ.29). Τότε ακριβώς είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, γεγονός

που αναφέρει στην αρχή της επιστολής του αυτής. Το 380 ο Γρηγόριος εξελέγη

ακουσίως επίσκοπος Σεβάστειας. Μετά από μερικούς μήνες απαλλάχτηκε από τις

υποχρεώσεις του εκεί και επανήλθε στη Νύσσα. Όταν το 381 έλαβε μέρος στη Β’

Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, του ανέθεσαν την εναρκτήρια ομιλία των

εργασιών της Συνόδου, τον επικήδειο λόγο στον εκεί αποθανόντα πρόεδρο της

Συνόδου Μελέτιο Αντιοχείας, και την ομιλία στην ενθρόνιση του Γρηγορίου του

Θεολόγου ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Γεγονότα που μαρτυρούν την

αναγνώριση του κύρους του και την εκτίμηση της αξίας του απ’ τους συγχρόνους

του.

Ιδιαίτερα ο τότε αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εκτιμούσε βαθύτατα τον επίσκοπο Νύσσης.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι του ανέθεσαν τον επικήδειο λόγο στο θάνατο

πρώτα της Πουλχερίας, θυγατέρας του Θεοδοσίου, και αργότερα της Αυγούστας

Πλακίλλας, περί το 386. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος τον θεωρεί ως κριτήριο και υπογραμμό

του Δόγματος, προς τον οποίο οφείλουν να συμφωνούν όσοι θέλουν να είναι

Ορθόδοξοι.

Τα γεγονότα της ζωής του από το έτος αυτό μέχρι του θανάτου του, που

τοποθετείται περί το 395, δεν μας διασώθηκαν, εκτός από το ότι το 394 έλαβε

μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου και πάλι προτιμήθηκε να μιλήσει

στα εγκαίνια ναού, σε προάστειο της πόλεως. Η όλη «πολιτεία» του λάμπρυνε την

άσημη ως τότε επισκοπή της Νύσσης, καθιστώντας την φημισμένη και ισάξια με την

επισκοπή Νεοκαισάρειας. Έτσι εφαρμόστηκαν και στον ίδιο τα λόγια του αδελφού

του, Μ. Βασιλείου, που είχε γράψει βέβαια για τον άλλο Γρηγόριο, το Θεολόγο:

«έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’

εαυτού».(Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 55, επιστ.98).

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα έργα του ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ζωντανή και

διακρίνεται από καλλιέπεια και πλούσια ρητορικά σχήματα. Η αφθονία μεταφορών,

αντιθέσεων, αλληγοριών, ασύνδετων, ομοιοτέλευτων, οξύμωρων, γνωμικών, η συνήθειά

του να συγκρίνει την εκάστοτε εγκωμιαζόμενη μορφή με πρόσωπα της Παλαιάς και της

Καινής Διαθήκης, η πρωτοτυπία των νοημάτων, η έντεχνα δουλεμένη φράση είναι ό,τι

κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει το ύφος του αγίου Γρηγορίου.

Ο εγκωμιαστικός λόγος του «εις τον Βίον  της Οσίας Μακρίνας»(ο επικρατέστερος

τίτλος κατά τη χειρόγραφη παράδοση), αν και φέρει μορφή επιστολής, είναι

εκτενής, γιατί όπως λέει και ο ίδιος προς τον παραλήπτη, η περιγραφή της ζωής

της «Μεγάλης» του αδελφής απαιτούσε μια τέτοια μακρηγορία. Ο συγγραφέας, με

σεμνότητα και χρονική ακολουθία, διηγείται γεγονότα και περιστατικά, για να

ολοκληρώσει κλιμακωτά, όσο πιο αδρά μπορεί, την εικόνα της Οσίας που υπήρξε και

«Διδάσκαλός» του. Μέσα στο πλούσιο περιεχόμενό του, παρουσιάζει πλήρως το

μεγαλείο, τις αρετές, τις γνώσεις και τα χαρίσματα της βιογραφούμενης Οσίας, που

υπήρξε πρωτοπόρος στην κοινοβιακή, μοναχική ζωή. Ορισμένα τμήματα της επιστολής

συγκινούν με την ευαισθησία του συγγραφέα στη σύλληψη και απόδοση περιστατικών

και γεγονότων. Σε αρκετά σημεία του λόγου συναντάμε επίσης φιλοσοφικές

ενατενίσεις και αντιμετωπίσεις των δυσκολιών της ζωής και του προβλήματος του

θανάτου εκ μέρους της Οσίας.

Ο χρόνος συγγραφής της επιστολής τοποθετείται ασφαλώς μετά την κοίμηση του

Μεγάλου Βασιλείου(1 Ιανουαρίου 379) και μετά την επιστροφή του Γρηγορίου απ’ τη

Σύνοδο της Αντιοχείας(άνοιξη 379), όπως γράφει ο ίδιος. Τα χειρόγραφα που

διασώζουν το κείμενο αυτής της επιστολής δε συμφωνούν ούτε ως προς το όνομα,

ούτε ως προς την ιδιότητα του παραλήπτη. Άλλα από αυτά αναφέρουν κάποιον Ιέριον 

ή Ευπρέπιον  ή Ευστόχιον Επίσκοπο και άλλα κάποιον Ολύμπιον ασκητή. Το κείμενο

της επιστολής  ακολουθεί την έκδοση  W. Jaeger (Gr. Nysseni Opera Ascetica VIII

I, II 1963), επειδή είναι κριτικά αποκατεστημένη και θεωρείται η καλύτερη.

 

 

Ο Γρηγόριος Νύσσης, αποτεινόμενος στη νεκρή πια αδελφή του, της υπενθυμίζει τη

συνάντησή τους όταν συνταξίδευαν προς την Αντιόχεια. Όταν επρόκειτο, κατά το

τάξιμό του, να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, για να δει στους τόπους εκείνους τα

σημάδια της ένσαρκης παρουσίας του Χριστού. Κατά τη συνάντησή τους, που, φυσικά,

δεν πέρασε εν σιωπή, επειδή η σύνεση της Μακρίνας έδινε πολλές αφορμές για

συζήτηση, ενώ ανέφεραν διάφορα θέματα, ο λόγος έφθασε-όπως πολλές φορές

συμβαίνει-στη ζωή ενός αγίου. Η Μακρίνα, κατά τον αδελφό της και συγγραφέα του

βίου της, υπήρξε γυναίκα μόνο ως προς τη φυσική της διάπλαση, γιατί, κατά τα’

άλλα, ξεπέρασε τη γυναικεία, αδύναμη φύση.

Η μητέρα της Μακρίνας είχε, κατά το Γρηγόριο, τόση αρετή που σε κάθε της

ενέργεια αφηνόταν να την καθοδηγεί το θέλημα του θεού. Τόσο πολύ είχε αγαπήσει

την καθαρή και παρθενική ζωή, ώστε και το γάμο δεν τον διάλεξε με την θέλησή

της. Έμεινε όμως ορφανή και από τους δυο γονείς της, ενώ βρισκόταν στο άνθος της

νεότητάς της. Η φήμη της ομορφιάς της ξεσήκωνε πολλούς για να τη μνηστευθούν.

Έτσι υπήρχε κίνδυνος, αν θεληματικά δεν παντρευόταν κάποιον, να πάθει κάτι κακό

από διαβολική ενέργεια χωρίς να το θέλει, επειδή ήταν έτοιμοι να την αρπάξουν οι

μανιακοί εραστές για το κάλλος της. Γι’ αυτό, αφού διάλεξε το γνωστό κι

αναγνωρισμένο για τη σεμνότητα της ζωής του (το Βασίλειο, τον πατέρα τους,

εννοεί ο συγγραφέας), ώστε έτσι να αποκτήσει φύλακα της ζωής της, αμέσως με τους

πόνους του πρώτου τοκετού έγινε μητέρα της Μακρίνας. Τότε λοιπόν, όταν πλησίαζαν

οι μέρες που θα ελευθερωνόταν από τους πόνους  του τοκετό, καθώς έπεσε να

κοιμηθεί, είδε ένα όνειρο:Της φάνηκε πως βάσταζε στα χέρια της αυτό το βρέφος

που είχε ακόμη στα σπλάχνα της και κάποιος με μορφή κι ενδυμασία

μεγαλοπρεπέστερη απ’ όποια έχει ένας κοινός άνθρωπος, παρουσιάσθηκε και κάλεσε

με το όνομα «Θέκλα» το βρέφος που κρατούσε στα χέρια της. Το όνομα εκείνης της

Θέκλας για την οποία πολύς λόγος γίνεται ανάμεσα στις Μοναχές. Αφού το επανέλαβε

αυτό τρεις φορές, εξαφανίσθηκε ανακουφίζοντάς την συγχρόνως από τους πόνους του

τοκετού. Όταν ξύπνησε, το όνειρο είχε ήδη γίνει πραγματικότητα. Το κρυφό λοιπόν

όνομά της Μακρίνας ήταν εκείνο. Φαίνεται όμως πως αυτός που εμφανίσθηκε, είπε

αυτό το όνομα, όχι τόσο για να δώσει κάποια ονομασία στην κόρη που θα γεννιόταν,

όσο για να προαναγγείλει τη ζωή της νέας, και να υποδηλώσει την ομοιότητα της

προαιρέσεως που θα είχε με τη «συνώνυμή» της αγία Θέκλα. Η Θέκλα ήταν μαθήτρια

του αποστόλου Παύλου. Όταν άκουσε στο Ικόνιο, την ιδιαίτερή της πατρίδα, την

περί παρθενίας διδασκαλία του διέλυσε τη μνηστεία της και τον ακολούθησε

βοηθώντας τον στο έργο του. Ο Βασίλειος Σελεύκειας στο «Acta» του αναφέρει για

ερείπια ναού βασιλικής, κτισμένου πάνω στον τάφο της, στο χωριό Merymlik κοντά

στη Σελεύκεια. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συχνά στα ποιήματά του την αναφέρει

σαν πρότυπο για τις παρθένες. Επίσης ο άγιος Μεθόδιος Ολύμπου στο «Συμπόσιό» του

χρησιμοποιεί το όνομα Θέκλα για μια από τις δέκα παρθένες που υμνούν την

παρθενία.

Ανατρέφεται λοιπόν το παιδί και ενώ υπήρχε ιδιαίτερη παραμάνα γι’ αυτό, τις πιο

πολλές φροντίδες τις δέχθηκε από τα χέρια της μητέρας του. Όταν πέρασε τη

νηπιακή ηλικία, έπαιρνε με μεγάλη ευκολία τα μαθήματα που ταιριάζουν στα παιδιά.

Και σε όποιο μάθημα αποφάσιζαν και την «έβαζαν» οι γονείς της και σε εκείνο η

εξυπνάδα της ξεχώριζε ιδιαίτερα. Η μητέρα είχε δυνατή την επιθυμία να μορφώσει

τη θυγατέρα της. Όχι όμως με την κοσμική και εγκύκλιο μόρφωση, που διδάσκονται

συνήθως οι πρώτες ηλικίες των μαθητών από τα «ειδωλολατρικά» ποιήματα και

λογοτεχνήματα. Πίστευε πως είναι ντροπή και τελείως άπρεπο, να διδάσκονται οι

τρυφερές κι εύπλαστες παιδικές ψυχές τις τραγικές ιστορίες γυναικών που έδωσαν

έμπνευση και θέμα στους ποιητές, ή τις ασχήμιες των κωμωδιών ή τα αίσχη του

Τρωϊκού πολέμου κι έτσι να καταμολύνονται με τις πιο άσεμνες διηγήσεις περί

γυναικών. Όσα όμως μέρη από τη θεόπνευστη Αγία Γραφή είναι περισσότερο αντιληπτά

στα παιδιά, αυτά ήταν τα μαθήματα της μικρής κόρης και μάλιστα η Σοφία του

Σολομώντος κι απ’ αυτήν περισσότερο όσα οδηγούσαν στην « ηθική» ζωή.

Δεν αγνοούσε επίσης και από τα ψαλλόμενα μέρη της Γραφής τίποτε. Αλλά έψαλλε το

κάθε τμήμα στον κατάλληλο καιρό. Όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι, όταν

καταπιανόταν με σοβαρές εργασίες, και όταν αναπαυόταν, κι όταν έτρωγε, κι όταν

σηκωνόταν από το τραπέζι, και όταν πήγαινε να κοιμηθεί, κι όταν ξυπνούσε για

προσευχή, παντού είχε την ψαλμωδία σαν καλή συνοδοιπόρο και δεν την άφηνε σε

καμμιά περίπτωση. Και ο αδελφός της Γρηγόριος Νύσσης συνεχίζει την παραστατική

του εξιστόρηση:«Με όλα αυτά και με τέτοιες απασχολήσεις μεγαλώνοντας, και

ιδιαίτερα εξασκώντας την υφαντική τέχνη, φθάνει στα δώδεκά της χρόνια, τότε που

αρχίζει να λάμπει εξαιρετικά το άνθος της νεότητας. Είναι αξιοθαύμαστο πως δεν

έμεινε κρυμμένη η ομορφιά της νέας. Σ’ ολόκληρη τη χώρα δεν υπήρχε κάτι τόσο

θαυμαστό, που να μπορεί να συγκριθεί με τη χάρη και το κάλλος της. Ακόμη και

χέρια ζωγράφων δεν μπόρεσαν ν’ αποδώσουν τέτοια ωραιότητα. Η τέχνη που τα πάντα

επιχειρεί και τολμάει να καταπιάνεται με τα πιο δύσκολα θέματα, ώστε να

αποτυπώνει, με την απομίμηση, και τις εικόνες των άστρων ακόμη, δεν κατόρθωσε με

ακρίβεια να μιμηθεί την αρμονία της μορφής εκείνης. Γι’ αυτό ένα μεγάλο πλήθος

μνηστήρων πολιορκούσε τους γονείς της, για να πετύχουν το γάμο μ’αυτή. Ο πατέρας

μας, όμως, (καθώς ήταν συνετός και πολύ προσεκτικός, ώστε να διακρίνει το καλό)

ξεχώρισε από τους άλλους κάποιο νέο ευγενή από τη γενιά μας, γνωστό για τη

σωφροσύνη του, που μόλις είχε γυρίσει από τις σπουδές του και σ’ εκείνον

υποσχέθηκε να δώσει την κόρη του, όταν βεβαίως θα έφθανε σε ηλικία γάμου».

