[Ημερομηνία τοποθέτησης στο Αντίβαρο 14.11.2002]

Η αποσταθεροποίηση της Κεμαλικής Τουρκίας...

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη
Γενικού Γραμματέα του ΔΙΚΤΥΟΥ 21


Το αποτέλεσμα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου στην Τουρκία, δεν εξέπληξε κανένα. Παρ’ όλα αυτά συνετάραξε την Τουρκία
Οι «κατεστημένες δυνάμεις» του Κεμαλισμού καταποντίστηκαν. Μόνο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του κ. Μπαϋκάλ κατάφερε να επιβιώσει εκλογικά, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα-«συνιστώσες» του μέχρι προχθές κυβερνητικού Συνασπισμού (όπως το Κόμμα των κ. Ετσεβίτ, το Κόμμα του πρώην Πρωθυπουργού κ. Γιλμάζ και το Κόμμα του εθνικιστή κ. Μπακτσελί), καθώς και το Κόμμα της πρώην Πρωθυπουργού κας Τσιλέρ, απέτυχαν να ξεπεράσουν το όριο του 10% κι έμειναν εκτός Βουλής. Το Κόμμα του κ. Ερτογάν, αποτελεί «διάδοχο σχήμα» του πρώην ισλαμικού «Κόμματος της Ευημερίας» του κ. Ερμπακάν, το οποίο είχε απαγορευτεί προ τετραετίας, ενώ ο ίδιος ο κ. Ερτογάν τελεί επίσης υπό αναστολή των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Νίκησε, λοιπόν, και εξασφάλισε μεγάλη και αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ένα Κόμμα για το οποίο είχε κινηθεί διαδικασία απαγόρευσης και δεν ξέραμε κάν αν θα συμμετείχε τελικώς στις εκλογές και του οποίου ο ηγέτης δεν μπορεί να τεθεί επικεφαλής κυβέρνησης γιατί έχει καταδικαστεί στο παρελθόν και εκκρεμεί απόφαση δικαστηρίου που του απαγορεύει συμμετοχή στην πολιτική.
Η νίκη του μέχρι προχθές «αποσυνάγωγου» ισλαμικού κόμματος, σε συνδυασμό με την κοινοβουλευτική εξαφάνιση όλων των Κομμάτων της Κεμαλικής παράδοσης (πλήν του Κόμματος Μπαϋκάλ) αποτελεί διπλό συντριπτικό πλήγμα σε βάρος του Κεμαλικού καθεστώτος.

Οι «σταθερές» του Κεμαλικού καθεστώτος

Όταν μιλάμε για Κεμαλισμό, εννοούμε ένα καθεστώς με τρία βασικά χαρακτηριστικά – τρία «ειδοποιά στοιχεία» καθεστωτικής ταυτότητας:

* Πρώτον, τον απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στη δημόσια ζωή και το Ισλάμ. Δεν απαγορευόταν μόνο η συμμετοχή του Ισλάμ στην πολιτική, απαγορευόταν ακόμα και στις βουλευτίνες της Εθνοσυνέλευσης να φοράνε την ισλαμική μαντήλα στο Κοινοβούλιο.

* Δεύτερον, η απαγόρευση της εθνικής διαφορετικότητας. Υπό τον Κεμαλισμό το Τουρκικό κράτος είναι, δια νόμου, απολύτως ομοιογενές εθνικά. Καμία εθνική μειονότητα δεν γίνεται ανεκτή.

Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του Κεμαλισμού αποτελούν την αντίστροφη καθεστωτική μήτρα εκείνης του Οθωμανικού κράτους. Υπό τους Οθωμανούς, η κοινωνία ήταν πολυεθνική, αλλά η κυριαρχία ήταν του μουσουλμανικού στοιχείου. Υπό τους Κεμαλιστές, η κοινωνία είναι απολύτως Τουρκική εθνικά, αλλά η εξουσία είναι απολύτως ανεξίθρησκη.
Αν εκλείψει οποιοδήποτε από αυτά τα δύο στοιχεία καταρρέει και το Κεμαλικό καθεστώς. Αν πάψει η εξουσία να είναι απολύτως ανεξίθρησκη (όπως μπορεί να συμβεί με την επικράτηση των ισλαμιστών) ή αν πάψει η κοινωνία να είναι αμιγώς τουρκική από εθνική άποψη, και νομιμοποιηθεί ή ύπαρξη μεγάλης κουρδικής μειονότητας στη χώρα, το Κεμαλικό καθεστώς, καταρρέει. Εξ ού και η μεγάλη δυσκολία να αποδεχθεί μειονοτικά δικαιώματα για τους Κούρδους (που θεωρούνται επισήμως… «ορεσείβιοι Τούρκοι»).

