Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

 Ομιλία:

Η πνευματική κληρονομιά των Μικρασιατών Ελλήνων ως αρρήκτως συνδεδεμένη με την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού,  28 Σεπτεμβρίου 2002

 

 Aς ξεκαθαρίσω από την αρχή, ότι δεν θα επιχειρήσω να παρουσιάσω την πνευματική κληρονομιά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τις απαρχές της ιστορίας έως σήμερα, αν κι αυτό θάταν σπουδαίο έργο.

Η Ιωνία υπήρξε πατρίδα της φιλοσοφίας και της ποίησης, υπήρξε δημιουργός ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ύφους, αλλά και μητέρα επιστημών. Αργότερα, όταν με τον Αλέξανδρο και τους Επιγόνους ο Ελληνισμός απλώθηκε στην Ανατολή, η Μικρά Ασία υπήρξε ο δημιουργός της οικουμενικής πνευματικής παράδοσης, επάνω στην οποία αναπτύχθηκε η χριστιανική Εκκλησία. Και τότε, ο Μικρασιατικός Ελληνισμός έλαμψε και πάλιν: η συμβολή του στη διαμόρφωση της θεολογίας υπήρξε τόσον καθοριστική, όσο και η συμβολή της αιγυπτιακής ερήμου στη διαμόρφωση του μοναχισμού.

  Εάν λοιπόν αποτολμούσαμε να εκτιμήσουμε την όλη πνευματική κληρονομιά των Μικρασιατών Ελλήνων, θα χρειαζόμασταν γνώσεις ανεπτυγμένες σε πεδία πολλών επιστημών.

Θάπρεπε να στοχασθούμε πάνω σε ερωτήματα όπως: πόσο δίκιο έχει ο Κλήμης που θεωρεί τη φιλοσοφία δώρο του Θεού στους Έλληνες αντίστοιχο της δωρεάς της Βίβλου στους Εβραίους, ποιές οι συνέπειες της ελληνικής γλώσσας στη διαμόρφωση του λόγου των Αποστόλων, ποιές οι προϋποθέσεις για την διάνοιξη του κόσμου στον χριστιανισμό.

Θάπρεπε ακόμη να στοχασθούμε σε ερωτήματα όπως: ποιός κρίκος συνδέει την ιωνική φιλοσοφία με  τη θεόπνευστο θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας, και ποιός ο ρόλος της χριστιανικής Μικρασίας στη διαφύλαξη και διδαχή της  αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. 

Μια τέτοια έρευνα, θάταν ίσως απολαυστική, θάταν οπωσδήποτε χρήσιμη, αλλά πάντως θάταν αδύνατο να χωρέσει στο πλαίσιο μιας σύντομης ομιλίας.

Θα αναφερθώ λοιπόν, και πάλιν όχι συστηματικά, σε όψεις της πνευματικής κληρονομιάς των Ελλήνων Μικρασιατών,  μόνο στην περίοδο της υποδούλωσης στους Τούρκους.

 

H ατομοκεντρική θεώρηση ανιχνεύει την πνευματική κληρονομιά στην αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, και στην αντίληψη της κοινωνίας του για τον ρόλο του.  Αντιθέτως προς αυτό το σχήμα, η Ορθοδοξία ανιχνεύει την πνευματική κληρονομιά στην σχέση του εαυτού με τον άλλον, και συνεπώς στην υπέρβαση της ατομικότητας. Η διδασκαλία της αυτή στηρίζεται στην εντολή του Κυρίου «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν»,  εντολή που δεν σημαίνει «σαν τον εαυτό σου» αλλά «αγάπα τον πλησίον σου ως αυτός να είναι ο εαυτός σου».

 Έτσι, ο εαυτός μας δεν είναι ένα άτομο με τη δική του ζωή και προσωπικότητα, το οποίο έχει την καλωσύνη  να προσφέρει στον άλλον, αλλά υπάρχει και δικαιώνει την ύπαρξή του υπηρετώντας, διακονώντας. Αυτό που είμαστε πράγματι, δεν το αποκαλύπτει ο καθρέφτης μας, αλλά η χρήση του εαυτού μας. 