Στο διάστημα αυτό, ο νέος ζούσε με τις καλύτερες ελπίδες και πρόσφερε στον

πατέρα της κόρης, σαν νυφιάτικο δώρο, τη ρητορική προκοπή του, δείχνοντας στους

δικαστικούς αγώνες, για την υπεράσπιση των αδικουμένων, τη δύναμη των λόγων του.

Ο θάνατος όμως ξαφνικά έκοψε τις πιο γλυκές ελπίδες του, αρπάζοντάς τον από τη

ζωή, μέσα στ’ ανθισμένα νιάτα του.

Δεν αγνοούσε βέβαια η Μακρίνα την απόφαση του πατέρα της, αλλά όταν πλέον αυτή

έπαυσε να ισχύει με το θάνατο του νέου, ονομάζοντας γάμο την απόφαση του πατέρα

της, σαν να είχε δηλαδή γίνει στην πραγματικότητα, αξίωσε να μείνει ελεύθερη την

υπόλοιπη ζωή της. Και ήταν αυτή της η απόφαση τόσο σταθερή, που ξεπερνούσε την

ηλικία της, σύμφωνα με την κρίση του αδελφού της.

Οι γονείς της πολλές φορές έφερναν τη συζήτηση στο θέμα του γάμου, επειδή ήταν

πολλοί αυτοί που ήθελαν να τη μνηστευθούν από τη φήμη της ομορφιάς της. Αυτή,

όμως, έλεγε πως είναι άπρεπο και παράνομο να μην αρκεσθεί στο γάμο που, μια για

πάντα, καθόρισε ο πατέρας της γι’ αυτήν, αλλά ν’ αναγκάζεται να προσβλέπει σε

άλλον, ενώ ένας είναι στη ζωή ο γάμος, όπως είναι μια η γέννηση κι ένας ο

θάνατος. Ισχυριζόταν έντονα δε ότι αυτός, που η απόφαση των γονέων της είχε

καθορίσει για σύζυγο, δεν πέθανε. Γιατί αυτόν που ζει κατά Θεό, με την ελπίδα

της αναστάσεως, κι αν πεθάνει, πρέπει να τον θεωρούμε απόδημο κι όχι νεκρό.

Είναι λοιπόν άπρεπο να μη φυλάμε πίστη στον ξενιτεμένο μνηστήρα, κατά την άποψη

της Μακρίνας.

 Η φροντίδα της κόρης Μακρίνας για τη μητέρα αντικαθιστούσε τη βοήθεια πολλών

υπηρετριών. Δηλαδή, η μεν μητέρα φρουρούσε την ψυχή της νέας, η δε κόρη φρόντιζε

το σώμα της μητέρας. Και σε όλα τα άλλα, όποια βοήθεια της ζητούσε, την

εκπλήρωνε πρόθυμα και πολλές φορές ζύμωνε με τα ίδια της τα χέρια το ψωμί για τη

μητέρα της, έργο με το οποίο δεν είχε ασχοληθεί, ουδέποτε, προηγουμένως. Όταν

όμως αφιέρωσε τον εαυτό της σε ιερές διακονίες, επειδή θεώρησε πως ταιριάζει η

φροντίδα αυτή στις νέες της ασχολίες, τακτικά πρόσφερε τροφή στη μητέρα,

ετοιμασμένη με τον προσωπικό της κόπο. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και κάθε άλλη

μέριμνα του σπιτιού μοιραζόταν μαζί της, γιατί ήταν μητέρα με τέσσερις γιούς και

πέντε θυγατέρες και επί πλέον ήταν υποτελής σε τρεις διαφορετικούς άρχοντες, με

το να είναι διασκορπισμένη η κτηματική περιουσία τους σε τρία «έθνη». Διέθεταν

δηλαδή κτήματα στον Πόντο, στην Καππαδοκία και στην Αρμενία.

Τον Γρηγόριο λοιπόν, αν και τον παρέλαβε υπερβολικά υπερήφανο από την ιδέα που

είχε για τη ρητορική του δύναμη, με περιφρόνηση προς όλα τα αξιώματα και με τη

γνώμη ότι ξεπερνάει σε αξία και τους λαμπρούς δυνάστες ακόμη, πολύ γρήγορα τον

τράβηξε προς την ασκητική ζωή. Έτσι, αφού απομακρύνθηκε από την κοσμική προβολή

και καταφρόνησε την κοινή επιδοκιμασία για τη ρητορική του, μεταστράφηκε στην

εργατική και χειρωνακτική ζωή και με την ολοκληρωτική ακτημοσύνη προχώρησε χωρίς

εμπόδια στο δρόμο της αρετής.

Η Μακρίνα, επίσης, πείθει τη μητέρα της να εγκαταλείψει τη συνηθισμένη ζωή της

και τη ματαιόδοξη συμπεριφορά της, να μη δέχεται τις φροντίδες των υπηρετριών

της, όπως ήταν συνηθισμένη προηγουμένως. Να γίνει όμοια με τους άλλους στο

φρόνημα και να ενώσει τη ζωή της με τη ζωή των παρθένων, κάνοντας αδελφές της με

ίσα δικαιώματα όσες δούλες και υπηρέτριες είχε μαζί της. Ο αδελφός της Μακρίνας

Ναυκράτιος όταν έφτασε στα είκοσι δύο του χρόνια κι αφού έδωσε σε δημόσια

ακρόαση αποδείξεις για τους κόπους του στις σπουδές του, ώστε να σειστεί

κυριολεκτικά όλο το θέατρο, μετά, σαν από θεϊκό κάλεσμα, περιφρονώντας όλες τις

προϋποθέσεις επιτυχίας που κρατούσε στα χέρια του, ξεκίνησε με όλη τη δύναμη της

ψυχής του για τη μοναχική και ακτήμονα ζωή, δίχως να πάρει τίποτα μαζί του,

εκτός από τον εαυτό του. Τον ακολούθησε δε και κάποιος από τους υπηρέτες του,

Χρυσάφιος το όνομά του, και γιατί τον αγαπούσε και επειδή είχε μέσα του την ίδια

επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Ζούσε λοιπόν μόνος του, αφού εγκαταστάθηκε σε μια

ερημική περιοχή κοντά στον Ίρι. Είναι ο Ίρις ποτάμι που διασχίζει τον Πόντο,

πηγάζει από την Αρμενία και χύνεται στον Εύξεινο Πόντο. Κοντά λοιπόν στο ποτάμι

βρήκε ο νεαρός Ναυκράτιος ένα μέρος με πλούσιο δάσος. Ήταν κρυμμένο σε κάποιο

κοίλωμα πλαγιάς που έφθανε μέχρι πάνω στην κορφή. Ζούσε εκεί απομακρυσμένος από

τους θορύβους της πόλεως και της στρατιωτικής ζωής και από τις απασχολήσεις των

αγορεύσεων στα δικαστήρια. Κι έτσι, αφού ελευθέρωσε τον εαυτό του από όλα, όσα

στο πέρασμά τους ταράζουν την ανθρώπινη ζωή, φρόντιζε με τα ίδια του τα χέρια

μερικούς γέροντες άρρωστους και φτωχούς, επειδή έκρινε πως ταίριαζε στη ζωή του

μια  τέτοια διακονία. Κυνηγώντας λοιπόν, [ψάρευε το παλικάρι] και καθώς ήταν

επιδέξιος σε κάθε είδος κυνηγετικής τέχνης, πρόσφερε με το κυνήγι στους γέροντες

την τροφή τους και ταυτόχρονα, με τους κόπους αυτούς, χαλιναγωγούσε την ορμή της

νεότητας. Αλλά και τα θελήματα της μητέρας του πρόθυμα εκτελούσε, αν κάποτε κάτι

τον πρόσταζε να κάνει. Με αυτούς τους δύο τρόπους κατόρθωνε να βαδίζει σωστά στη

ζωή του. Ξαφνικά χάνεται από τη ζωή ο Ναυκράτιος, χωρίς  να  έχει προηγηθεί

κάποια αρρώστια για τη συμφορά, ούτε τίποτε άλλο από τα γνωστά και συνηθισμένα

που οδηγούν στο θάνατο. Ενώ είχε βγει στο κυνήγι που του εξασφάλιζε την τροφή

για όσους γηροκομούσε, τον έφεραν νεκρό στο σπίτι και τον ίδιο και το συνασκητή

του το Χρυσάφιο. Η μητέρα του βρισκόταν σε απόσταση τριών ημερών δρόμο από τον

τόπο της συμφοράς. Ήρθε κάποιος και της ανήγγειλε το θλιβερό μήνυμα.

Δεν παρασύρθηκε όμως από τη συμφορά η μητέρα του, ούτε παρουσίασε κάποια

αταίριαστη γυναικεία συμπεριφορά, ώστε να βάλει τις φωνές ή να ξεσχίσει τα ρούχα

της ή να θρηνολογήσει για τη δυστυχία ή με τα γοερά της μοιρολόγια να ξεσηκώσει

θρήνους γύρω της. Υπέμενε ήσυχα, απωθώντας τις προσβολές της ανθρώπινης

αδυναμίας.

Όταν τελείωσαν, πλέον, για τη μητέρα οι φροντίδες της ανατροφής, της μορφώσεως

των παιδιών και η μέριμνα της αποκαταστάσεώς τους και μοιράσθηκαν τις

περισσότερες βιοτικές μέριμνες τα ίδια τα παιδιά, τότε γίνεται η ζωή της

παρθένου Μακρίνας «σύμβουλος» στη μητέρα για την ασκητική και άϋλη ζωή. Την

απομάκρυνε απ’ όλες τις συνήθειές της και την έφερε στα δικά της μέτρα

ταπεινοφροσύνης, ώστε την προετοίμασε να αισθάνεται όμοια με το σύνολο των

υπολοίπων αφιερωμένων στο Θεό παρθένων: Να τρώει στο κοινό τραπέζι, να κοιμάται

στον ίδιο κοιτώνα και γενικά να συμμετέχει εξ ίσου με αυτές σε όλους τους τομείς

της ζωής, απορρίπτοντας κάθε τι που την έκανε να διαφέρει κατά την κοινωνική της

θέση.

Αλλά η μεγαλύτερη από τα αδέλφια, δηλαδή η Μακρίνα για την οποία τώρα γίνεται

λόγος, αφού, για λίγο καιρό μετά τη γέννησή του,  άφησε τον αδελφό της να

θηλάσει, αμέσως μετά τον παίρνει από την τροφό του και τον ανατρέφει η ίδια. Τον

έφθασε σε ανώτερη μόρφωση, ασκώντας τον από τη νηπιακή ηλικία στα ιερά γράμματα,

ώστε να μη δώσει περιθώριο στην ψυχή του να στραφεί σε τίποτε μάταιο. Έγινε τα

πάντα για το μικρό της αδελφό, πατέρας, δάσκαλος, παιδαγωγός, μητέρα, σύμβουλος

κάθε καλού. Έτσι τον έφθασε σε τέτοιο πνευματικό επίπεδο, ώστε προτού περάσει

την παιδική ηλικία, στο πιο απαλό άνθισμα της εφηβείας, να στραφεί κι εκείνος με

ενθουσιασμό προς τον «υψηλό» σκοπό της μοναχικής ζωής. Και με το να είναι εκ

φύσεως επιδέξιος σε κάθε είδος χειρωνακτικής εργασίας, είχε μάθει ακριβώς τα

μυστικά της κάθε τέχνης χωρίς να τον καθοδηγεί κανείς, πράγμα που για τους

πολλούς απαιτεί και χρόνο και κόπο πολύ.

Κάποτε που υπήρχε φοβερή έλλειψη σταριού και πολλοί άνθρωποι από παντού έτρεχαν

στο ερημητήριό τους, παρακινημένοι από τη φήμη των ελεημοσυνών τους, ο Πέτρος

Σεβάστειας, ο άλλος αδελφός της Μακρίνας, με την εφευρετικότητά του κατόρθωσε 

να πληθύνουν τόσο οι τροφές, ώστε από το πλήθος των προσερχομένων να φαίνεται

πως η έρημός τους εκείνη ήταν πολιτεία ολόκληρη.

Η μητέρα της Μακρίνας, λίγο προτού χάσει το Βασίλειο το Μεγάλο, απηύθυνε την

ακόλουθη προσευχή στο Θεό, ενδεικτική του ήθους και του φρονήματος μητέρας των

πρώτων χριστιανικών αιώνων: «-Σε Σένα, Κύριε, προσφέρω και τον πρώτο και το

δέκατο καρπό των πόνων μου. Απαρχή των πόνων μου είναι αυτή η πρωτόγενη, (η

Μακρίνα), και δέκατος αυτός, (ο Πέτρος) ο τελευταίος μου πόνος. Σε Σένα τα έχω

προσφέρει και τα δύο, σύμφωνα με το θείο Σου Νόμο, και δικά Σου αφιερώματα

είναι. Είθε να έλθει ο αγιασμός σου και στην πρώτη μου αυτή κόρη και στο δέκατο

αυτό παιδί μου», είπε δείχνοντας με χαρακτηριστική φωνή την κόρη και το γιό της.