-- Η τρίτη καθεστωτική σταθερά του Κεμαλισμού είναι ο κυρίαρχος ρόλος του στρατού στο εσωτερικό του κράτους. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αποφασίζει για την εξωτερική πολιτική, την Άμυνα και τις προαγωγές στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο στρατός πέρα από τη θεσμική του υπεροχή μέσα στο κράτος, έχει και οικονομική κυριαρχία μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο «επιχειρηματία», ελέγχει άμεσα τεράστιες βιομηχανικές μονάδες, επηρεάζει έμμεσα, πλην αποφασιστικά, ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, αναδεικνύει (ή και καταποντίζει, αν το επιθυμεί) επιχειρηματίες, φτιάχνει «νέα τζάκια» κλπ

Αυτή τη στιγμή ο Κεμαλισμός υφίσταται πλήγματα σε δύο από τα τρία μέτωπα που συγκροτούν την καθεστωτική ταυτότητά του: Αφενός πιέζεται να αποδεχθεί δικαιώματα για τους Κούρδους (οι οποίοι σύντομα, ενδέχεται να έχουν ομόσπονδο δικό τους κρατίδιο στο γειτονικό Ιράκ). Αφετέρου, σημαντική μερίδα του τουρκικού λαού φέρνει στην εξουσία τους Ισλαμιστές, τους «αποδιοπομπαίους τράγους» του Κεμαλικού καθεστώτος μέχρι πριν λίγες μέρες.

«Βαλβίδες ασφαλείας» του καθεστώτος

Πρέπει να σημειώσουμε ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου (μετά το πραξικόπημα Εβρέν, του 1981) το Κεμαλικό καθεστώς, είχε τρεις (συμπληρωματικούς μεταξύ τους) «μηχανισμούς» διάσωσης των κοινοβουλευτικών του προσχημάτων:

-- Πρώτον, ασκούσε απηνείς διωγμούς σε βάρος των κομμάτων που αμφισβητούσαν τις σταθερές του καθεστώτος. Έτσι επανειλημμένως εξαπολύθηκαν διωγμοί τόσο κατά των Κουρδικών Κόμμάτων που κατάφερναν να εκλέξουν βουλευτές (HADEP), όσο και σε βάρος του ισλαμικού Κόμματος, ιδιαίτερα όταν το τελευταίο άρχιζε να γίνεται επίφοβο για την εξουσία (όπως έγινε με την ανατροπή του κ. Ερμπακάν από την Πρωθυπουργία).

-- Δεύτερον, είχε θέσει το ιδιαίτερα υψηλό όριο του 10% για την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Αυτό το όριο ήταν σχεδιασμένο ώστε να αποκλείει την είσοδο μειονοτικών κομμάτων στην Βουλή, ενώ ταυτόχρονα «υποχρέωνε», τις καθεστωτικές δυνάμεις να ενώνονται, ώστε να εξασφαλίζουν μεγάλες πλειοψηφίες και βιώσιμα κόμματα.

-- Τρίτον, καλλιεργούσε την πολιτική «αλλομορφία» του καθεστώτος, δηλαδή την ύπαρξη πολλών καθεστωτικών κομμάτων, ώστε να «απορροφάται» ομαλά η λαϊκή δυσφορία, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης του Κεμαλικού καθεστώτος συνολικά.

Οι τρεις αυτοί μηχανισμοί εξασφάλισαν κοινοβουλευτική ισορροπία στο ύστερο Κεμαλικό καθεστώς επί δύο δεκαετίες και πλέον. Ο στρατός έθετε σε κίνηση μηχανισμούς δίωξης σε βάρος κομμάτων που αμφισβητούσαν (με την ύπαρξη τους, όχι αναγκαστικά με την πρακτική τους) τις «σταθερές» του καθεστώτος. Είχε όριο που καθιστούσε δύσκολη την είσοδο μειονοτικών κομμάτων. Είχε πολλά «κοινοβουλευτικά πρόσωπα», ώστε η φθορά διακυβέρνησης να μην εισπράττεται από το καθεστώς συνολικά, αλλά να απορροφάται από ένα καθεστωτικό κόμμα, αναδεικνύοντας ένα άλλο, επίσης καθεστωτικό κόμμα. Ενώ το υψηλό όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αποθάρρυνε τον κατακερματισμό των αντιπολιτευομένων δυνάμεων του καθεστώτος, δίνοντας τους κίνητρα ώστε να ενώνονται και να δημιουργούν πάντα «βιώσιμη» εναλλακτική λύση.