Όταν λοιπόν η Εκκλησία λέγει ότι ο άνθρωπος δεν είναι άτομο αλλά είναι πρόσωπο, δεν διατυπώνει μια φιλοσοφική ή θεολογική ερμηνευτική,  αλλά ζητά ένα τρόπο ζωής, την έξοδο από την ατομικότητα στη διαπροσωπική σχέση, έξοδο  μέσω της  οποίας ο άνθρωπος παύει να είναι ένα ακόμη προηγμένο θηλαστικό και γίνεται παιδί του Θεού.

Αυτό ακριβώς το πνεύμα εκφράζει  ο αοίδιμος  Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης, ο οποίος κατά τον ενθρονιστήριο λόγον του είπεν στο ποίμνιό του:

«Υγιής και εύρωστος κοινωνία είναι εκείνη εις την οποίαν αναπηδώσι το εν μετά το άλλο τα εργατικά και μαθητικά συσσίτια, τα άσυλα των ορφανών, τα φροντιστήρια των εργαζομένων κορασίων, τα ιδρύματα της προστασίας των βρεφών, τα δημοτικά μαιευτήρια, τα αναρωτήρια των καχεκτικών μαθητών, όλα τέλος τα πολλαπλά ιδρύματα της κοινωνικής προνοίας, άνθη του πολιτισμού δι ών προστατεύεται η υγεία, προλαμβάνεται η αναπηρία και ανακουφίζεται ο πτωχός, χωρίς να τείνει χείρα επαίτιδα εις την ελεημοσύνην.» 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία έχει τόσο μεγάλο κοινωνικό προνοιακό έργο, από τη σύστασή της έως σήμερα. Δεν θέλει να διδάξει τους έχοντες να ανοίγουν το πουγγί των υπέρ των στερουμένων, αλλά να οδηγήσει όλους, πλούσιους και πτωχούς, στο δρόμο που μας κάνει παιδιά του Θεού.

Ώστε, η πρώτη και ισχυρότερη απόδειξη σύνδεσης της μικρασιατικής πνευματικής κληρονομιάς με την Ορθοδοξία βρίσκεται εκεί, στη φιλάλληλο  δράση των Ελλήνων.

Είναι γνωστόν ότι το Βυζαντινό κράτος είχεν εξαιρετικώς ανεπτυγμένη φιλανθρωπική αντίληψη.  Το έργο του κράτους ανέλαβαν επί Τουρκοκρατίας οι συντεχνίες των Ελλήνων. Εκκλησία και συντεχνίες εργάσθηκαν μαζί για τη διατήρηση και μάλιστα ενίσχυση της φιλανθρωπίας.  Έτσι καθιερώθηκε το κάθε «εσνάφι», η κάθε συντεχνία, να έχει το περίφημο «κουτί» με τα λεγόμενα «άσπρα της μέσης», δηλαδή τα χρήματα του κοινού των συντέχνων ταμείου, των οποίων η διαχείρηση γινόταν με πολύ περίσκεψη και με κοινές αποφάσεις, προς όφελος του πλησίον.

Γράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος:

«Ύπαγε την επαύριον συμβάσης πυρκαϊάς εις τον τόπον της συμφοράς και θέλεις ιδείν τους κασσιέρας και πρωτομαίστορας των συντεχνιών διανέμοντας από των χρημάτων του Κουτίου άρτον, ενδύματα, εφαπλώματα, εις τα θύματα του δεινού. Και τι δεν κατορθώνει ο ζήλος και η φιλοτιμία των ευλογημένων τούτων ρουφετίων;» 

Είναι πολλές οι μαρτυρίες που δείχνουν πόσο ευλογημένες  ψυχές είχαν οι άνθρωποι αυτοί. Θα σταθώ σε ένα τυχαίο παράδειγμα. Στην Αδριανούπολη η συντεχνία των γουναράδων διέθετε τον 18ο αιώνα  χρήματα για το νοσοκομείο της Ρωμιοσύνης, η συντεχνία των μπακάληδων είχε αναλάβει τα ανήλικα ορφανά, η συντεχνία των καφταντζήδων την απελευθέρωση πτωχών νέων από τη φυλακή, των καλπακτζήδων και αμπατζήδων την προίκα των πτωχών κοριτσιών.