Ο Βασίλειος, αργότερα, μεταβαίνει από τα ανθρώπινα προς το Θεό και γίνεται

αφορμή για πάνδημο πένθος στην πατρίδα του και σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Η

θλίψη, αφού και οι εχθροί της Χριστιανικής αλήθειας την αισθάνθηκαν υπήρξε

πρωτόγνωρη.

Οδεύοντας ο συγγραφέας Γρηγόριος Νύσσης στην αφήγηση του τέλους της ζωής της

Μακρίνας, μας πληροφορεί πως είδε κάποιο όνειρο που του δημιούργησε φοβερές

ανησυχίες για το μέλλον: του φάνηκε πως κρατούσε στα χέρια του λείψανα μαρτύρων

κι έβγαινε απ’ αυτά λάμψη σαν από καθαρό καθρέφτη που βρίσκεται απέναντι στον

ήλιο, ώστε να θαμπώνουν τα μάτια του απ’ την ακτινοβολία της λάμψεως. Και συνέβη

να δει την ίδια νύχτα τρεις φορές αυτό το όνειρο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει

καθαρά τι υπονοούσε. Αισθανόταν κάποια λύπη στην ψυχή του και περίμενε να κρίνει

το όνειρο από την εξέλιξη των γεγονότων. Όταν πλησίασε σ’ εκείνη την ερημιά που

κατοικούσε η Μακρίνα, ζώντας αγγελική και ουράνια ζωή, ρώτησε, κατ’ αρχήν, για

τον αδελφό του τον Πέτρο έναν από τους συνασκητές του, εάν ήταν εκεί. Εκείνος

του απάντησε πως εδώ και τέσσερις ημέρες είχε φύγει για να έρθει σ’ αυτόν.

Κατάλαβε τι συνέβη, είχε πάει από άλλο δρόμο να τον συναντήσει.

Όταν έφθασε στον τόπο της Μακρίνας, παρατήρησε πως η συνοδεία των Μοναστριών

περίμενε με κοσμιότητα την είσοδό του στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η

καθιερωμένη ευχή κι ευλογία, οι Μοναχές παίρνοντας με σκυμμένο το κεφάλι την

ευλογία, όπως έπρεπε, έφευγαν προς τα κελιά τους.

Η Μακρίνα βασανιζόταν σκληρά από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι πάνω σε

κρεβάτι ή σε στρώμα, αλλά κατά γης, έχοντας μια σανίδα κάτω από το σάκο της. Μια

άλλη σανίδα πάλι, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο,

υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα.

Στύλωσε  τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω απ’ τα στρωσίδια της όσο

μπορούσε, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτόν την τιμή της υποδοχής. Όπως ακριβώς

μαθαίνουμε από την ιστορία του Ιώβ, πως ο άνθρωπος αυτός, αν και έλιωνε από την

σαπίλα των τραυμάτων σ’ ολόκληρο το σώμα του, δεν έστρεψε το λογισμό στον πόνο

του, αλλά παρ’ όλο που βασανιζόταν  σωματικά από τους πόνους,  δε χαλάρωνε την

εσωτερική του «εργασία», ούτε σταματούσε η σκέψη του ν’ ανεβαίνει στις

υψηλότερες αλήθειες, κάτι τέτοιο έβλεπε να συμβαίνει και μ’ εκείνη τη Μεγάλη.

Ενώ, δηλαδή, ο πυρετός της είχε καταμαράνει όλη τη δύναμη και την έσερνε στο

θάνατο, εκείνη,  σαν να της ανακούφιζε κάποια δροσιά το σώμα, έστρεφε το νου της

ανεμπόδιστο στη θεωρία των υψηλών αληθειών, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από τη

βαριά αρρώστια.

Ο Γρηγόριος, αφού βρήκε σε έναν από τους κοντινούς κήπους έτοιμο κάποιο

καλοφτιαγμένο κατάλυμα, ξεκουράστηκε κάτω από τη σκιά των αγιοκλημάτων.

Πράγματι, όπως ένας δρομέας που ξεπέρασε τον αντίπαλό του και φθάνει πια στο

τέρμα του σταδίου, καθώς πλησιάζει το βραβείο και βλέπει το στεφάνι της νίκης

χαίρεται σαν να τα κέρδισε ήδη και αναγγέλλει πανηγυρικά στους φίλους θεατές τη

νίκη του, από την ίδια διάθεση κι εκείνη τον παρακινούσε να ελπίζει τα καλύτερα

γι’ αυτήν. Αφού λοιπόν χάρηκε από το ευχάριστο μήνυμά της, άφησε τον εαυτό του

ν’ απολαύσει ό,τι είχε μπροστά του. Ήταν δε αυτά πολλά και διάφορα και η

ετοιμασία τους είχε γίνει με πολλή αγάπη, επειδή η φροντίδα της Μεγάλης είχε

φθάσει και μέχρι αυτά ακόμη.

Ο Γρηγόριος είχε σκοπό μ’ αυτή την εξιστόρησή του να «ευχαριστήσει» το Θεό, όπως

ο ίδιος δηλώνει. Γιατί τη ζωή των γονέων του μας την παρουσίασε λαμπρή και

περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο εξ’ αιτίας της περιουσία τους, όσο

γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα του, για

την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας

τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα τους θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση και η

μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως, με την πίστη στο Θεό,

τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς

που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα

δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού

το μερίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παιδιού να ξεπερνάει τη

μεγάλη περιουσία των γονέων τους. Στο σημείο αυτό της διήγησης είναι εμφανής η

σύνδεση ανάμεσα στη μεγάλη περιουσία και το άφθονο χρήμα από τη μια μεριά, και

στη Θεοσέβεια από την άλλη. Τα πρώτα προκύπτουν ως φυσικά επακόλουθα, ως αγαθά

αποτελέσματα και καρποί της δεύτερης. Αυτού του είδους η πρώιμη «προτεσταντική»

ηθική επεκτείνεται στη συνέχεια της αφήγησής μας.

 Απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε

δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα

χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε

να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να απεργάζονται τις εντολές. Ούτε ποτέ

απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε

αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια

αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την

ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της

σε πλούσιο καρπό. Απ’ τον τρόπο που σχετίζονται στενά, στο σημείο αυτό του λόγου

του Γρηγορίου, η αύξηση της περιουσίας με τη φιλανθρωπία και την εργασία,

κατανοεί ο αναγνώστης τα μυστικά νήματα που συνδέουν την αιτία με το αποτέλεσμα

σ’ αυτό το βασικό σχήμα της πρωτοβυζαντινής κοινωνικής σκέψης.

Όταν, έπειτα, άρχισε εκείνος να της διηγείται τα βάσανά του, πρώτα την εξορία

από το βασιλιά Ουάλη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις που τους

καλούσαν σε αγώνες και κόπους, του είπε: «Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο

κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και γιατί η καταγωγή μας είναι από γονείς

ευγενείς. Ο πατέρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη

μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη

τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η

φήμη του. Του έφθανε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ, όμως, είσαι

ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα, για βοήθεια και διόρθωση,

Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη

χάρη του Θεού; Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή

η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες

καμιά ή έστω μικρή προετοιμασία για ένα τέτοιο έργο;».

Την είχε όμως καταλάβει, ήδη, ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Το κοινό καμάρι της

γενιάς τους θα «έφευγε». Ο Γρηγόριος σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε,

καθώς διαισθανόταν ότι η Μακρίνα  έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί

θεωρούσε ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και

τώρα, που βρισκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο. Και το

ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο

φρόνημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασιστεί από τον Θεό, για

την επίγεια ζωή της.

Έβλεπε τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς

τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και

«δημοσιοποιούσε» τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει

προς τον «Ποθούμενο» λυτρωτή, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνεται πιο γρήγορα,

απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν,

γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το

ενδιαφέρον της.

Ευθύς, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα δυο αδέλφια, η Μακρίνα του είπε

πως θέλει τα δικά του χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από εκείνον να γίνουν οι

κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασε τότε το παγωμένο από τη

λύπη χέρι του πάνω στο  πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησε στην

εντολή της. Γιατί  τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να  τα τακτοποιήσει κανείς.

Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού

ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε. Και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς

στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα

θέση, ώστε δε χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.

Ήταν δύσκολο να παραμείνει κανείς ασυγκίνητος στους γοερούς θρήνους των

Μοναζουσών. Γιατί ενώ μέχρι προ ολίγου  εκείνες υπέμεναν με ησυχία, κλείνοντας

βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο τους, και κατέπνιγαν την ορμή τους για θρήνους,

από το σεβασμό που της είχαν, σαν να φοβούνταν την επιτίμησή της και τώρα ακόμη

που το πρόσωπό της έπαψε να μιλάει, τη φοβερή στιγμή του θανάτου της ξέσπασαν.

Πριν φοβόντουσαν μήπως, αν ξέσπαγε καμιά κραυγή θρήνου, παρά την εντολή που

είχαν, λυπηθεί η Διδάσκαλός τους. Όταν πλέον δεν ήταν δυνατό να ξεπερασθεί με

ησυχία η λύπη, γιατί ο πόνος κατέκαιγε από μέσα τις ψυχές τους, τότε ξαφνικά

ξέσπασε ένας πικρός κι ασταμάτητος θρήνος, ώστε δεν μπόρεσε ούτε και αυτός πλέον

να συγκρατηθεί. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρρος τον παρέσυρε κάτω από

τα νερά του, κι αμελώντας τις υποχρεώσεις του για την ταφή, παραδόθηκε ολόκληρος

στη θρηνωδία.

Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπέφεραν αυτές που την αποκαλούσαν μητέρα και

προστάτη τους. Ήταν δε αυτές, όσες στην περίοδο της πείνας σκορπισμένες στους

δρόμους τις μάζεψε, τις τάισε, τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή

ζωή.

Ανάμεσα στις μονάζουσες ήταν μια γυναίκα ευγενής, που για τα πλούτη και την

ομορφιά της και γενικώς για όλη της τη λαμπρότητα ήταν αξιοζήλευτη στα νιάτα

της. Αυτή είχε παντρευτεί έναν από τους μεγάλους αξιωματούχους αλλά έζησε λίγο

χρόνο μαζί του. Σε νεαρή ηλικία ακόμη χώρισε κι αφού έκαμε φύλακα και καθοδηγητή

στη «χηρεία» της τη Μεγάλη Μακρίνα, ζούσε τον περισσότερο καιρό με τις παρθένες,

μαθητεύοντας κοντά τους στη ζωή της αρετής. Το όνομά της ήταν Ουετιανή κι ο

πατέρας της, Αράξιος, ήταν βουλευτής. Σ’ αυτή, λοιπόν, ο Γρηγόριος είπε πως τώρα

πια δεν προκαλεί φθόνο να βάλουν πάνω στο νεκρό σώμα της τα λαμπρότερα στολίδια

και να κατακοσμήσουν με τα  με τα ωραιότερα υφάσματα το καθαρό και ακηλίδωτο

σκήνωμά της.

Κάποια διακόνισσα που ονομαζόταν Λαμπαδία εξέφρασε την αντίθεσή της στη σκέψη

του φιλόστοργου αδελφού λέγοντάς του: « Δεν πρέπει να καταστολίσουμε με κοσμικό

τρόπο το ιερό της λείψανο. Γιατί, να, στα χέρια σου έχεις όλο το θησαυρό της. Να

το ένδυμα, να το κάλυμμα της κεφαλής της, να τα λειωμένα παπούτσια της. Αυτός

είναι ο πλούτος της. Αυτή είναι η περιουσία της. Τίποτε άλλο εκτός απ’ όσα

βλέπεις δεν υπάρχει σε κάποια κρυφά κιβώτια ή σε θαλάμους ασφαλισμένο. Μια

αποθήκη γνώριζε για τον πλούτο της, το θησαυροφυλάκιο του ουρανού. Εκεί έχοντας

τα πάντα αποθέσει, δεν της έμεινε τίποτε πάνω στη γη». Ωστόσο, στο τέλος κι

αυτή, παρά την αυστηρότητά της, συγκατανεύει, εν μέρει, στην επιθυμία του

Γρηγορίου να στολίσει κάπως το νεκρό της σώμα, προσθέτοντας τα παρακάτω λόγια

που θυμίζουν σκηνή αρχαίας τραγωδίας: «Θα δεχόταν και ζωντανή την τιμή αυτή από

σένα για δυο λόγους. Και για την ιεροσύνη σου, που πάντοτε τιμούσε, και για τη

συγγένεια. Ούτε βεβαίως θα θεωρούσε αταίριαστο για τον εαυτό της κάτι που

προσφέρεται απ’ τον αδερφό της. Γι’ αυτό άλλωστε παρακάλεσε από τα δικά σου

χέρια να στολισθεί το νεκρό σώμα της».

Απ’ το λαιμό της νεκρής Μακρίνας διαπιστώθηκε πως κρεμόταν, ως ευτελές

περιδέραιο, ένας σιδερένιος σταυρός κι ένα σιδερένιο δαχτυλίδι(σημάδι παράδοξου,

πνευματικού αρραβώνα) από λεπτό σπάγκο, σύμβολα και τα δυο της ολοκληρωτικής της

αφοσίωσης στον ουράνιο Νυμφίο. Το αυτοσχέδιο αυτό φυλαχτό κληρονόμησαν ο αδελφός

της και η Ουετιανή, παίρνοντας ο ένας το σταυρό και ο άλλος το δαχτυλίδι, που

είχε πάνω του χαραγμένο το σύμβολο του σταυρού και στο βαθουλωτό μέρος της

πέτρας του κομμάτι-τεμάχιο από Τίμιο Ξύλο («Ξύλο της Ζωής»).