Τι ΔΕΝ λειτούργησε

Αυτό το «σοφό» σύστημα βαλβίδων ασφαλείας, ΔΕΝ λειτούργησε στην τελευταία φάση. Κι αξίζει να δούμε γιατί:
Τις παραμονές των εκλογών, οι καθεστωτικές δυνάμεις - μέχρι τότε συσπειρωμένες σε ένα ευρύτατο συνασπισμό, όπου συνυπήρχαν από τον ακραιφνή και ακραίο εθνικιστή Μπαχτσελί μέχρι τον «ευρωπαϊστή» κ. Τζέμ – ξαφνικά διασπάστηκαν. Κι όχι απλώς διασπάστηκαν, αλλά κατακερματίστηκαν – κονιορτοποιήθηκαν κυριολεκτικά:

Ο κ. Τζέμ (υπουργός Εξωτερικών ως τότε) και ο κ. Ουζάν (αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ως τότε), αποσπάστηκαν κι έκαναν δικό τους Κόμμα, με κύριο στόχο την Ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της χώρας.

Οι ταγοί του Κεμαλισμού, που προωθούν τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είδαν εχθρικά το διάβημα των Τζέμ -Οζάν. Κι αυτό διότι η πλήρης ενσωμάτωση της Τουρκίας στην Ένωση προϋποθέτει προχωρημένες μεταρρυθμίσεις, πολύ πέραν των «ανώδυνων» που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τον Τουρκική Εθνοσυνέλευση (κατάργηση της θανατικής ποινής κλπ.) Προϋποθέτουν, πάνω από όλα, την υποβάθμιση του στρατού, ο οποίος, από εγγυητής του πολιτεύματος και θεματοφύλακας των «σταθερών» του Κεμαλισμού, σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον θα πρέπει να υποβιβαστεί σε ένα «ετεροκαθοριζόμενο» αμυντικό βραχύωνα της πολιτείας – τίποτε παραπάνω. Κάτι τέτοιο, όμως, υπονομεύει ευθέως και τον θεσμικό ρόλο και την οικονομική κυριαρχία του στρατού μέσα στην Τουρκική κοινωνία. Ανατρέπει το Κεμαλικό καθεστώς συνολικά.

Ο τρίτος άνθρωπος-κλειδί για τον «εκσυγχρονισμό» της Τουρκίας, ο μέχρι τότε υπουργός Οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, μετά από μερικά εικοσιτετράωρα ταλαντεύσεων, πείστηκε να ΜΗ συμμετάσχει στην κίνηση Τζέμ – Ουζάν, και προσχώρησε στο Κόμμα του κ. Μπαϋκάλ. Ο κ. Ντερβίς, που διαθέτει στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτων, έδωσε το «μοιραίο χτύπημα» στους «φιλευρωπαϊστές».

Είναι προφανές, ότι η Ουάσιγκτων δεν ενεθάρρυνε τη δημιουργία ενός ακραιφνώς φιλευρωπαϊκού κόμματος στην Άγκυρα. Θέλει να προωθηθούν οι σχέσεις Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης (και πιέζει έντονα, προκειμένου να οριστεί ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων), αλλά ΔΕΝ θέλει να αυξηθεί «υπέρμετρα» η επιρροή των Βρυξελλών στην Άγκυρα.

Από τη στιγμή που ο κ. Ντερβίς διαχώρισε τη θέση του, ξεκίνησε ο κατακερματισμός των καθεστωτικών δυνάμεων: Ο κ. Γιλμάζ άρχισε ο ίδιος να ανταγωνίζεται τους κυρίους Τζέμ και Ουζάν, για τη διεκδίκηση της «φιλευρωπαϊκής ψήφου». Ο εθνικιστής κ. Μπακτσελί προσέβαλε τις πρόσφατες αναιμικές μεταρρυθμίσεις που είχε ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση (κυρίως σε ότι αφορά τα λιγοστά δικαιώματα που δόθηκαν στους Κούρδους), προσπαθώντας να κερδίσει από τα συντηρητικά ανακλαστικά του καθεστώτος. Η κα. Τσιλέρ πόνταρε στην, σφόδρα πιθανολογούμενη τότε, απαγόρευση του ισλαμικού Κόμματος πριν από τις εκλογές, και προσπάθησε να εμφανιστεί ως «υποκατάστατο» της ισλαμικής ψήφου. Άλλωστε, ήταν αυτή που είχε αναδείξει τον κ. Ερμπακάν Πρωθυπουργό προ τετραετίας, και είχε κατηγορηθεί γι’ αυτό από τους στρατηγούς. Θεώρησε, λοιπόν, ότι αν απαγορευόταν το νέο ισλαμικό κόμμα οι πολυπληθείς οπαδοί του θα ψήφιζαν ως «εγγύτερη λύση» (ή «μικρότερο κακό») το κόμμα της κας Τσιλέρ