Είναι πολλές οι μαρτυρίες που έχουν σωθεί για τη φιλάλληλο δράση των συντεχνιών και των αδελφοτήτων που συγκροτούσαν κυρίως οι γυναίκες στη Μικρά Ασία. Η συστηματική παρουσίαση της δράσης αυτής θα είναι αφ εαυτής μεγάλη μαρτυρία του αρρήκτου συνδέσμου της  Μικρασιατικής πνευματικότητος  με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

Eμείς σήμερα, θεωρούμε περίπου αυτονόητο ότι ο Ελληνισμός θα διατηρούσε μέσα του τη συνείδηση του Ορθοδόξου χριστιανού. Η εντύπωσή μας αυτή οφείλεται στο ότι δεν έχουμε όλοι επίγνωση των συνθηκών ζωής κατά την περίοδο  της Τουρκοκρατίας.

Πριν αναφερθώ σε αυτές, ας μου επιτραπεί να τονίσω ότι δεν είναι εθνικιστική υστερία το να διαβάζεις την ιστορία σου και να λές τα πράγματα με το όνομά τους. Αντίθετα, υστερία είναι το να προσπαθείς με κάθε τρόπο να κρύψεις τα πράγματα, να σπρώχνεις απεγνωσμένα κάτω από το χαλί τα στοιχεία, να τρέμεις στην ιδέα ότι θα αφήσεις να φανεί κάτι που θα μυρίσει άσχημα στη μύτη της άρχουσας ιδεολογίας.

 Μακριά από κάθε διάθεση να κατηγορήσουμε άλλους λαούς, μακριά από κάθε τάση υποτίμησής τους, και με μόνη την απόφαση να δούμε την πραγματικότητα της εποχής, ώστε να καταλάβουμε τον αγώνα που έδωσαν οι Έλληνες τότε, θα τονίσω εδώ ότι σε πείσμα της καλλιεργούμενης ειδυλλιακής  εικόνας για τη ζωή των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η πραγματικότητα ήταν βουτηγμένη στους λυγμούς και το  αίμα.

Οι κατακτητές Τούρκοι, εφάρμοσαν πολιτική εξαφάνισης της γλώσσας, της πίστης και της παράδοσης των υποδούλων, με σκοπό να αλλάξουν την εθνική τους συνείδηση.  Θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο και μόνον η ανάγνωση καταλόγου με τα μαρτύρια των Ελλήνων. Μελετώντας τους όρους ζωής των υποδούλων, όπως αυτή διαφαίνεται από τα δημοτικά τραγούδια, τις μαρτυρίες, τα χρονικά, τις λαϊκές παραδόσεις, τις αφηγήσεις των περιηγητών, κι από τα λογής  ντοκουμέντα της εποχής, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι Οθωμανοί είχαν εγκαταστήσει αυτοκρατορία του τρόμου, της κτηνωδίας, της διαφθοράς, της απληστίας και της αυθαιρεσίας.

   Απίστευτα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να εγκαταλείψει ή να χάσει ο Ρωμιός την αυτοσυνειδησία του και να προσχωρήσει στο ισλάμ. Χιλιάδες είναι οι Έλληνες που τους κόψαν τη γλώσσα επειδή Τούρκος τους άκουσε να μιλούν ελληνικά. Η θρησκευτική καταπίεση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί χριστιανοί σύρθηκαν στον εξισλαμισμό.  Ένα μέρος από αυτούς, που δεν είχε την αντοχή να παλεύει καθημερινά ενάντια στον δυνάστη, αν και ήθελε να κρατήσει την ταυτότητά του,  έγιναν κρυπτοχριστιανοί.  Και δεν ήταν λίγοι αυτοί.  Θα σας θυμίσω την αφήγηση του παπαΗλία Παπαδόπουλου, που διασώζει ο Νικόλαος Ανδριώτης στο έργο του «Κρυπτοχριστιανικά κείμενα»:

«Λόγω ότι εχήρευε η θέσις ιερέως εις το χωρίον μου ηναγκάσθην εις τοιαύτην νεαράν ηλικίαν να χειροτονηθώ και να καταλάβω την θέσιν εκείνην, και τούτο διότι εκτός των 5 ορθοδόξων χριστιανικών οικογενειών θα εφημέρευον και εις 40 οικογενείας κρυφών χριστιανών και εις 20 άλλες οικογένειες κρυφούς του χωρίου Ζιναμέτ». 