Η Μακρίνα στα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπισε τον καρκίνο του μαστού,

γι’ αυτό και στο σώμα της, στο μέρος του στήθους, υπήρχε ένα σημάδι σαν στίγμα

από ψιλή βελόνα. Η Ουετιανή πληροφόρησε σχετικά τον Γρηγόριο για την ασθένεια

της αδελφής του: «Αυτό έχει απομείνει στο σώμα της για να θυμίζει τη μεγάλη

βοήθεια του Θεού. Παρουσιάστηκε δηλαδή κάποτε στο μέρος αυτό κάποια φοβερή

αρρώστια. Υπήρχε μάλιστα κίνδυνος ή να αφαιρεθεί με εγχείρηση ο όγκος ή να

προχωρήσει παντού και να γίνει αθεράπευτο το κακό, αν πλησίαζε στο μέρος της

καρδιάς. Την παρακαλούσε λοιπόν η μητέρα σας πολύ και την ικέτευε να δεχθεί τη

θεραπεία του γιατρού, αφού και αυτή η τέχνη από το Θεό αποκαλύφθηκε στους

ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Αυτή, όμως, το να αποκαλύψει ένα μέρος του

σώματός της σε ξένα μάτια το θεωρούσε φοβερότερο. Μπήκε στο Άγιο Βήμα και

γονατιστή όλη τη νύχτα, ικέτευε το Θεό που μόνος παρέχει τη θεραπεία. Χύνοντας

τα δάκρυα από τα μάτια της πάνω στη γη, έκανε πηλό που τον χρησιμοποίησε σαν

φάρμακο για την αρρώστια της. Επειδή η μητέρα της στενοχωριόταν και πάλι την

παρακαλούσε να δεχθεί το γιατρό, της απάντησε πως είναι αρκετό για τη θεραπεία

της, αν η μητέρα με το ίδιο της το χέρι σφραγίσει με το σημείο του σταυρού το

άρρωστο μέρος. Μόλις εκείνη έβαλε το χέρι της και σταύρωσε την περιοχή, η δύναμη

του σταυρού έκανε το θαύμα και η ασθένεια εξαφανίσθηκε. Όμως έμεινε τότε στη

θέση αυτή, αντί για το φοβερό εκείνο όγκο, το μικρό αυτό σημάδι και διατηρήθηκε

μέχρι τέλους της ζωής της, για να θυμίζει, πιστεύω, τη θεϊκή επέμβαση και να

δίνει αφορμή και αιτία ασταμάτητης ευχαριστίας προς το Θεό».

Όταν τελείωσαν τις φροντίδες και στόλισαν όπως μπορούσαν καλύτερα το νεκρό σώμα,

είπε πάλι η διακόνισσα ότι δεν πρέπει να φαίνεται στα μάτια των αδελφών νυφικά

στολισμένο. «Έχω, ωστόσο, είπε, φυλαγμένο ένα σκούρο φόρεμα της μητέρας σας, που

σκέπτομαι πως καλόν είναι να τοποθετηθεί από πάνω, για να μη φαίνεται ότι

λαμπρύνεται από τον κοσμικό στολισμό του φορέματος το ιερό αυτό κάλλος».

Αυτή η γνώμη επεκράτησε κι έτσι τοποθετήσαμε το φόρεμα. Το άγιο λείψανο όμως

έλαμπε και μέσα στο σκούρο χρώμα. Ήταν δώρο της θείας δυνάμεως, προσθέτει ο

Γρηγόριος, να προστεθεί κι αυτή η χάρη στο σώμα ώστε να ακτινοβολεί από την

ομορφιά, όπως ακριβώς είχε δει στο όραμα.

Δεν κατάλαβε πως πρόλαβε να ξεχυθεί η φήμη παντού γύρω και κατέφθαναν οι

περίοικοι για την κηδεία, ώστε δεν ήταν δυνατόν πλέον να τους χωρέσει το

προαύλιο. Όταν  τελείωσε η αγρυπνία που τελέσθηκε προς τιμήν της με υμνωδίες,

όπως γίνεται σε πανηγύρεις Μαρτύρων, κατά τον όρθρο τα πλήθη των ανδρών και των

γυναικών, που είχαν καταφθάσει από όλα τα γύρω μέρη, κάλυπταν με τους θρήνους

τους την ψαλμωδία. Τότε αυτός, αν και βρισκόταν σε κακή ψυχική κατάσταση εξ

αιτίας της συμφοράς,  φρόντιζε όσο ήταν δυνατό να μην παραληφθεί τίποτε απ’ όσα

έπρεπαν σε μια τέτοια κηδεία. Αφού λοιπόν χώρισε τον κόσμο που είχε κατακλύσει

τον τόπο κι έβαλε τις γυναίκες με το χορό των παρθένων και τους άνδρες με το

τάγμα των Μοναχών, φρόντισε ώστε ν’ ακούγεται μια ψαλμωδία από κάθε πλευρά, με

ρυθμό και αρμονία σαν από χορούς, με την κοινή και κόσμια συμμετοχή στην

υμνωδία. Καθώς προχωρούσε σιγά-σιγά η ημέρα και γέμιζε ασφυκτικά όλος ο τόπος

από το πλήθος που μαζεύτηκε σ’ εκείνη την ερημιά, έφθασε και ο Επίσκοπος της

περιοχής εκείνης, ονομαζόμενος Αράξιος, με όλο το ιερατείο του. Αυτός τους

παρακινούσε να μεταφέρουν σιγά-σιγά το σκήνωμα, γιατί και ο τόπος του

ενταφιασμού ήταν μακριά και το πλήθος θα εμπόδιζε το ρυθμό της πορείας. Ενώ

έλεγε αυτά, συγχρόνως προσκαλούσε όσους είχαν το βαθμό της  ιεροσύνης να τον

βοηθήσουν, ώστε να μεταφέρει το σκήνωμα. Γιατί καθώς είχε πυκνώσει ο κόσμος γύρω

από το φέρετρο κι όλοι αχόρταγα παρατηρούσαν το «ιερό» εκείνο θέαμα, δεν ήταν

δυνατό να διανύσουν με ευκολία το δρόμο. Προπορευόταν δε από τη μια και την άλλη

πλευρά πολύ πλήθος διακόνων και υπηρετών, που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και

αποτελούσαν την τιμητική προπομπή του σκηνώματος. Όλα έδιναν την εντύπωση μιας

ιερής λιτανείας, καθώς το πλήθος έψελνε μ’ ένα στόμα, από την αρχή ως τους

τελευταίους, όπως ακριβώς έψελναν τον ύμνο των Τριών Παίδων. Έτσι, αν και η

απόσταση από το ερημητήριο ως το ναό των αγίων Μαρτύρων, όπου ήταν θαμμένα και

των γονέων τους τα σώματα, ήταν επτά ή οκτώ στάδια, μόλις και μετά βίας, όλη την

ημέρα βαδίζοντας, διένυσαν το δρόμο. Γιατί το πλήθος που συνόδευε κι εκείνο που

ασταμάτητα προσετίθετο, δεν τους άφηνε να προχωρήσουν όπως θα ήθελαν. Όταν

έφθασαν πλέον μέσα στο ναό, απέθεσαν το νεκροκρέβατο και έκαναν κατ’ αρχήν

δέηση. Η προσευχή όμως έγινε στο λαό αφορμή για θρήνους.

Όταν η προσευχή τελείωσε, όπως έπρεπε, τον Γρηγόριο έπιασε ένας φόβος από τη

θεία εκείνη εντολή που εμποδίζει να ξεσκεπάσουν τα παιδιά την ασχήμια των

σωμάτων των γονέων τους. «Πώς, έλεγε μέσα του, θα γλιτώσω από ένα τέτοιο

κατάκριμα, βλέποντας στα  σώματα των γονέων μου την κοινή ασχήμια της ανθρώπινης

φύσεως, τώρα που, όπως είναι φυσικό, αφού κατέπεσαν, διαλύθηκαν, και

μεταβλήθηκαν σε απαίσια κι αποκρουστική ασχήμια»; Ενώ σκεπτόταν αυτά και του

μεγάλωνε το φόβο η αγανάκτηση του Νώε κατά του παιδιού του, η ίδια η ιστορία του

Νώε τον δίδαξε τι έπρεπε να κάνει. Σκεπάσθηκαν δηλαδή τα σώματα των γονέων του

με καθαρό σεντόνι, πριν προλάβουν να τα δουν, μόλις σηκώθηκε το σκέπασμα του

τάφου και πέρασαν το σεντόνι από κάτω. Αφού έτσι κρύφτηκαν τα σώματα με το

σεντόνι, σήκωσαν το ιερό  λείψανο, ο Γρηγόριος και ο Επίσκοπος της περιοχής, και

το τοποθέτησαν δίπλα στης μητέρας της, εκπληρώνοντας έτσι κοινή ευχή και των

δύο. Γιατί σε όλη τους τη ζωή αυτό ζητούσαν και οι δύο από το Θεό, να ενωθούν

και μετά το θάνατο τα σώματά τους και να μη διασπαστεί με το θάνατο η ενότητα

που είχαν στην επίγεια ζωή τους.

Στην πορεία του Γρηγορίου κατά την επιστροφή του απ’ την κηδεία της αδελφής του,

κάποιος σπουδαίος στρατιωτικός που ήταν διοικητής σε μια μικρή πόλη του Πόντου,

τη Σεβαστόπολη, και έμενε εκεί με τους στρατιώτες του, τον υποδέχτηκε με

φιλοφροσύνη. Μόλις άκουσε για τη συμφορά του στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί ήταν

συγγενής και φίλος της οικογένειας. Αυτός στη συνέχεια του διηγήθηκε ένα θαύμα

που είχε κάνει η Μακρίνα: Κάποτε, μαζί με τη σύζυγό του, επιθύμησαν να

επισκεφθούν το μοναστήρι της Μακρίνας, αυτό το φροντιστήριο της αρετής. Είχαν

μαζί τους και το κοριτσάκι τους που είχε μια σοβαρή λοιμώδη αρρώστια στο μάτι.

Παρουσίαζε θέαμα φοβερό και αξιοθρήνητο. Είχε πρησθεί ο «χιτώνας» γύρω από την

κόρη του ματιού και άσπριζε από την πάθηση. Όταν η οικογένεια έφθασε στον ιερό

χώρο, χωρίστηκε προκειμένου να επισκεφθεί αντίστοιχα όσους ασκήτευαν στα

κοινόβια. Ο στρατιωτικός διοικητής πήγε στο ανδρικό μοναστήρι που ήταν ηγούμενος

ο Πέτρος, ο αδελφός του Γρηγορίου, και η σύζυγός του μπήκε στον «Παρθενώνα» κι

επισκέφθηκε τη Μακρίνα. Ενώ είχε έρθει ο καιρός να αναχωρήσουν και η Μακρίνα

φιλούσε το παιδί κοντά στα μάτια του, παρατήρησε την ασθένεια γύρω απ’ την κόρη

του ματιού. Τότε τους αποκάλυψε πως μπορούσε να βρει το κατάλληλο φάρμακο και

πραγματικά θεράπευσε το κοριτσάκι.

Ο Γρηγόριος αφηγείται ένα ακόμη θαύμα της μεγάλης του αδελφής: πως κατά την

περίοδο μεγάλης πείνας η Μακρίνα προκάλεσε εκείνη την απίστευτη καρποφορία,

γιατί το στάρι, που έβγαινε απ’ την αποθήκη για τις ανάγκες του μοναστηριού και

της περιοχής του, δε φαινόταν να λιγοστεύει καθόλου, παραμένοντας στον ίδιο

όγκο, και πριν να διανεμηθεί για τις ανάγκες αυτών που ζητούσαν και μετά τη

διανομή. Ο φοβερός εκείνος λιμός συνέβη στην Καππαδοκία κατά τα έτη 367-369,

μαρτυρούμενος από πολλούς συγγραφείς. Ο Μ. Βασίλειος μιλά γι’ αυτόν στις «κατά

τοκιζόντων» και «κατά πλεονεκτούντων» ομιλίες του.

Ο Γρηγόριος, στη συνέχεια της εξιστόρησής του, δηλώνει πως επιφυλάσσεται ν’

αναφέρει άλλα, φοβερότερα θαύματα της Μακρίνας, όπως θεραπείες ασθενειών,

καθαρισμούς από δαιμόνια και προφητείες που επαληθεύτηκαν, για να μη

βλαφτούν-σκανδαλιστούν οι πιο άπιστοι και υλόφρονες , που αμφιβάλλουν για τα

υπερφυσικά χαρίσματα των αγίων.

Η Μακρίνα, κατοικώντας στην άκρη του Πόντου κι έχοντας απομακρυνθεί από τη ζωή

των κοινών θνητών, είχε γύρω της μεγάλη ομήγυρη πνευματικών μαθητριών, τις

οποίες οδηγούσε με κάθε επιμέλεια στην τελειότητα, μιμούμενη ζωή αγγέλων μ’

ανθρώπινο σώμα, σύμφωνα με τη ρήση του αδελφού της Γρηγορίου Νύσσης.

 

 

 

Νόννα

Γρηγορίου του Θεολόγου(Λόγος ΙΗ΄)-Επιτάφιος στον πατέρα του παρουσία του Μ.

Βασιλείου(αποσπάσματα).

«Ποιος θα βρει γυναίκα γενναιόψυχη»; Αναρωτιούνται και οι ειδωλολάτρες. «Κανένα

από τα αγαθά, που αποκτά ο άνδρας δεν είναι καλύτερο από την αγαθή γυναίκα, ούτε

χειρότερο από την κακή γυναίκα». Απαντούν Χριστιανοί και ειδωλολάτρες.