Τελικώς, όμως, οι Ευρωπαίοι άσκησαν έντονες πιέσεις για τη ΜΗ απαγόρευση του ισλαμικού κόμματος, κι έτσι η εκδίκαση τη περίπτωσης του αρχηγού του κ. Ερτογάν, αναβλήθηκε για μετά τις εκλογές.
Το Κεμαλικό καθεστώς είδε εξωτερικές πιέσεις και εξωτερικές επιρροές να διαλύουν τις πολιτικές εφεδρείες του και να ακυρώνουν τις εσωτερικές «βαλβίδες ασφαλείας» του. Και έτσι κέρδισαν οι ισλαμιστές.

Πιθανές συμμαχίες και διλήμματα

Η Τουρκία βρέθηκε τα τελευταία χρόνια σε δεινή οικονομική κρίση, στην οποία την καταδίκασε το γεγονός ότι ο στρατός εμποδίζει ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τέτοιες που ενδεχομένως θα κλόνιζαν τη δική του οικονομική κυριαρχία, ενώ ταυτόχρονα αρνείται να περιορίσει τις εξοπλιστικές δαπάνες του. Περιέπεσε λοιπόν, στην ανάγκη των πιστωτών της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να «αυτονομηθούν» οι ξένες επιρροές στην τουρκική πολιτική σκηνή και να χαθεί ο έλεγχος των εσωτερικών εξελίξεων από τους στρατηγούς.

Επίσης, το γεγονός ότι οι εξωτερικές επιρροές (κυρίως από Ουάσιγκτων και Βρυξέλλες) έχουν σημαντικές «αποκλίσεις» μεταξύ τους, και υπάρχουν και ενδο-δυτικοί στρατηγικοί ανταγωνισμοί πλέον (για παράδειγμα στο χειρισμό του Ιράκ), αποσάρθρωσε ακόμα περισσότερο την εσωτερική πολιτική ενότητα του καθεστώτος.

Σήμερα οι Κεμαλιστές αντιμετωπίζουν τον «πειρασμό» να χρησιμοποιήσουν τον κ. Ερτογάν, για να αποκρούσουν τις πιέσεις σαρωτικών ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων μέσα στην Τουρκία. Ο κ. Ερτογάν μπορεί να δηλώνει σήμερα οπαδός της ευρωπαϊκής ένταξης, αλλά λόγω ισλαμισμού υπήρξε ως πρόσφατα πολέμιος της δυτικής επιρροής στη χώρα. Από μια πλευρά μπορεί να αποτελεί «πολύτιμο σύμμαχο» για τους καθημαγμένους ταγούς του Κεμαλισμού.

Άλλωστε, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 (όταν ανατράπηκε και εκτελέστηκε ο «φιλοαμερικανός» Πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές) το «δόγμα Ισμέτ Ινονού» επιτάσσει στενούς δεσμούς με τη δύση, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερη επιρροή των δυτικών κυβερνήσεων μέσα στην Τουρκία. Αν λάβει κανείς υπόψιν, ότι το πολιτικό προσωπικό της «κοσμικής» (Κεμαλικής) Τουρκίας, αποδείχθηκε στενά συνδεδεμένο με την Ουάσιγκτων είτε με τις Βρυξέλλες, ίσως ο κ. Ερτογάν να αποδειχθεί μια κάποια λύση για την ώρα. Μέχρι να αναδείξουν οι στρατηγοί νέο πολιτικό προσωπικό – ακραιφνώς δικό τους - και να τον παραμερίσουν. Όπως έχουν κάνει τόσες φορές στο παρελθόν.

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Ερτογάν, έχει δύο πιθανά «σημεία στρήριξης»: Μπορεί να στηριχθεί στην Ευρώπη, για να διασφαλίσει την εξουσία του κόμματός του στην Άγκυρα – βάζοντας, ωστόσο, αρκετό «νερό στο (ισλαμικό) κρασί του». Ή μπορεί να στηριχθεί στους Κεμαλικούς, για να περιορίσει την επιρροή των «φιλευρωπαϊστών» στην Τουρκία, ταυτιζόμενος επικίνδυνα με το καθεστώς, ενάντια στο οποίο αποτέλεσε «σύμβολο αντίστασης». Και στις δύο περιπτώσεις, θα κινδυνεύσει να απολέσει σημαντικό μέρος από το λαϊκό του έρεισμα.
Το κόστος και το ρίσκου ενός καθεστώτος

Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο η σημερινή Τουρκία, να κάνει μεγάλες αλλαγές και να πάρει μεγάλα ρίσκα στην εξωτερική της πολιτική – είτε στο Κυπριακό είτε στο Ιράκ. Ο κ. Ερτογάν νιώθει πολύ αδύναμος απέναντι στους Κεμαλιστές στρατηγούς, που εξακολουθούν να κυβερνούν, και οι Κεμαλιστές νιώθουν να χάνουν τον έλεγχο των εσωτερικών εξελίξεων.
Τελικώς, μια σελίδα «εθνικής δόξας» είναι απαραίτητη και στον Ερτογάν, για να γίνει αρεστός στους Κεμαλικούς, αλλά και στους στρατηγούς, προκειμένου, να ανακτήσουν τον έλεγχο των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας . Δεδομένου, δε, ότι στο Κουρδικό τους περιμένουν, ενδεχομένως, δύσκολες ώρες, αφού οι Κούρδοι του Βορείου Ιράκ αποτελούν απαραίτητο συντελεστή της αμερικανικής πολιτικής για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν, μια «εύκολη νίκη» σε βάρος της Ελλάδος, είναι, ίσως, πολύ «δελεαστική επιλογή» για όλους τους πρωταγωνιστές του Τουρκικού πολιτικού «δράματος».

Η «πολιτική φιλίας» που εγκαινιάστηκε τα τελευταία χρόνια από την Αθήνα, έναντι της Άγκυρας, είχε ως στόχο, να αποφύγει κάθε πρόσχημα κρίσης, κάθε αιτία έντασης, κάθε αφορμή κλιμάκωσης μεταξύ των δύο χωρών. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξε μια μονομερής πολιτική, αφού η Αθήνα έκανε «χειρονομίες καλής θέλησης», αλλά η Τουρκία ΔΕΝ απέφυγε τις προκλήσεις – αντίθετα συνεχώς τις κλιμάκωνε. Έτσι, η πολιτική της λεγόμενης «ελληνοτουρκικής φιλίας» μετατράπηκε, σε πολιτική μηδενικού κόστους και μηδενικού ρίσκου για την Άγκυρα.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο, την καθιστά και εξαιρετικά επικίνδυνη για την Αθήνα σήμερα. Διότι η αστάθεια του τουρκικού καθεστώτος, το οδηγεί να αναζητεί απεγνωσμένα αυτό ακριβώς: λύσεις μηδενικού κόστους και μηδενικού ρίσκου. Κόστος και ρίσκο ΔΕΝ μπορεί να πάρει η Άγκυρα σήμερα λόγω της αστάθειας του Κεμαλικού καθεστώτος. Κι αν η Ελλάδα (με την παθητικότητά της) μπορεί να «προσφέρει» στην Άγκυρα μια «εύκολη νίκη» χωρίς κόστος και χωρίς ρίσκο η Άγκυρα δεν θα διστάσει.

Παράλληλα με τις όποιες «φιλικές χειρονομίες», η ελληνική διπλωματία, είναι υποχρεωμένη πλέον, να στείλει το «μήνυμα» στην Τουρκία, ότι οι τυχοδιωκτισμοί έχουν και κόστος και ρίσκο. Και να διασφαλίσει, τόσον από την πλευρά της Ευρώπης, όσο και από την πλευρά Αμερικής και Ρωσίας, ότι οι τυχοδιωκτισμοί αυτοί θα αποθαρρυνθούν αποτελεσματικά.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να προσφέρει πολλά στον κ. Ερτογάν, η Ουάσιγκτων δεν βλέπει με καλό μάτι το ξαφνικό «φιλευρωπαϊκό» προσανατολισμό του ισλαμιστή ηγέτη και η Μόσχα θέλει να εξουδετερώσει κάθε προσπάθεια τουρκικής επιρροής στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας (και κάθε απόπειρα τουρκικού ελέγχου στους δρόμους του πετρελαίου). Συνεπώς περιθώρια για την ελληνική διπλωματία υπάρχουν σημαντικά…

Η Άγκυρα ουδέποτε δίστασε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της κάθε εσωτερική αποδυνάμωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Και η Ελλάδα πρέπει να αντιληφθεί, ότι, αν δεν εκμεταλλευτεί, προς όφελός της, την σημερινή αποσταθεροποίηση της Τουρκίας, τότε η ίδια θα είναι το πρώτο θύμα αυτής της αποσταθεροποίησης. Τόσο απλά…


http://www.antibaro.gr