Από τη διήγηση αυτή γίνεται αντιληπτός ο όγκος των κρυπτοχριστιανών.  Θα ήθελα όμως να γίνει αντιληπτό επίσης το πόσον δραματικά δύσκολο ήταν να διατηρήσεις στα πέτρινα εκείνα χρόνια την ομολογία της πίστεώς σου. Ήσαν χρόνια σκληρότερα και από τους διωγμούς των Ρωμαίων. Διότι οι μεγάλοι διωγμοί γίνονταν για ένα διάστημα, κι έπειτα σταματούσαν. Άφηναν πάντα την ελπίδα πως δεν θα ξαναγίνουν. Αντίθετα, η λυσσασμένη επίθεση των Τούρκων ενάντια στην πίστη και την εθνική υπόσταση του Έλληνα, ήταν συνεχής επί αιώνες. Επί πλέον, οι διωγμοί δεν σήμαιναν πως η οικογένειά σου ξεκληριζόταν, πως τα μικρά παιδιά σου, αγόρια και κορίτσια,  ατιμάζονταν και κλείνονταν στον οντά κάποιου αξιωματούχου για να ικανοποιούν τις δυσώδεις  ορέξεις του. Παρακαλώ να μη μας διαφεύγει ότι οι Έλληνες Ορθόδοξοι που ζούσαν υπό τους Τούρκους, ήσαν ήρωες εκ μόνου του γεγονότος ότι κατόρθωναν να ζουν κάτω από τόσο θηριώδεις συνθήκες.

            Η Εκκλησία έμεινε σ’ όλους αυτούς τους αιώνες της φρίκης  στο πλευρό του πιστού λαού, διδάσκοντάς τον ότι η φιλαλληλία δεν είναι μόνον η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, αλλά και ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης του γένους. Εδίδαξε ότι μόνον η κοινότητα με τους άλλους, μόνον η αδελφωσύνη και η πίστη στον Θεό και την αξία του Ελληνισμού, μπορούσε να σώσει το γένος. Και επέτυχε.

  Συνιστά αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα ότι η Εκκλησία αγωνίστηκε και επέτυχε να διατηρήσει την αυτοσυνειδησία του γένους.  Όσο και να διαστρέφουν την ιστορία  οι εχθροί της Ορθοδοξίας, όσο και να προσπαθούν να σβύσουν το ρόλο της Εκκλησίας  και τους δεσμούς της με το γένος, δεν θα κατορθώσουν να κάνουν αυτό που και οι Οθωμανοί δεν το μπόρεσαν: να βγάλουν τον παπά από τη μέση. Όσο και να προσπαθήσουν, δεν θα μπορέσουν να ανατρέψουν ένα γεγονός: τα σπάργανα του νέου Ελληνισμού φτιάχτηκαν από  ράσο.

 

O τρόπος με τον οποίο διετήρησε η Ορθοδοξία την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων, είναι αποκαλυπτικός των βαθυτέρων, των καταβολικών  στοιχείων μας: η Εκκλησία  διετήρησε άσβεστη μέσα στην καρδιά των Ελλήνων τη φλόγα της παιδείας.

Η Εκκλησία είδε ότι οι Έλληνες έχαναν τη γλώσσα τους, διότι αφ’ ενός φοβούνταν να την μιλήσουν, αφ’ ετέρου μάθαιναν στανικώς τη γλώσσα του κατακτητή.  Κι όμως, αρνήθηκε κάθε σκέψη να μεταφράσει είτε τη θεία Λειτουργία είτε κάποια κατήχηση στα τουρκικά.  Το  ποιά κατάσταση δημιουργήθηκε, το περιγράφει μαρτυρία από τη Βιθυνία, που αναφέρει ο Χρήστος Σολδάτος στο λαμπρό τρίτομο έργο του «Εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας»:

«Στην εκκλησία, όπως σ’ όλες τις εκκλησίες σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας, πάντα λειτουργούσαν ελληνιστί. Ο χριστιανός πήγαινε στην εκκλησία χωρίς να καταλάβει έστω και μια λέξη από την ιεροτελεστία. Με μια φράση στα χείλη, το Κύριε ελέησον, και με βαθύ αίσθημα προς την εκκλησία εκτελούσε όλα τα καθήκοντα τα χριστιανικά κι όλα τα μυστήρια, μετάδοση κλπ., με απερίγραπτη ευλάβεια».