Έτσι, η Νόννα και ο σύζυγός της έσμιξαν σε ένα τα πιο σημαντικά προσόντα των

ανδρών και των γυναικών, ώστε ο γάμος να μη γίνει λιγότερο συζυγία ψυχών απ’ ότι

σωμάτων: Επειδή οι γονείς του Γρηγορίου του Θεολόγου, ενώ ξεπερνούν τους άλλους,

δεν θα μπορούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, αφού η αρετή τους είναι ισόρροπη

και ισότιμη.

Αντίθετα με την Εύα που εξαπάτησε τον άνδρα της Αδάμ με την ηδονή και με το

δέντρο της γνώσης τον αποξένωσε απ’ το δέντρο της ζωής, η Νόννα για τον άνδρα

της, ως Νέα Εύα που αποκαθιστά τη γυναίκα στο Βυζάντιο, δεν είναι μόνο

συνεργάτιδα που του δόθηκε ως δώρο από το Θεό, αλλά γίνεται  πνευματική

«αρχηγός» που με τα λόγια και τα έργα της τον οδηγεί στην ανώτερη ζωή. Κι ενώ σ’

όλα τ’ άλλα η μητέρα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού έκρινε πως είναι καλύτερο να

διευθύνει ο άνδρας σύμφωνα με το νόμο της συζυγίας, στην ευσέβεια όμως δεν

ντρεπόταν να συμπεριφέρεται και ως δάσκαλος. Γι’ αυτό αξίζει να την θαυμάζουμε,

σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γρηγορίου, αλλά πολύ περισσότερο αξίζει να θαυμάζουμε

εκείνον που υποχωρεί με τη θέλησή του.

Η Νόννα, λοιπόν, ενώ οι άλλες γυναίκες κολακεύονται και καμαρώνουν για τη

σωματική τους ομορφιά, τόσο τη φυσική όσο και την επίπλαστη, μια ομορφιά

γνώριζε, εκείνη της ψυχής, και το να διατηρεί ή το να ξανακαθαρίζει τη θεία

εικόνα όσο μπορεί, αφού πέταξε στις γυναίκες του θεάτρου τα φτιασίδια και γενικά

τα τεχνητά στολίδια. Μια πραγματική ευγένεια γνωρίζει, την ευσέβεια, το ν’

απογυμνώνεται από τον πλούτο για το Θεό και για τους φτωχούς, και μάλιστα τους

ευγενείς που ξέπεσαν.  Ξεπέρασε όλες τις γυναίκες, που διακρίνονταν άλλες στη

νοικοκυροσύνη και άλλες στην ευσέβεια- και βέβαια είναι δύσκολο να πετύχει

κανείς και στα δύο- με την ανωτερότητά της στο καθένα απ’ αυτά και με το να

συνδυάσει αρμονικά, μόνη, και τα δύο. Έτσι με τις φροντίδες και τις ικανότητές

της συνέβαλε στην προκοπή της οικογένειας, σύμφωνα με τα μέτρα και τους νόμους

του Σολομώντα για τη γενναία γυναίκα.  Ήταν τόσο αφοσιωμένη στο Θεό και στα

θεία, σα να ήταν άσχετη με τη νοικοκυροσύνη, και σε τίποτα δεν ζημιωνόταν

μεταβαίνοντας από το ένα στο άλλο, αλλά ενίσχυε και τα δύο, ευσέβεια δηλαδή και

νοικοκυροσύνη, βοηθώντας το ένα με το άλλο.

Ο γιος της Γρηγόριος ο Θεολόγος αναρωτιέται: «Ποιος έδειξε τόσο μεγάλο σεβασμό

στο πρόσωπο των ιερέων ή τίμησε τόσο κάθε είδος ασκητικού βίου; Ποιος με

νηστείες και αγρυπνίες δάμασε το σώμα περισσότερο ή στέριωσε τον εαυτό του με

ολονύχτιες και ολοήμερες ψαλμωδίες; Ποια θαύμαζε περισσότερο την παρθενία,

παρόλο που τιμούσε τον δεσμό του γάμου; Ποια συμπαραστάθηκε τόσο πολύ στις χήρες

και στα ορφανά και ποια ξαλάφρωσε τόσο από τις συμφορές εκείνους που πενθούσαν; 

Σαν παράδειγμα αναφέρω το ότι ποτέ η φωνή της δεν ακούστηκε σε ιερές συνάξεις ή

χώρους, έξω από τα απαραίτητα και τα σχετικά με τα μυστήρια.

Και αν είναι σπουδαίο για το θυσιαστήριο το να μην ακουμπήσει πάνω του τσεκούρι,

μήτε να φανεί ή ν’ ακουστεί σμίλη- για τον σοβαρό λόγο ότι πρέπει κάθε τι που

αφιερώνεται στο Θεό να είναι φυσικό και όχι τεχνουργημένο-, πως δεν είναι

σπουδαίο το να τιμά εκείνη με σιωπή τα άγια, το να μη στρέψει ποτέ τα νώτα στην

αγία Τράπεζα, ούτε να φτύσει πάνω στο δάπεδο του ναού, το να μην ανταλλάξει

χειραψία ή να φιλήσει χέρια ειδωλολατρικά ή χείλη ακόμα, και γυναίκας, κατά τα

άλλα, εξαιρετικά σεμνής και φιλικής; Αλλ’ ούτε να φάει φαγητό, ούτε με τη θέλησή

της, ούτε με τη βία, από τραπέζι ειδωλολατρών ακάθαρτο και μολυσμένο. Ούτε να

περάσει ποτέ δίπλα από σπίτι μολυσμένο ή να σηκώσει το βλέμμα για να δει,

παραβαίνοντας το νόμο της συνειδήσεώς της. Ούτε να μολύνει με διηγήσεις

ειδωλολατρικές ή θεατρικά τραγούδια τα  αυτιά ή τη γλώσσα, που δέχεται τα θεία ή

μιλάει γι’ αυτά- τίποτε ανίερο δεν ταιριάζει στα ιερά. Και το πιο αξιοθαύμαστο

απ’ όλα αυτά είναι το ότι δεν έκανε την παραμικρή παραχώρηση στο σωματικό

πένθος, παρόλο που είχε λόγους να θλίβεται υπερβολικά ακόμα και με τα βάσανα των

ξένων.

Για κείνην όμως το εγχείρημα της ιεροσύνης  ήταν το πιο σπουδαίο, αφού και πριν

από τη γέννησή μου έταξε να με αφιερώσει στο Θεό, χωρίς καθόλου να λογαριάσει το

μέλλον, αλλά και μετά τη γέννησή μου με αφιέρωσε αμέσως.

Λοιπόν αυτός, δηλαδή ο πατέρας μου που την έβαλε στο σπίτι του, την θεωρούσε

κέντρισμα σημαντικό για τον εαυτό του στην ευσέβεια, αυτήν που έλαβε από τον Θεό

και τους προγόνους της τη φιλόθεη και φιλόχριστη και πατρογονική κληρονομιά της

αρετής. Αλλά μόνον αυτό δεν μπορούσε να παραδεχτεί φιλοσοφώντας- αν και στα

υπόλοιπα ήταν πιο καρτερική και πιο δραστήρια απ’ όλες τις γυναίκες- το να έχει

δηλαδή κατά το μισό ενωθεί με τον Θεό, λόγω της αποξενώσεως του άλλου μισού

μέρους (δηλαδή του συζύγου της) και να μην έχει συμπληρωθεί η σωματική ένωση με

τον στενό σύνδεσμο της ψυχής.

Βέβαια, του συμπαραστεκόταν φιλόπονα και με ποικίλους τρόπους τον βοηθούσε στη

ζωή, με κοροϊδίες, συμβουλές, υπηρεσίες, αποξενώσεις και, το σπουδαιότερο, με τη

φιλική συμπεριφορά και την πιο θερμή ευλάβεια, με την οποία προπαντός η ψυχή

λυγίζει και μαλακώνει, βιάζοντας θεληματικά τον εαυτό της στην αρετή. (Εδώ η

Νόννα αποκαλείται «καρτερική», «γενναία» και «ανδρικωτάτη»).

Συνέπεσε λοιπόν τότε πολλοί αρχιερείς να σπεύδουν στη Νίκαια, για να

αναχαιτίσουν την πλάνη του Αρείου, το «κακό» που μόλις είχε εμφανιστεί και

χώριζε τη μία θεότητα στα δύο. Ανάμεσά τους ήταν και ο περιβόητος Λεόντιος, ο

αρχιερέας της μητροπόλεώς  Ναζιανζού.

Σε κάπως προχωρημένη ηλικία η Νόννα αρρωσταίνει.  Και ενώ ήταν πολλά αυτά που 

στενοχωρούσαν τους συγγενείς της, το σημαντικότερο από όλα ήταν ότι δεν μπορούσε

να φάει, γεγονός από το οποίο κινδύνεψε για πολλές ημέρες δίχως να βρίσκει καμιά

θεραπεία του κακού.

Της φάνηκε πως ο γιος της Γρηγόριος, που  αγαπούσε ιδιαίτερα- δεν τον άλλαζε με

κανέναν ούτε στ’ όνειρό της- ήρθε ξαφνικά τη νύχτα μ’ ένα πανέρι ψωμιά

καλοροδισμένα, τα ευλόγησε, τα σφράγισε με το σημείο του σταυρού, όπως το

συνήθιζε, και πως της έδωσε να φάει, ν’ αναρρώσει και ν’ αναλάβει δυνάμεις.

Κάποτε ο Γρηγόριος διέσχιζε το «Παρθενικό» πέλαγος ταξιδεύοντας από την

Αλεξάνδρεια στην Ελλάδα. Ταξίδευε μ’ ένα καράβι από την Αίγινα σε εντελώς

ακατάλληλη εποχή, διότι τον παρακίνησε σ’ αυτό η επιθυμία να τρέξει κοντά σ’

εκείνους που επρόκειτο να γίνουν οδηγοί του, σαν να ήταν φίλοι του. Στη διάρκεια

του ταξιδιού έπιασε φοβερή τρικυμία. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ως αρχαιομαθής και

«αττικοθρεμμένος» αφηγείται χαρακτηριστικά: «Είχα πιάσει εγώ μια Εριννύα, που

είχε βλέμμα φοβερό και με απειλούσε με κίνδυνο. Την Εριννύα αυτή τη σκιαγράφησε

ολοκάθαρα μπροστά στα μάτια μου η νύχτα. Στο καράβι συνταξίδευε μαζί μας ένας

νέος...»  Το όνειρό του σιγά-σιγά επαληθευόταν, γιατί και η θάλασσα πήρε να

γαληνεύει και σε λίγο πλησιάζανε στη Ρόδο, χωρίς στο μεταξύ να έχουν

κακοπαθήσει. Δώρο εκείνου του κινδύνου υπήρξε και η ιεροσύνη του. Υποσχέθηκε να

αφιερώσει τον εαυτό του στο Θεό, σε περίπτωση που θα σωζόταν και το

πραγματοποίησε μετά τη διάσωσή του...Κι αργότερα αναρωτιέται, ως άλλος αρχαίος

φιλόσοφος μπροστά στη ματαιότητα των εγκοσμίων: «Τι το φοβερό λοιπόν έχουμε

πάθει, αν από εδώ έχουμε μεταβεί στην «αληθινή ζωή», αν γλιτώνοντας από τις

περιστροφές, τους στροβιλισμούς, την απληστία και τη σκληρή εξέταση των

τελωνείων, βρεθούμε ανάμεσα σ’ αυτά που μένουν αιωνίως αμετάβλητα, φώτα μικρά

που κινούνται ολόγυρα απ’ το μεγάλο φως»; 

 

Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Ζ΄

Επιτάφιος στον αδελφό του Καισάριο ενώ ζούσαν ακόμα οι γονείς του (απόσπασμα).

Η μητέρα του Γρηγορίου, από τη χάρη του Θεού και από τους προγόνους της, ήταν

αφιερωμένη στον Θεό. « Γόνος αγίων προγόνων, άγιο πράγματι «φύραμα», που τόσο

πολύ το αύξησε και το πολλαπλασίασε, σε σημείο- θα το πω εξομολογείται ο

Γρηγόριος, μολονότι είναι τολμηρός ο λόγος- πολλοί να πιστεύουν και να το

διακηρύττουν πως η τελειότητα του συζύγου της ήταν έργο αποκλειστικά δικό της». 

Ήταν και οι δύο φιλότεκνοι και φιλόχριστοι, πράγμα πολύ παράδοξο, ή καλύτερα

ήταν περισσότερο φιλόχριστοι παρά φιλότεκνοι.  Ήταν φιλεύσπλαχνοι, πονόψυχοι,

αφαιρούσαν βιαίως τα πλούτη από τους σκώρους και τους ληστές για να προσφέρουν 

στους φτωχούς, ετοιμαζόμενοι για τη μετάβαση από την πρόσκαιρη στη μόνιμη

κατοικία τους. 

Έτσι λοιπόν έφθασαν σε λαμπρά γεράματα,    φορτωμένοι τόσο με χρόνια που μένουν

για πάντα και οδηγούν στην αιωνιότητα, όσο και με χρόνια του θνητού βίου. Τόσο

μόνον ο καθένας στερούνταν την πρώτη τιμή ως προς τα γήινα, όσο ο ένας εμπόδιζε

τον άλλο να πάρει το «πρωτείο».

 

Γρηγορίου Θεολόγου λόγος Β΄

Απολογητικός της φυγής στον Πόντο και της επιστροφής μετά τη χειροτονία του σε

πρεσβύτερο, στον οποίο γίνεται λόγος για την αποστολή της ιεροσύνης (απόσπασμα).

Φροντίδα και καθήκον του, λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι τα γηρατειά και η

ασθένεια των αγίων γονέων του.   Είχε πριν απ’ όλα ευχηθεί να γίνει το στήριγμα

των γηρατειών τους και να τους βοηθήσει στην ασθένειά τους. Και πραγματικά

εκπλήρωσε την ευχή του, όσο ήταν δυνατόν, σε σημείο μάλιστα να παραμελήσει τον

μοναχικό βίο, το πιο πολύτιμο για αυτόν απόκτημα και όνομα. Ή για να εκφραστεί

ακριβέστερα, αφού ύστερα από σκέψη προέκρινε τη φαινομενική εγκατάλειψη της

μοναχικής ζωής, δεν ανέχτηκε να πάει χαμένος ο κόπος του εξαιτίας ενός σκοπού

ούτε να χάσει την ευλογία, την οποία μάλιστα, όπως αναφέρεται, ένας από τους

παλαιούς «οσίους» έκλεψε, αφού εξαπάτησε τον πατέρα του με φαγητό και με πλαστό

τρίχωμα, πετυχαίνοντας έτσι το καλό με κακό και δόλιο τρόπο.

 

Γρηγορίου Θεολόγου

Επιτάφια επιγράμματα στη μητέρα του(αποσπάσματα).

Λόγια ασεβή, διακόνισσα, δεν έφερες στα χείλη,

μήτε στις τρυφερές σου παρειές στηθήκαν γέλια.

 

Τι κάνετε, ορφανά και χήρες; Κι όσες παρθένες

Κι όσες στου γάμου τον ζυγό, κόψετε τα μαλλιά σας.

 

Πάψτε τους μύθους, Ηρακλή, Τροφώνιε, Εμπεδότιμε,

και του κενόδοξου Αρισταίου άστατη έπαρση,

εσείς θνητοί κι όχι μακάριοι, όλο πάθη.

Όμως η Νόννα, αντρεία ψυχή, συντόμεψε τον δρόμο,

χριστόφορη, υπηρέτρα του Σταυρού, στοχαστική,

 

κόχλαζε τ’ αίμα το μητρικό

και για τους δύο σου γιούς. Περσότερο για με που είχες θηλάσει.

Παιδί του θηλασμού, ιερό βλαστάρι μου, Γρηγόριε.

 

Θυσία εικονική από μοσχάρια, ερίφια ή πρωτόλουδα

ποτέ δεν πρόσφερε η Νόννα στον Θεό.

Σύμβολα τούτα των παλιών καιρών. Ακέριο το είναι της

θυσίασε. Και μάθαινε ολοζωής τον θάνατο.

 

Να’ ναι καλή η ζωή σου μ’ ευλογίες τόσες,

όσες χαρίζουν στα φιλόστοργα παιδιά τους οι γονείς.

Να’ ναι απαλό το τέλος της ζωής σου κι αγιασμένο

σαν κείνο που μας έδωσε ο Θεός στα γηρατειά μας.

Γρηγόριε, στάθηκες μεγάλη δύναμη για νέους λογίους

κι ιερείς, και στα δικά μας γηρατειά μια βακτηρία.

 

Χαρούμενοι βρισκόμαστε σ’ αυτή τη γη με τις φροντίδες

του γιού μας, του πιστού Γρηγορίου οι γονείς.

Με κόπους τα γεράματά μας τά’ καμεν ανάλαφρα

Και τώρα στο θυσιαστήριο μας μνημονεύει.

 

Αμοιβή για έναν πατέρα

μεγάλη αγάπη να’ χει και να βρει παιδιά ευλαβή.

 

Ξανθίππη και Πολυξένη

Το βίο των οσίων γυναικών Ξανθίππης και Πολυξένης, που ήταν αδελφές και  έζησαν

στην Ισπανία την εποχή του Κλαυδίου Καίσαρα,  διασώζει σε σπαράγματα κάποιος

ανώνυμος συγγραφέας.

Την Πολυξένη, πριν βαπτισθεί, την άρπαξε κάποιος για να την διαφθείρει, όμως

αυτή με τη χάρη του Θεού έμεινε αγνή, παρ’ όλο που αντιμετώπισε πάρα πολλά

εμπόδια.

Αφού πολλοί πίστεψαν εξ αιτίας της, πήρε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο, ξεκίνησε

και πήγε στην πατρίδα της την Ισπανία, μετά από δύσκολο θαλασσινό ταξίδι και

ξεφεύγοντας πολλούς κινδύνους. Μαζί της είχε και τη Ρεβέκκα, με την οποία

βαπτίσθηκε  και έφτασε στην αδελφή της Ξανθίππη.

 

Ολυμπιάδα Α΄

Συναξάρι 24ης Ιουλίου Ολυμπιάδας.

Αυτή έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος και οι γιοί του Αρκάδιος

και Ονώριος. Ήταν θυγατέρα του Σελεύκου, που είχε το αξίωμα του κόμη, ήταν ακόμη

απόγονος του επάρχου Αβλαβίου και για λίγο σύζυγος του Νεβριδίου, που είχε

διατελέσει έπαρχος, στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε σύζυγος κανενός. Ενώ ήταν

παρθένος, πέθανε αυτός που την νυμφεύθηκε και έτσι παρέμεινε παρθένος και

συγχρόνως χήρα.

Πέρασε όλη τη ζωή της με νηστεία και προσευχή βοηθώντας τους φτωχούς, ξόδεψε

ολόκληρη την περιουσία της εξυπηρετώντας τους αρχιερείς του Χριστού, ιδιαίτερα

τίμησε τον μακάριο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Στο τέλος πήρε το βραβείο της

ομολογίας της αλήθειας, δηλαδή την έστειλαν άδικα σε εξορία, όπου και πέθανε.

 

Διήγηση της οσίας και θεοφιλεστάτης ηγουμένης Σεργίας για την οσία Ολυμπιάδα.

Σεργία ήταν ηγουμένη της μονής της οσίας Ολυμπιάδας επί πατριάρχου

Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου Α΄(610-638). Όταν σε επιδρομή των Περσών στις αρχές

του ζ΄ αιώνα καταστράφηκε η μονή του αγίου Θωμά στους Βρόχθους, όπου είχε ταφεί

η Ολυμπιάδα, που είχε πεθάνει εξόριστη κατά τον Σωζομενό (Εκκλησιαστική ιστορία

8, 24, PG 67, 1580A) στην Κύζικο και κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο

(Εκκλησιαστική ιστορία 13,24, PG 146, 1012) στη Νικομήδεια της Βιθυνίας στις 25

Ιουλίου του 408, η Σεργία πήρε άδεια από τον πατριάρχη Σέργιο να μεταφέρει το

λείψανο της οσίας στη μονή της στην Κωνσταντινούπολη. Με αφορμή τη μετακομιδή

των λειψάνων της Ολυμπιάδας, η ηγουμένη Σεργία έγραψε το κείμενο αυτό γύρω στο

630).

Η μονή της Ολυμπιάδας βρισκόταν στη νότια στοά του ναού της Αγίας Σοφίας

Κωνσταντινουπόλεως, όπου η Ολυμπιάδα υπηρετούσε ως διακόνισσα. Η μονή

επικοινωνούσε με το νάρθηκα του ναού. Στη στάση του Νίκα (Ιανουάριος του 532) η

μονή καταστράφηκε και για έξι χρόνια οι μοναχές είχαν μεταφερθεί στην εκκλησία

του αγίου Μηνά, στην Ακρόπολη. Τη μονή της Ολυμπιάδας ξαναέκτισε ο Ιουστινιανός

και τα εγκαίνια έγιναν τα Χριστούγεννα του 537.

Η βιογράφος της Ολυμπιάδας Σεργία μας διηγείται σχετικά:

«Με περιορισμένες τις γνώσεις μας σχετικά με την «ένθεη» και ενάρετη άσκηση και

πολιτεία της οσίας και αγίας Ολυμπιάδας, με βάση τις αναμφισβήτητες πληροφορίες

που μας παραδόθηκαν, θέλω κι εγώ, η αμαρτωλή Σεργία, στην οποία κατά παραχώρηση

Θεού εμπιστεύθηκαν τη διοίκηση, δηλαδή την ηγουμενία της αφιερωμένης σ’ αυτήν

αγίας μονής, να παραδώσω σ’ όσες θα με διαδεχθούν στη διοίκηση της μονής λίγα

απ’ αυτά που παρέλαβα από τις προκεκοιμημένες όσιες, μητέρες και διδασκάλισσες.

Έτσι αποφάσισα να προσθέσω κι αυτό το κείμενο για την ασφάλεια και την ωφέλεια

των ψυχών μας, καθώς και για να γνωρίζουν όλοι και όλες για την απομάκρυνση των

λειψάνων της, που έγινε εξαιτίας των αμαρτιών μας, και για την επαναφορά τους σ’

αυτήν εδώ τη μονή με τη χάρη του Θεού.

Ας είναι σ’ όλους γνωστό, ότι η μονή ιδρύθηκε και κτίσθηκε από την οσία και

αξιομνημόνευτη Ολυμπιάδα κι ακόμη ότι ο ένθεος και ακατάπαυστος και ενάρετος

κανόνας της τηρούνταν αδιάκοπα μέχρι τη στάση του Νίκα, η οποία έγινε στα χρόνια

της βασιλείας του Ιουστινιανού. Όταν λοιπόν εξαιτίας των αμαρτιών μας ξέσπασε η

πυρκαγιά κατά τη στάση του Νίκα, καθώς αναφέραμε, και κάηκε η μεγάλη εκκλησία

(δηλαδή η Αγία Σοφία), τότε και η εν λόγω μονή της αγίας και οσίας Ολυμπιάδας,

επειδή ήταν δίπλα στην εκκλησία, κάηκε και αυτή μαζί μ’ ό,τι άλλο υπήρχε.

Εξαιτίας εκείνης της ανάγκης και της εξαιρετικά δύσκολης περιστάσεως, όλες οι

μοναχές που κατοικούσαν στη μονή της, για την οποία ήδη μιλήσαμε, γλίτωσαν μόνο

τον εαυτό τους και κατέφυγαν στον άγιο Μηνά κι εκεί εγκαταστάθηκαν για έξι

χρόνια, λόγω του ότι ο άγιος Μηνάς ήταν κοντά στον οίκο που έφερε την επωνυμία

«των Μαγγάνων» και στο αρτοποιείο του απ’ όπου έπαιρναν μικρή βοήθεια για τις

ανάγκες τους. Ο οίκος αυτός μέχρι σήμερα ανήκει στη μονή της οσίας Ολυμπιάδας.

Μετά, λοιπόν, από εκείνη την πυρκαγιά, κτίσθηκε η αγία και πάνσεμνη μεγάλη

εκκλησία από τον μεταξύ των αγίων συναριθμούμενο Ιουστινιανό. Κτίσθηκε επίσης

και η μονή της αγίας και οσίας Ολυμπιάδας, που διασώζεται μέχρι σήμερα, και όπως

όλοι γνωρίζετε ακόμη και σήμερα ονομάζεται «τα Ολυμπιάδος», φέροντας το δικό της

άγιο όνομα, επειδή βέβαια κατά θεία υπόδειξη και εξ αρχής η αγία Ολυμπιάδα

υπήρξε αρχηγός, ιδρυτής και προστάτης της εν λόγω μονής  και των ψυχών που

εγκαταβιούν σ’ αυτήν.

( οι αγώνες στο Ιπποδρόμιο απαγορεύθηκαν μέχρι το 537).

Αφού λοιπόν ο μεταξύ των αγίων συναριθμούμενος Ιουστινιανός έκτισε το μοναστήρι

που είπαμε, επανέφερε και πάλι όλες εκείνες τις ψυχές από τον άγιο Μηνά στο

μοναστήρι τους. Έκανε επίσης δωρεά στο μοναστήρι αυτό τρεις ουγγιές νερού

ημερησίως και το καθημερινό ψωμί και κειμήλια, διότι, καθώς προαναφέρθηκε, η

πυρκαγιά είχε αποτεφρώσει τα πάντα. Ο μεταξύ των αγίων συναριθμούμενος

Ιουστινιανός τέλεσε τα εγκαίνια της μεγάλης εκκλησίας την παραμονή των αγίων και

πανενδόξων γενεθλίων του Κυρίου και σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Την επομένη,

δηλαδή ανήμερα της πανσεβάσμιας εορτής της γεννήσεως του Χριστού, έκανε τα

εγκαίνια της μονής της οσίας και δίκαιης Ολυμπιάδας, της μονής δηλαδή που

σώζεται, όπως είπαμε, μέχρι σήμερα και δώρισε σ’ αυτήν τις καθημερινές τρεις

ουγγιές νερού και τα υπόλοιπα».

(Μαγκιπείον ή μαγκίπιον ήταν το κατάστημα, όπου παρασκευαζόταν και πωλούνταν

στους βυζαντινούς χρόνους το ψωμί. Οι κατασκευαστές και πωλητές του ονομάζονταν

μάγκιπες ή φουρνιτάριοι. Βλ. Κουκουλέ Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Το

ψωμί, που κατανάλωνε ένα άτομο την ημέρα και μοιραζόταν στην Κωνσταντινούπολη

δωρεάν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι τον Ηράκλειο, ονομαζόταν

πολιτικοί άρτοι (panes civiles) ή παλατίνοι (επειδή χορηγούνταν από το παλάτι) ή

ημεριαίοι και ημερήσιοι. Βλ. Κουκουλέ, Βίος, τόμ. Ε΄, σ. 30-31).