Εαν αφαιρέσουμε ένα μέρος του πληθυσμού της Θράκης και της Ιωνίας, η όλη Μικρά Ασία είχε πάψει να γνωρίζει ελληνικά. Και συνέβαινε το ιστορικά μοναδικό φαινόμενο να μαζεύονται όλοι στην εκκλησιά με την ψυχή στο στόμα, κι εκεί ένας παπάς να τους διαβάζει μια γλώσσα που δεν κατείχε, ένας ψάλτης να ψέλνει φράσεις και στον ίδιον ακατάληπτες, κι ένα κοινό να μετέχει με ευλάβεια σε μιαν ακολουθία την οποία δεν είχε τρόπο να καταλάβει.

Αυτό κράτησε έως τουλάχιστον τον 18ο αιώνα, και σε πολλές περιοχές δεν σταμάτησε ποτέ. Τι έκανε αυτό τον λαό να μη ζητήσει τη μετάφραση της Λειτουργίας στα τούρκικα, που τα μιλούσε;

Το επέτυχε η Εκκλησία, διδάσκοντάς τον ότι πάντως τα τούρκικα που μιλά δεν είναι η γλώσσα του,  κι ότι αυτή κρατά τη δική του γλώσσα, έναν πολύτιμο θησαυρό που του ανήκει.  Η Εκκλησία τον δίδαξε ότι αυτός που μιλά τη γλώσσα την ελληνική υπερέχει, και πρέπει να είναι παράδειγμα προς τους άλλους.  Ώστε,  έγραφε στις αναμνήσεις του στο τέλος του 19ου αιώνα ο Ιωακείμ Βαλαβάνης από ένα χωριό του Ικονίου,

«ηκροώμεθα διαρκώς και ανελλιπώς της ελληνικής γλώσσης εν τη Εκκλησία, εκανοναρχούμεν τα ψαλλόμενα τροπάρια, ανεγινώσκομεν εν τω Εσπερινώ τας Προφητείας, το Άσπιλε αμόλυντε κλπ., συνεψάλομεν μετά του κανδηλανάπτου την Ακολουθίαν του Όρθρου, ανεγινώσκομεν μετά τέλους τον Απόστολον και παρηκολουθούμεν όλην την θείαν Λειτουργίαν, αλλ’ ουδεμίαν λέξιν ενοούμεν εκ των ελληνικών τούτων, ων τα πλείστα εν τούτοις, εκ της συχνής ακροάσεως ασυνειδήτως ενετυπούντο εν τη μνήμη ημών και ασυνειδήτως επαναλαμβάνομεν αυτά δίκην ψιττακών. Διότι εν τω νάρθηκι του ναού πρώτον, και εν τω σχολείω κατόπιν, ως γνήσιοι Έλληνες, τα τε άρρενα και τα θήλεα τέκνα των χριστιανών της Μικράς Ασίας εμάνθανον την ελληνικήν γλώσσαν, και μόνην την ελληνικήν, αλλ’, ως ήδη κατεδείχθη, νομίζομεν, εδιδάσκοντο μόνον να αναγινώσκωσι, διακρίνοντες τα στοιχεία της ελληνικής Αλφαβήτου, ουχί όμως και την σημασίαν εκάστης λέξεως.»

Στον νάρθηκα λοιπόν της εκκλησιάς τους, από τον συνήθως αγράμματο παπά, τα παιδιά μάθαιναν όχι γράμματα, αλλά ότι είναι Ελληνόπουλα. Εκεί διδάσκονταν να σέβονται και να τιμούν όποιον ήξερε ελληνικά, τη γλώσσα τους την αληθινή, και να προσπαθούν και τα ίδια να τη μάθουν αν ο Θεός τα φέρει δεξιά. Εκεί, χωρίς θρανία και πίνακες, με μόνο φως το καντήλι, μάθαιναν ότι κι αν καταφέρουν να κάνουν παράδες, πρώτα τους έργα ήταν να βρίσκονται στο πλάϊ του φτωχού, και να ξοδεύουν περιουσίες για να τυπώνουν βιβλία της ελληνικής, βιβλία του γένους.   Εκεί, με την ψυχή τους να ονειρεύεται την Παναγιά και τη Λευτεριά,   μάθαιναν ότι το να είσαι Έλληνας είναι και προνόμιο και βάρος, και δόξα και ευθύνη. Στον νάρθηκα της εκκλησιάς, το χέρι του παπά έδειχνε τα γράμματα ένα ένα, σπρώχνοντας μία μία μέσα στο εύφορο χώμα της παιδικής ψυχής  τη λεπτή ρίζα που θάπρεπε κάθε παιδί να τη φροντίζει, έτσι ώστε κι αυτή κι αυτό να μεγαλώνουνε μαζί: τη ρίζα της ελληνικότητας, τη ρίζα του αλύτρωτου γένους.