Όταν έγινε η επιδρομή των αθέων Περσών, κάηκε η μονή του αγίου Θωμά που

βρίσκεται πέρα στους Βρόχθους, όπου και βρισκόταν, όπως προαναφέραμε, το τίμιο

και σεβάσμιο λείψανο της οσίας Ολυμπιάδας, με αποτέλεσμα το κιβώτιο και τα άγια

λείψανά  της  να περιφέρονται στη θάλασσα. Και η Σεργία συνεχίζει την αφήγησή

της: «Όταν έμαθα εγώ η αμαρτωλή και ανάξια Σεργία πως από τις αμαρτίες μας κάηκε

η εν λόγω μονή του αγίου Θωμά, έπεσα σε  μεγάλη στενοχώρια και αφού σπεύδοντας

πέρασα τη θάλασσα, συνέλεξα τα άγια λείψανά της μουσκεμένα από τα νερά, ενώ τα

νερά που τα περιέβρεχαν ήταν γεμάτα αίματα, με αποτέλεσμα να μείνω έκπληκτη και

να δοξάζω τον φιλάνθρωπο Θεό, που παρέχει χάρη στους αγίους του και δι’ αυτών

θαυματουργεί κατά τη διάρκεια της ζωής τους και μετά την κοίμησή τους, αυτόν

δηλαδή που «δοξάζει όσους τον δοξάζουν», όπως αναφέρει η θεία γραφή. Έτσι και σ’

αυτήν την αγία μακαρία εκπληρώθηκε ο τριακοστός τρίτος ψαλμός, που λέει με το

στόμα του αγίου προφήτη και υμνωδού Δαβίδ ότι: «Προφυλάγει ο Κύριος όλα τα οστά

τους, ώστε κανένα απ’ αυτά να μη πάθει καμιά βλάβη». Τα πήρα λοιπόν εγώ, καθώς

είπα, η αμαρτωλή Σεργία, τα συγκέντρωσα όλα με δέος και πολλή ασφάλεια,

διακατεχόμενη συνάμα και από άμετρη χαρά, και τα μετέφερα στη μονή που την

υπηρετεί.

Αμέσως σπεύδω να το αναφέρω στον αγιώτατο και μακαριώτατο οικουμενικό πατριάρχη

μας Σέργιο, με σκοπό να καταθέσει το τίμιο λείψανό της στη μονή που την

υπηρετεί. Αυτός στέλνει τον πρεσβύτερο Ιωάννη- ο οποίος είχε την επωνυμία του

αρτοποιού- μαζί με άλλους ευλαβέστατους κληρικούς για την τελετή της καταθέσεως.

Όταν ήλθε ο παπα-Ιωάννης ο πρεσβύτερος,  για να αλείψει με μύρο τα άγια λείψανά

της στη δεξαμενή των βαπτιστηρίων, (Η σίτλα (λατ.situla) ήταν η δεξαμενή των

βαπτιστηρίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την κολυμβήθρα. Βλ. Ευχολόγιον 

«...σίτλαν ή επιχύτην χαλκά είτε κεράμεα »), κι ενώ ήταν παρόντες οι επίσημοι

που αναφέραμε και οι ευλαβέστατοι κληρικοί και όλες εμείς οι αμαρτωλές μοναχές,

ενώπιον όλων ανέβλυσε από τα άγια λείψανά της τόσο αίμα, ώστε να γεμίσουν και τα

χέρια του ίδιου του παπα-Ιωάννη. Αυτός από πίστη και για αγιασμό ακούμπησε τα

χέρια του στο πρόσωπό του και γέμισε κι αυτό αίματα. Ακόμη γέμισαν και τα

σάβανα, μέσα στα οποία είχαν τυλιχθεί τα άγια λείψανά της. Κι όχι μόνον αυτό,

αλλά κι όταν ένας από τους ευλαβέστατους κληρικούς, που παρευρισκόταν σ’ αυτήν

την τελετή της επιχρίσεως με μύρο, πήρε τα ίδια άγια και πανσεβάσμια λείψανα από

τα χέρια του παπα-Ιωάννη, από το πολύ τίμιο αίμα και τα δικά του χέρια καθώς και

το πρόσωπό του γέμισαν με αίμα, διότι για αγιασμό σκούπισε κι αυτός τα χέρια στο

πρόσωπό του.

Τώρα όμως είναι αναγκαίο και πολύ ωφέλιμο να επανέλθουμε σ’ αυτό το σημείο και

να σας φανερώσουμε λίγες από τις θεραπείες που επιτέλεσαν τα τίμια λείψανα της

αείμνηστης και μακαρίας. Τα ακάθαρτα πνεύματα ήταν κρυμμένα για πολύ καιρό σε

όσους θεραπεύτηκαν από αυτά, διότι καθώς έβγαιναν και διώκονταν φώναζαν. «Τόσα

χρόνια κρυβόμασταν μέσα στους ανθρώπους και κανείς δεν μας φανέρωσε, παρά μόνο

τώρα τελευταία αυτή η κακόγρια». Τον ένα μάλιστα δαίμονα τράβηξε και έβγαλε από

τους αστραγάλους μιας γυναίκας, ενώ ήταν σ’ αυτήν εννιά χρόνια.

Όμως ξέρετε καλά τι είδους φροντίδα και θλίψη έχουν οι προεστώτες και γι’ αυτό

πιέζονται, επειδή θα τους ζητηθεί λόγος εάν παραμελήσουν σε κάτι το ποίμνιό τους

ή παραβλέψουν κάτι απ’ αυτά που συντελούν στη στήριξη και τη σωτηρία των

υποτακτικών τους. Και εάν αυτό γίνεται με τον πρέποντα τρόπο, δεν πρέπει να

στενοχωριόμαστε. Ελπίζω κι εύχομαι ο Θεός  να σας συγκαταριθμήσει μαζί με μένα,

την κατά παραχώρηση Θεού μητέρα σας, για να του πω τότε, όπως προείπα. «Να, εγώ

και τα παιδιά που μου έχεις δώσει, Κύριε».

 

Πανσέμνη

Η ζωή και η δράση του Θεοφάνη και της Πανσέμνης.

Ο Θεοφάνης είχε πλούσιους γονείς, που ανήκαν σε μεγάλη γενιά στην πόλη της

Αντιόχειας. Ήταν βέβαια ειδωλολάτρες. Όταν ο όσιος έγινε δεκαπέντε ετών, οι

γονείς του τον νύμφευσαν και αφού έζησε τρία χρόνια  με τη γυναίκα του, αυτή

πέθανε. Από κείνη λοιπόν την ημέρα από συστολή άκουγε προσεκτικά στην εκκλησία

τα αναγνώσματα των θείων Γραφών, ενώ οι γονείς του τον πίεζαν να ξανανυμφευτεί.

Ο όσιος Θεοφάνης σηκώθηκε νύχτα και πήγε στην εκκλησία, όπου πήρε το « λουτρό

της αφθαρσίας»(βάπτισμα). Μετά το βάπτισμα πήγε κάπως μακριά από την πόλη, σε

έναν έρημο τόπο, όπου έχτισε ένα κελί, στο οποίο κλείσθηκε  και προσευχόταν και

ικέτευε το Θεό νύχτα-μέρα διαβάζοντας συστηματικά τις θείες Γραφές. Πολλοί

κάτοικοι της περιοχής εκείνης, άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, θεραπεύονταν απ’

αυτόν καθώς προσευχόταν, μάλιστα και πολλοί δαιμονισμένοι.

Κάποια μέρα μερικοί φιλόχριστοι από την πόλη, που τον επισκέφθηκαν, έλεγαν πως

στην Αντιόχεια υπάρχει μια «αρτίστα» που λέγεται Πανσέμνη, η οποία παρασύρει

πολλούς και τους καταστρέφει. Νύχτα, αφού προσευχήθηκε, βγήκε από το κελί και

πήγε στο σπίτι του πατέρα του. Όταν τον είδε αυτός έμεινε άφωνος, γιατί δεν τον

είχε δει από τότε που εγκατέλειψε τον κόσμο. Ο όσιος Θεοφάνης λέει στον πατέρα

του. «Δώσε μου ρούχα σαν τα δικά σου, για να παρουσιαστώ αφού λουστώ και τα

φορέσω». Ο πατέρας του τον άκουσε με πολλή χαρά και του έδωσε πολυτελή ρούχα. Ο

όσιος έβγαλε τα τρίχινα που φορούσε, έβαλε τα πολυτελή και πήγε στα λουτρά. Όλοι

οι γνωστοί του μόλις τον είδαν έμειναν έκπληκτοι. Ο όσιος κατόπιν λέει στον

πατέρα του: «Πατέρα, δώσε μου δέκα λίτρες χρυσάφι και όπως εσύ με παρακάλεσες θα

πάω να αρραβωνιαστώ».

 Αφού πήρε τις δέκα λίτρες χρυσάφι, πήγε και στάθηκε σ’  ένα σημείο, στο κέντρο

της πόλης, για καμιά ώρα και κατ’  οικονομία Θεού πέρασε από εκεί η αρτίστα,

καθισμένη πάνω σε άλογο με «φανταχτερή πομπή»: τριάντα δούλοι βάδιζαν μπροστά

της φορώντας χρυσά περιδέραια, ένα μεγάλο επίσης πλήθος την ακολουθούσε. Έπειτα

ακολουθώντας τον όχλο έφτασε ως το σπίτι της. Φωνάζοντας έναν από τους δούλους

της, του λέει με χαριτωμένη έκφραση. «Πήγαινε και πες την κυρά σου ότι θέλω να

την συναντήσω». Αυτός μπαίνει μέσα και της λέει. «Σε παρακαλώ, κυρία μου, στην

εξώθυρα βρίσκεται ένας πολύ όμορφος νεαρός, ο οποίος θέλει να σε συναντήσει».

Αυτή μόλις το άκουσε , ανέβηκε πάνω, όπως συνήθιζε, και έσκυψε και είδε κάτω από

ένα παραθυράκι. Μόλις τον είδε τον ερωτεύθηκε- γιατί ο άγιος είχε μια απαράμιλλη

ομορφιά- και αμέσως τον ειδοποιεί να μπει μέσα. Αρχίζει αμέσως να τον γεμίζει

φιλιά και ο άγιος τα ανεχόταν.  «Σήμερα κλείνω δώδεκα χρόνια σ’  αυτή τη ζωή, έχω

συναντήσει μέχρι σήμερα πολλούς επιφανείς, σαν και σένα όμως, τόσο όμορφο, δεν

συνάντησα ούτε αγάπησα τόσο πολύ», του λέει η Πανσέμνη. Κι ο άγιος της

ανταπαντά: «  Οι γονείς μου με πίεσαν πάρα πολύ να νυμφευθώ, εγώ όμως δεν

δεχόμουν. Όταν όμως σε είδα στο κέντρο της πόλης, αποφάσισα να σε κάνω γυναίκα

μου. Εάν συμφωνείς και συ, σε παρακαλώ, να γίνουμε νόμιμο ζευγάρι, ώστε ποτέ πια

να μην πέσεις στον βόρβορο της αμαρτίας».

Όταν ξημέρωσε σηκώθηκαν από το κρεβάτι αγνοί και καθαροί σαν αδέλφια, χωρίς να

κάνουν τίποτε «κακό», σύμφωνα με το βιογράφο τους. Ο όσιος Θεοφάνης βγάζει και

της δίνει τις δέκα λίτρες χρυσού λέγοντας: «Δέξου τα αυτά και περίμενέ με, θα

πάω να τακτοποιήσω τα σχετικά με το γάμο μας. Πρόσεξε όμως, κυρία μου, μήπως σ’  

αυτό το διάστημα σε ξεγελάσει κανένας ακόλαστος άνθρωπος».

Πήγε ο όσιος στο κελί του και έχτισε κοντά του γύρω στις πέντε πήχεις ένα άλλο

κελί, μετά γύρισε πάλι στην κοπέλα και αλληλοασπάστηκαν.   «Κυρία μου, κάνε μου

μια χάρη, αν θέλεις». Αυτή του απαντά. «Ό,τι επιθυμείς, κύριέ μου, πες μου το».

Τότε ο όσιος της λέει:   «Αν πιστεύεις σε άλλη θρησκεία, μου είναι αδύνατο να

μείνω μαζί σου». Η κοπέλα, επειδή ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του, του λέει. «Σήκω

πάνω και ό,τι θέλεις θα κάνω».

Έτσι  ο άγιος Θεοφάνης την πήρε και την οδήγησε, δια μέσου του κέντρου της

πόλης, σ’  έναν ναό. Εκεί παρακάλεσε τους  κληρικούς να την κατηχήσουν επτά μέρες και μετά να της δώσουν το «λουτρό» της επουράνιας βασιλείας. Έμεινε και ο όσιος

αυτές τις επτά μέρες στην εκκλησία νουθετώντας την κοπέλα και διαβάζοντας μαζί

της δημόσια τις άγιες Γραφές. Δεν σταματούσε να της μιλά κάθε μέρα για τη

βασιλεία των ουρανών, για τη μέλλουσα κρίση, για τη μηδαμινότητα του παρόντος,

για τη μεγάλη μισθαποδοσία, που θα λάβουν στην αιώνια ζωή όσοι αγαπούν το Θεό.

Ακούγοντας αυτά λοιπόν και άλλα πολλά η κοπέλα από τον όσιο Θεοφάνη, του λέει.

«όπως ανακαλύπτω, κύριέ μου, εσύ φροντίζεις περισσότερο για την ψυχή μου κι όχι

για το σώμα μου». Ο άγιος χάρηκε απ’  αυτό που άκουσε κι άρχισε από κείνη τη

στιγμή να συζητά μαζί της για τη μοναχική άσκηση και να διαβάζει μαζί της βίους

αγίων Πατέρων.

Πήγε ο όσιος στο σπίτι της και ολόκληρο το περιεχόμενό του το μοίρασε στους

δούλους της και στους φτωχούς, ενώ όλα τα χρυσά και αργυρά αντικείμενα καθώς και

τα μαργαριτάρια και τους πολύτιμους λίθους της τα έφερε. Μόλις πήρε η Πανσέμνη

τα κοσμήματά της, τα έδωσε σ’  έναν χρυσοχόο και τον διέταξε να κατασκευάσει ιερά  σκεύη για την εκκλησία και το άχραντο θυσιαστήριο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα τα χάρισε στο ίδιο θυσιαστήριο.

Κι ο θεοσεβούμενος βιογράφος καταλήγει συνεπαρμένος: «Όταν όλοι οι αρχάγγελοι

και όλες οι ουράνιες δυνάμεις θα παρίστανται τρέμοντας μπροστά στην ακατάληπτη

θεότητα, γιατί τότε ούτε οι γονείς, ούτε τα τέκνα, ούτε οι φίλοι, ούτε οι συγγενείς, ούτε τα χρήματα, θα μπορέσουν να μας λυτρώσουν από την ατέλειωτη εκείνη κόλαση, ούτε οι άγγελοι βέβαια θα τολμήσουν να παρέμβουν για χάρη μας

εκείνη τη φοβερή και φρικτή μέρα, αλλά ο καθένας ανάλογα μ’  αυτά που έπραξε θα

πρόκειται να πάρει μισθό από τον δίκαιο κριτή, τότε, είτε αγαθό είτε πονηρό

πνεύμα θα μας ανταμείψει ανάλογα».

Κάποιος Σωσθένιος, γιός ενός συγκλητικού, «χτυπήθηκε» από «ακάθαρτο» πνεύμα και όπου εύρισκε γκρεμό ή ποτάμι ή άλλο όμοιο μέρος έπεφτε μέσα. Οι άγιοι τον

θεράπευσαν με τρόπο ανεξήγητο λογικά. Ο συγκλητικός μαζί με τη γυναίκα του και

τον θεραπευμένο γιό του πίστεψαν στον  Ιησού Χριστό, βαπτίστηκαν και γύρισαν στο

σπίτι τους δοξάζοντας το Θεό.

Τότε  έγινε ένας μεγάλος σεισμός κι ακούστηκε μια πολύ δυνατή βροντή. Ακούστηκε

στην Αντιόχεια ότι οι άγιοι τελείωσαν τη ζωή τους εν Κυρίω. Αμέσως λοιπόν φτάνει

ο επίσκοπος μ’ όλον τον κλήρο, το λαό και το στρατό. ʼνοιξε  τις δύο πορτούλες  των κελιών ο επίσκοπος και μπήκε μέσα, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τα  λείψανά τους. Μετά σηκώθηκε, τους ταχτοποίησε, τους τοποθέτησε σε δύο φορεία και  τους μετέφερε στην πόλη με σταυρούς και θυμιάματα. Όλοι όσοι πήραν κάτι από τα  άγια ενδύματά τους, «πετύχαιναν» θεραπείες, σύμφωνα με το βιογράφο τους και πολλοί δαιμονισμένοι γιατρεύτηκαν αμέσως μόλις τα’ άγγιξαν. Κατέθεσαν τα τίμια  λείψανά τους, το ένα δίπλα στο άλλο, στη μεγάλη εκκλησία, δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό που δώρισε σ’  αυτούς τη χάρη των θεραπειών.

 

 

 Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1. Σωφρ. Ευστρατιάδου, Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδ. Αποστολικής

Διακονίας, Αθήνα 1950.

2. Δημ. Γ. Τσάμη, Το Γεροντικόν του Σινά, Θεσσαλονίκη 2 1991 (Σιναϊτικά κείμενα

1).

3. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 1924 ε.

4. Επιστημονική επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1953 ε.

5. Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1962-1968.

6. Φαιδ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμοι 6, Αθήνα 1948-1957.

7. Δημ. Γ. Τσάμη- Κ. Α. Κατσάνη, Το Μαρτυρολόγιον του Σινά, Θεσσαλονίκη 1989

(Σιναϊτικά κείμενα 2).

8. Menologii Anonymi Byzantini. Saeculi X, τόμοι 2, Petropoli 1911 και 1912,

εκδ. Β.Latysev.

9. Δημ. Γ. Τσάμη, Μητερικόν. Διηγήσεις και Βίοι των αγίων Μητέρων της ερήμου,

Ασκητριών και Οσίων γυναικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμοι 5, Θεσσαλονίκη

1990-1995.

10. Η κατ’ Αίγυπτον των μοναχών ιστορία. Historia monachorum in Aegypto,

(Subsidia Hagiographica 34),  Bruxelles 1961, εκδ. A. –J. Festugiere.

11. Παλλαδίου Ελενοπόλεως, Λαυσαϊκόν ή Η προς Λαύσον ιστορία. The Lausiac

History of Palladius, τόμ. 2, Hildesheim 1967, σ. 9-169, εκδ. Cuth. Butler.

12. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας (62-1934),

Αλεξάνδρεια 1935.

13. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια 1951.

14. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ιεροσόλυμα και

Αλεξάνδρεια 1910.

15. Συναξάριον περιέχον όλου του ενιαυτού των αγίων μαρτύρων και των οσίων εν

συντόμω τα υπομνήματα. Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium

Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxelles 1902, έκδ. Hip. Delehaye.

16. Δημ. Γ. Τσάμη, Αγιολογία, Θεσσαλονίκη 1991.

17. Δημ. Γ. Τσάμη, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας,

Θεσσαλονίκη 1992.

18. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως του Κοκκίνου, Αγιολογικά έργα, Α΄ Θεσσαλονικείς

άγιοι, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονικείς Βυζαντινοί Συγγραφείς 4,

Θεσσαλονίκη 1985, έκδ. Δημ. Γ. Τσάμη.

19. Analecta Bollandiana, Bruxelles 1882 ε.

20. Acta Sanctorum…, Antverpiae 1643 ε.

21. H.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich,

Munchen 1959.

22. Bibliotheca Hagiographica Graeca, τόμοι 3, Bruxelles 1957, έκδ. Fr. Halkin.

23. Βibliotheca Hagiographica Latinaτόμοι 2, Bruxelles 1898-1901.

24. Bibliotheca Sanctorum, τόμοι 12, Roma 1962-1967.

25. Byzantinische Zeitschrift, Leipzig-Munchen 1892 ε.

26. Corpus Paroemiographorum Graecorum, τόμ. 1, Hildesheim 1965, έκδ. E. Leutsch

και   F. Schneidewin. Τόμ. 2, Hildesheim 1965, έκδ. E. Leutsch.

27. Dictionnaire d’archιologie chrιtienne et de liturgie, Paris 1907-1953, έκδ.

F. Gabrol, H.Leclercq.

28. Dictionary of the Middle Ages, τόμοι 13, New York 1982-1989.

29. Dumbarton Oaks Papers, Washington 1941 ε.

30. Dictionnaire de Thιologie Catholique, Paris 1909-1950.

31. Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte,

Berlin- Leipzig 1897 ε.

32. R. Janin, Constantinople byzantine: Dιveloppement urbain et rιpertoire

topographique, Paris 1964.

33. R. Janin, La Geographie ecclesiastique de l’ empire byzantin. I Le siege de

Constantinople et le patriarcat ecumenique. 3, Les eglises et les monasteres,

Paris 1969.

34. R. Janin, Les Eglises et les monasteres des grands centres byzantins, Paris

1975.

35. Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik, Wien 1969 ε. (Jahrbuch der

Osterreichischen Byzantinischen Gesellschaft, Wien 1951-1968).

36. Novum Auctarium Bibliothecae Hagiographicae Graecae (Subsidia Hagiographica

65), Bruxelles 1984, έκδ. F. Halkin.

37. Orientalia Christiana Periodica, Roma 1935 ε.

38. The Oxford Dictionary of Byzantium, τόμοι 3, Oxford U.P. 1991.

39. Patrologiae cursus completus, Sιries graeca, Paris 1857-1866, έκδ.

J.P.Migne.

40. Patrologiae cursus completus, Sιries latina, Paris 1844-1864, έκδ.

J.P.Migne.

41. Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, Wien 1976 ε.

42. A. Jones, J. Martindale, J.Morris, The Prosopography of the Later Roman

Empire (A.D. 260-395), τόμ. 1. Cambridge 1971.

43. J. Martindale, The Prosopography of the Later Roman Empire (A.D. 395-527),

Cambridge 1980.

44. J. Quasten, Patrology, τόμοι 4, Utrecht-Antwerp 1963- Westminster Maryland

1986.

45. Revue des Etudes Byzantines, Paris 1946 ε.

46. Revue des Orient Chretien, Paris 1896 ε.

47. Sources Chretiennes, Paris 1942 ε.

48. Travaux et Memoires, Paris 1965 ε.

49. J. Wortley, Les recits edifiants de Paul, eveque de Monembasie, et d’  autres

auteurs, Paris 1987.

50. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων: Ο Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, τόμ. 51-57. Αθήναι 1975-1978 και τόμ. 58-62. Αθήναι 1982.

52. Dictionnaire historique des Saints, Paris 1964.

53. Ευστρατιάδου Σ., Αγιολόγιο. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας.

54. W. Jaeger: Gregorii Nysseni, Opera Ascetica, Vol. VIII, I, II. Leiden 1963.

55. Κοκκινάκη Αθ., Γρηγορίου Νύσσης, άπαντα τα έργα, τόμ. 1. Πατερικαί εκδόσεις

«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1979.

56. Liddel H. και Scott R.: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Έκδ. «Ελληνικά

Γράμματα».

57. Μαρτίνου Α.: Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια. Αθήναι 1962-68.

58. Migne J.P.Patrologia Graeca. Τόμ. 44-46.

59. Μπρούσαλη Π.: Αγίου Γρηγορίου Νύσσης «Λόγοι εις την Προσευχήν». Έκδ.

Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1983.

60. Νικοδήμου Α.: Νέον Εκλόγιον. Έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1974.

61. Παπαδοπούλου Σ.: Η ζωή ενός Μεγάλου. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι

1979.

62. Πόποβιτς Ι.: άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Έκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1970.

63. Ρίζου Ν.: Καπαδοκικά. Κων/πολις 1856- Αθήναι 1972.

64. Sources Chrιtiennes: Grιgoire de Nysse, Traite de la virginitι. Les Editions

du Cerf, No 119. Paris 1966. Grιgoire de Nysse : Vie de Sainte Martine. Les

Editions du Cerf, No 178. Paris 1971.

65. Vies des Saints et des bienheureux. (Tom. I Janvier). Paris 1935.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία  για τη θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία.

1. Kazhdan- Epstein, «Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο

αιώνα». Αθήνα 1997. (ΜΙΕΤ).

2. Ελευθερία Παπαγιάννη-Σπύρος Τρωϊάνος, Τα «γυναικεία πάθη» και οι νομοκανονικές πηγές. Ανακοίνωση σε συνέδριο.

3. Ι .Καραγιαννόπουλου, «Η Βυζαντινή Ιστορία από  τις πηγές», εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1987.

4. Αγιορείτης Μοναχός Μωϋσής, «Οι έγγαμοι ʼγιοι της Εκκλησίας», έκδοση Ε΄

,Οκτώβριος 2000. ISBN 960-7006-7.

5. «Ιστορία Αρχαία και Μεσαιωνική», Α΄ τάξη, 1ου κύκλου ΤΕΕ, ΥΠΕΠΘ, Π.Ι., Αθήνα 2005. ISBN 960-813857-4.

6. Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, Διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, «Το

βυζαντινό κόσμημα». http://culture.gr

7. Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου, «Θέσις και Δράσις της Γυναικός εν τη Αρχαία Εκκλησία». Εισαγωγή από το βιβλίο Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης, Αθήναι 1949, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας.

8. Φαίδωνος Κουκουλέ, Η μοναχή Θεοδούλη, Αθήναι 1928.

9. Χριστίνα Γ. Αγγελίδη, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών , Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,

«Γυναίκες και Βυζάντιο. Μια επισκόπηση της έρευνας μετά το 1970».

10. Alice-Mary Talbot, Editor Thalia Gouma-Peterson (+), Founding Editor,

Bibliography on Women in Byzantium 2004.

http://www.doaks.org/WomeninByzantium.html

11. Δημοσθένους, Ανθούλλης Α. «Φιλία και ομοφυλοφιλία τον 11ο και 12ο αιώνα στο Βυζάντιο: Η φιλία ως πολιτική διασύνδεση, μέσο κοινωνικής αποκατάστασης και

καταξίωσης». Θεσσαλονίκη: Σταμούλης Αντ., 2004. ISBN 960-8353-20-3.

12. Φύλο και θρησκεία, η θέση της γυναίκας στην εκκλησία: Χειμερινό πρόγραμμα

2002-2003/ επιμέλεια Παντελής Καλαϊτζίδης, Νίκος Ντόντος.- Αθήνα: Ίνδικτος,

2004. ISBN 960-518-182-7.

13. Νικολάου Κ., Η θέση της γυναίκας στη Βυζαντινή Κοινωνία. Ίδρυμα

Γουλανδρή-Χόρν. Όψεις της βυζαντινής κοινωνίας 4, Αθήνα 1993.

14. Τσώτσου Μ., Θεοδώρα: Μια γυναίκα αυτοκράτειρα.

15. Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Φύλο και Θρησκεία,  Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία.

16. Ζεράρ Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Αθήνα 1970, εκδ. Ωκεανίς.

17. Καρζής, Θ. (1989) «Η γυναίκα στο Μεσαίωνα. Χριστιανισμός-Δυτική

Ευρώπη-Βυζάντιο-Ισλαμισμός», Φιλιππότη.

18. Κώτσου, Α.Π. (1991) «Η θέση της γυναίκας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο

(4ος έως 7ος μ.Χ. αιώνας) «Λόγος και Πράξη», 45, 78-106.

19. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος,  ʼγιες Γυναίκες στο

Βυζάντιο,  16-4-2005. http://www.archive.gr

20. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις  για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005. http://www.archive.gr

21. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος  και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005. http://www.archive.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                       

 

 

 

 

 

 

 

http://www.antibaro.gr