Ο Ηλίας Βενέζης αποτύπωσε περίφημα το έργο που γινόταν στις εκκλησιές και τα μοναστήρια επί αιώνες: οι Μικρασιάτες, γράφει, ήσαν ποτισμένοι  όλοι με  το ίδιο πνεύμα.

«Τί ήταν αυτό το πνεύμα; Συνοψίζεται σε μια λέξη κατ’ εξοχήν ελληνική: το πνεύμα του αλυτρώτου. Είναι μια μυστική περιοχή της ψυχής, που τη θέρμαινε η παράδοση της Ορθοδοξίας και της ελληνικής εύκλειας, μεταφερμένη σε μορφή παραμυθιού και θρύλου και θαύματος, από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, απ’ τους απλοϊκούς πατέρες μας και τις μητέρες μας, απ΄ τους δασκάλους και τους ιερείς, μέσα στους αιώνες των κατατρεγμών απ΄ την Άλωση κι εδώ. Όλα έτειναν στο να θυμίζουν πως είμαστε η συνέχεια, πως οφείλουμε να κρατήσουμε τη συνέχεια για να λυτρωθούμε».

 

Kαι τώρα, στην εποχή μας, με τόσο διαφορετικές συνθήκες, το πνεύμα των Μικρασιατών συνεχίζει να φέρει ένα μοναδικό μήνυμα προς όλους μας.  Το αίτημα σήμερα δεν είναι να λυτρωθούμε από τους Τούρκους. Είναι όμως να νιώθουμε πως είμαστε συνέχεια,  πως οφείλουμε να κρατήσουμε τη συνέχεια. 

          Σήμερα που είμαστε στην Ενωμένη Ευρώπη, την οποία θέλουμε να τη δούμε να προχωράει έτσι ώστε να γίνει πραγματικά Ενωμένη και πραγματικά Ευρώπη, θα πρέπει να δούμε κατάματα τα προβλήματα που έχουμε. Το κύριο από αυτά, απασχολεί ιδιαίτερα την Εκκλησία μας, και προσπαθούμε να μην απασχολεί μόνον αυτήν αλλά και την Πολιτεία επίσης. Κι αυτό είναι ένα: η διατήρηση της αυτοσυνειδησίας.

          Δεν είναι απαραίτητοι οι Τούρκοι για να χαθεί η αυτοσυνειδησία του γένους μας. Μέσα στις συνθήκες της πανευρώπης,  οι Έλληνες θα είναι δύσκολο να βρούμε σχολείο για να μάθουν τα παιδιά μας ελληνικά, θα είναι δύσκολο να βρούμε νάρθηκα εκκλησιάς, θα είναι δύσκολο να φυτέψει κάποιος την καταβολική  ρίζα στην ψυχή του παιδιού.

Δεν οδηγεί αυτός ο προβληματισμός σε άρνηση της Ευρώπης. Επιβάλλει όμως τη χάραξη μιας πολιτικής εθνογνωσίας, μιας πολιτικής διαφύλαξης της ταυτότητάς μας. Το ξέρετε πολύ καλά ότι κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα είναι η υποτίμηση του Ελληνισμού, η αντικατάσταση των Ελλήνων από μια μάζα πλαδαρώς φιλελλήνων, ή και όλως διόλου αρνητών του ελληνικού πνεύματος.

Σήμερα, εδώ, πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Πρέπει να αντιταχθούμε σε αυτό που με τη λεοντή της προόδου οδηγεί στην εθνική αμνησία.  Να σταθούμε προσεκτικά, και να ακούσουμε με προσοχή το μήνυμα που μας φέρνει η μικρασιατική πνευματική μας κληρονομιά: είμαστε συνέχεια.

Αυτή την ευχή και την ευθύνη αφήνει, και σήμερα, η ιστορία στα χέρια μας.

 


http://www.antibaro.gr